«Αν δεν υπήρχαν τα capital controls, οι τράπεζες θα είχαν αδειάσει». Με τη φράση αυτή σχολίαζε προ ημερών κορυφαίος τραπεζίτης την ψυχολογία των καταθετών τους πρώτους μήνες του 2016 λόγω της καθυστέρησης στην ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος. Σύμφωνα με τον ίδιο, η παρατεταμένη περίοδος αβεβαιότητας, η οποία δεν έχει επιτρέψει ουσιαστικές παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση άρσης των capital controls, δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για γρήγορη βελτίωση της κατάστασης εφέτος.

«Αναζητούμε ακόμη το σημείο καμπής μετά το οποίο θα ξεκινήσει η ανάκαμψη, ωστόσο πλέον οποιαδήποτε πρόβλεψη για το πότε θα συμβεί αυτό είναι εξαιρετικά επισφαλής»
τονίζει από την πλευρά του γενικός διευθυντής συστημικού ομίλου. Οπως εξηγεί, «πέρυσι το φθινόπωρο στις παρουσιάσεις προς τους επενδυτές εν όψει των αυξήσεων κεφαλαίου τα στοιχεία που παραθέταμε ήταν στη βάση μιας συμφωνίας με τους δανειστές ως το τέλος του χρόνου».
Τελικώς αυτό το σενάριο αποδείχθηκε υπεραισιόδοξο και όσο περνούν οι μήνες οι εκτιμήσεις για το πότε θα κλείσει το deal με τους δανειστές πηγαίνουν όλο και πιο πίσω. Μετά τα Χριστούγεννα οι τραπεζικές διοικήσεις άρχισαν να «βλέπουν» λήξη των διαπραγματεύσεων μέσα στον Ιανουάριο, στη συνέχεια στα τέλη του πρώτου τριμήνου – αρχές Απριλίου, μετά ως το Πάσχα και πλέον το αργότερο ως τα μέσα Μαΐου.
Κλίμα απαισιοδοξίας


Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει παραδεχθεί δημοσίως ότι αν εισέλθουμε στο καλοκαίρι χωρίς τη συμφωνία «χαθήκαμε». Πλέον αυτή η εξέλιξη, αν και οι τραπεζίτες δεν πιστεύουν πως είναι πιθανή, θεωρώντας ότι θα βρεθεί μια λύση για να αποφευχθεί η καταστροφή, δεν είναι και τόσο μακρινή. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δεν έχουν τη δυνατότητα να διατυπώσουν προβλέψεις για το τι θα ακολουθήσει.
Οπως υπογραμμίζει CFO συστημικού ομίλου, «με μια “ντεμί” αξιολόγηση, δηλαδή με αναβολή για το φθινόπωρο κυρίαρχων ζητημάτων όπως το Ασφαλιστικό και η συζήτηση για το χρέος, είναι αδύνατον να πούμε με ασφάλεια από τώρα τι θα συμβεί στο δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς».
Και προσθέτει χαρακτηριστικά πως «αν μπορεί κάποιος να μου απαντήσει σε τι βαθμό θα βελτιωθεί η εμπιστοσύνη, θα του πω κι εγώ τι προβλέπω για την επιστροφή των καταθέσεων».
Οι αρχικές προβολές των αρμόδιων διευθύνσεων των τραπεζών, οι οποίες περιελήφθησαν στα πλάνα αναδιάρθρωσης που υποβλήθηκαν και εγκρίθηκαν από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DGComp), προέβλεπαν αύξηση της καταθετικής βάσης για ολόκληρο το έτος κατά 7,5 δισ. ευρώ. Η εκτίμηση αυτή όμως είχε στηριχθεί στην υπόθεση ότι όλα θα είχαν τελειώσει εγκαίρως και πως από τις αρχές του δεύτερου τριμήνου οι καταθέσεις θα άρχιζαν να επιστρέφουν στο σύστημα: σε πρώτη φάση τα χαρτονομίσματα του «στρώματος», σε δεύτερη η εξαγορά των αμοιβαίων κεφαλαίων διαχείρισης διαθεσίμων και τελευταίες οι αποταμιεύσεις που βρίσκονται σε λογαριασμούς στο εξωτερικό.
Οι κινήσεις των καταθετών


Από τον περασμένο Ιούλιο ως και τα τέλη Φεβρουαρίου, διάστημα για το οποίο υπάρχουν στοιχεία, οι καταθέσεις των νοικοκυριών μειώθηκαν κατά 2,55 δισ. ευρώ, παρά την επιβολή των capital controls. Οι μεγαλύτερες καθαρές εκροές καταγράφηκαν βέβαια το πρώτο δίμηνο φτάνοντας τα 2,3 δισ. ευρώ. Ακολούθησαν τρεις μήνες (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος – Νοέμβριος) με μικρή πτώση που ανήλθε κατά μέσον όρο στα 300 εκατ. ευρώ. Τον Δεκέμβριο για εποχικούς κυρίως λόγους (π.χ., δώρο Χριστουγέννων, καταβολή τόκων), λόγω λοιπών έκτακτων μεταβολών (π.χ., εξαγορά ασφαλιστικών προγραμμάτων) και κάποιων πωλήσεων αμοιβαίων κεφαλαίων εξωτερικού, τα μεγέθη σημείωσαν μια άνοδο της τάξεως του 1,3 δισ. ευρώ. Εκτοτε οι μεταβολές είναι πολύ μικρές. Τον Ιανουάριο καταγράφηκε αύξηση υπολοίπων κατά 161 εκατ. ευρώ, ενώ τον δεύτερο μήνα του χρόνου λόγω αρκετών πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων του Ιανουαρίου την πρώτη εργάσιμη ημέρα του Φεβρουαρίου οι εκροές έφτασαν τα 702 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Μάρτιος σε επίπεδο συστήματος αναμένεται στάσιμος, ενώ ίδια εικόνα υπάρχει και για τις πρώτες ημέρες του Απριλίου.

«Οι καταθέτες “σηκώνουν” κάθε μήνα το μέγιστο δυνατό που μπορούν μετά την καταβολή της μισθοδοσίας ή της σύνταξης, με τα ποσά να αναπλήρωνονται έναν μήνα αργότερα από την επόμενη πληρωμή του εργοδότη ή του ασφαλιστικού ταμείου»
τονίζει διευθυντής Επενδύσεων πιστωτικού ιδρύματος. Οπως προσθέτει σχετικά, «η επιδείνωση της ψυχολογίας των καταθετών είναι εμφανής στο δίκτυό μας από τις αρχές του χρόνου, ωστόσο δεν μπορεί να εκφραστεί στο πραγματικό της μέγεθος λόγω των capital controls».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ