Πριν λίγο καιρό η αν. υπουργός Παιδείας κυρία Σία Αναγνωστοπούλου, όταν ρωτήθηκε για τις καταλήψεις των φοιτητών, είπε ότι «είναι υγιές να υπάρχουν αντιδράσεις στο πανεπιστήμιο». Μετά υποστήριξε ότι πρέπει να ψηφίζουν οι φοιτητές για την ανάδειξη των οργάνων των ΑΕΙ διότι «μιλάμε για τζιχαντιστές, για ανθρώπους που ριζοσπαστικοποιούνται», όπως οι νέοι στο Παρίσι που «αν δεν συμμετέχουν κάπως συλλογικά αυτοί οι άνθρωποι περιθωριοποιούνται». Ψήφος για πρύτανη, λοιπόν, αντίδοτο στον τζιχαντισμό. Να το προτείνουμε και στη Γαλλία. Η αναλογία και ο συλλογισμός αφήνει ενεούς κοινωνικούς επιστήμονες και νοήμονες ανθρώπους. Σύγχυση ή απλώς σανός για να ικανοποιείται το κομματικό ακροατήριο και να καλύπτεται η κομματική άλωση πανεπιστημίων και σχολείων.
Διότι είναι σανός, αν δεν είναι ευθύ ψεύδος, να λέγεται ότι επανέρχεται η συμμετοχή των φοιτητών. Η φοιτητική συμμετοχή δεν καταργήθηκε ποτέ. Αυτό που επανέρχεται είναι «η κομματοκρατία και ο φοιτητοπατερισμός», με τα λόγια του πρώην υπουργού Παιδείας κ. Αριστείδη Μπαλτά (σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ τον Απρίλιο), ο οποίος υποστήριζε έτσι τη δική του ρύθμιση (και της κυρίας Μαριέττας Γιαννάκου) που στάθμιζε την ψήφο των φοιτητών, δηλαδή υπολόγιζε το ποσοστό της συμμετοχής των φοιτητών στην τελική βαρύτητα της ψήφου τους. Τώρα η κυρία Αναγνωστοπούλου καταργεί τη στάθμιση του κ. Μπαλτά και επαναφέρει την «κομματοκρατία και τον φοιτητοπατερισμό», δηλαδή τον κρίσιμο ρόλο των παρατάξεων στα παζάρια για την ανάδειξη των πανεπιστημιακών οργάνων με τις «δουλείες» που συνεπιφέρουν. Θα ρυθμίζουν οι παρατάξεις τη φοιτητική συμμετοχή και θα επηρεάζεται καταλλήλως το τελικό αποτέλεσμα.
Ρώτησε, είπε η κυρία υπουργός, τους συναδέλφους της πρυτάνεις στην Ευρώπη και της είπαν ότι δεν μπορεί να υπάρχει πανεπιστήμιο χωρίς συμμετοχή των φοιτητών. Βεβαίως, αλλά άλλο εννοούν αυτοί κι άλλο η υπουργός σχεδιάζει. Και δεύτερον, η συμμετοχή των φοιτητών εδώ δεν είχε διακοπεί ποτέ. Στον νόμο Διαμαντοπούλου προβλέπονταν η φοιτητική συμμετοχή με δικαίωμα ψήφου στο ανώτατο διοικητικό όργανο, στο Συμβούλιο, μετά από εκλογές στις οποίες θα συμμετείχαν όλοι οι φοιτητές, αλλά και στα υπόλοιπα όργανα όταν συζητούνταν φοιτητικά θέματα, όπως γίνεται στην Ευρώπη (και όχι όπως στην Ελλάδα που σχεδιάζουν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ). Οι ίδιοι οι φοιτητές επέλεξαν να μην εκλέξουν τους αντιπροσώπους τους διότι το κόμμα της κυρίας υπουργού τους απέτρεπε.
Δεν ξέρω αν ρώτησε η κυρία Αναγνωστοπούλου τους συναδέλφους της και για τον τρόπο διοίκησης των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, αν έχουν π.χ. Συμβούλια και πώς λειτουργούν. Αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρονται για τη διεθνή εμπειρία, αφού η κυρία Βάκη, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και πανεπιστημιακός, χαρακτήρισε στη Βουλή διεθνείς πρακτικές αξιολόγησης «σύμπτωμα αρχοντοχωριατισμού της Ψωροκώσταινας», τους δε συναδέλφους της από το εξωτερικό που τις διενεργούν –όπως κάνουν παντού στον κόσμο –νεοαποικιοκράτες και ελεγκτές που δημιουργούν σχέσεις πατρωνίας. Η ίδια υποστήριξε ότι ο νόμος Διαμαντοπούλου αντέγραψε ιδιωτικά πανεπιστήμια της Αμερικής «που ποδοπάτησαν μια μακρά ευρωπαϊκή παράδοση και εγκαινίασαν ένα οιονεί φεουδαρχικό, αυταρχικό και αντιδημοκρατικό μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων». Σωστά! Δεν μας κάνουν τα σπουδαία αμερικανικά (και ευρωπαϊκά) πανεπιστήμια που χρησιμοποιήθηκαν ως πρότυπο από τον νόμο Διαμαντοπούλου. Εμείς θα μεγαλουργήσουμε μόνοι μας με τις ιδέες των εγχωρίων υπουργών καθώς τα ασιατικά, αφρικανικά ή τα βαλκανικά πανεπιστήμια ακολουθούν και αυτά τα πρότυπα που οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ απορρίπτουν.
Κάποιες από αυτές τις ιδέες, μαζί με την επαναφορά των παρατάξεων, υπάρχουν στο νομοσχέδιο που επεξεργάστηκε η κυβέρνηση εν κρυπτώ και δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, προκαταλαμβάνοντας και εκθέτοντας τα μέλη και τους φίλους του ΣΥΡΙΖΑ που αποτελούν την Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου (εκτός εάν μας δουλεύουν όλοι μαζί). Στο νομοσχέδιο αυτό καταργείται η διάταξη του Ν. 4009/11 που καταπολεμούσε την «ενδογαμία» απαγορεύοντας την εκλογή καθηγητή στο ίδρυμα από το οποίο είχε λάβει όλα τα πτυχία του ή είχε μόλις ολοκληρώσει τη διατριβή του. Τώρα, θα αποκαθιστούμε ανενόχλητοι τα δικά μας παιδιά.
Τα τμήματα, λέει επίσης το ν/σ, θα καλύπτουν «το γνωστικό αντικείμενο μιας επιστήμης». Δηλαδή θα ιδρύουμε τμήμα για κάθε νεοεμφανιζόμενη επιστήμη ή θα μένουμε προσκολλημένοι στις παλαιές; Και ποιες είναι αυτές; Δεν θα ακολουθούμε την εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης που δημιουργεί διαρκώς νέα επιστημονικά αντικείμενα; Και τι θα γίνει με τμήματα όπως «Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών», «Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών» ή τα περίφημα ΦΠΨ (Φιλοσοφίας, Παιδαγωγικής, Ψυχολογίας); Θα καταργηθούν ή θα βαφτίσουμε το αντικείμενο ενιαίο; Καθήλωση και απομονωτικός επαρχιωτισμός σε σχέση με ό,τι συμβαίνει διεθνώς όπου πάντοτε η διοικητική οργάνωση προσπαθεί να παρακολουθεί τις επιστημονικές εξελίξεις. Προφανώς δεν πρέπει να ιδρύει καθένας ό,τι τμήμα θέλει αλλά γι’ αυτό στον νόμο Διαμαντοπούλου υπήρχε η πρόβλεψη για αξιολόγηση ευέλικτων προγραμμάτων σπουδών.
Τα πανεπιστήμια κρατιούνται όρθια από τους πανεπιστημιακούς που, παρά τις αντιξοότητες, παράγουν έργο, επιζητούν και δεν φοβούνται την αριστεία και την αξιολόγηση και κινούνται με άνεση στη διεθνή σκηνή. Αυτοί δίνουν το όποιο κύρος στο ελληνικό πανεπιστήμιο για να το επικαλούνται στη συνέχεια υποκριτικά αυτοί που το θέλουν καθηλωμένο και έρμαιο των ομάδων που το νέμονται. To έργο των τελευταίων θέλει η κυβέρνηση να στηρίξει;
Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ