«Η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν μειώσει την εμπλοκή τους σε περίπου μία αποστολή εναντίον στόχων του ISIS κάθε μήνα. Το Μπαχρέιν τις σταμάτησε το φθινόπωρο, και η Ιορδανία έχει αποσυρθεί από τον Αύγουστο.
Ο κύριος λόγος είναι ότι η Υεμένη – και όχι το ISIS – είναι η προτεραιότητα για τις περισσότερες αραβικές χώρες. Οι αναλυτές λένε ότι η Υεμένη βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολέμου «δια αντιπροσώπων» μεταξύ της Σαουδικής Αραβίας και του Ιράν, που είναι οι μεγαλύτερες δυνάμεις της περιοχής.
Θρησκεία και εθνοτική καταγωγή βρίσκονται στο επίκεντρο της μακρόχρονης εχθρότητας μεταξύ των δύο χωρών. Το Ιράν είναι Σιιτικό, με μη αραβικό πληθυσμό. Οι περισσότερες από τις άλλες χώρες της περιοχής – συμπεριλαμβανομένης της ηγέτιδος Σαουδικής Αραβίας – είναι κατά πλειοψηφία σουνιτικές αραβικές, και καχύποπτες για τα κίνητρά του Ιράν.
Ετσι, όταν με την στήριξη του Ιράν αντάρτες κατέλαβαν την Σαναά, την πρωτεύουσα της Υεμένης, το περασμένο έτος, ένας συνασπισμός αραβικών κρατών υπό την ηγεσία της Σαουδικής Αραβίας (όπως η Αίγυπτος, η Ιορδανία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) εξαπέλυσαν επιθέσεις εναντίον των ανταρτών.
Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πολλά μέλη του ISIS είναι Σαουδάραβες. Δεν είναι μόνο μαχητές, παίζουν και ηγετικούς ρόλους – και το ISIS έχει πραγματοποιήσει μεγάλες επιθέσεις στη Σαουδική Αραβία, τόσο εναντίον σιιτικών τζαμιών, όσο και κατά (άλλων) σαουδαραβικών στόχων.
Αυτή ήταν η λογική που επικράτησε μεταξύ των σουνιτικών κρατών. Ετσι, η Σαουδική Αραβία και οι σύμμαχοί της στον Κόλπο είναι επίσης λιγότερο πιθανό να πραγματοποιήσουν επιθέσεις εναντίον στόχων του ISIS αν κάτι τέτοιο θα βοηθήσει τους συμμάχους του Ιράν στη Δαμασκό και στη Βαγδάτη.
Το πρόβλημα με την ανάπτυξη ενός μεγάλου αριθμού αραβικών δυνάμεων είναι ότι καμμία μεμονωμένη χώρα δεν είναι πιθανό να το ρισκάρει. Επιπλέον, οι περισσότερες αραβικές ένοπλες δυνάμεις νιώθουν πιο άνετα με επιχειρήσεις στο εσωτερικό της χώρας τους – όχι έξω από τα σύνορά τους».



