Δύσκολα μπορείς να αντιληφθείς τι ακριβώς συμβαίνει στο «Σύμπτωμα» (Ελλάδα, 2015), τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Αγγελου Φραντζή, χωρίς αυτό να σημαίνει όμως ότι η ταινία δεν ασκεί μια παράξενη γοητεία που ή τη δέχεσαι οπότε εισχωρείς στο σύμπαν της ή απλώς την απορρίπτεις.
Αυτό που σίγουρα εκτιμάς στον σκηνοθέτη είναι την αγάπη του για το σινεμά ενώ υποκλίνεται σε μέγιστους δημιουργούς, από τον Αντρέι Ταρκόφσκι ως τον Ντέιβιντ Λιντς και από τον δάσκαλό του τον Θόδωρο Αγγελόπουλο ως την αισθητική Λαρς φον Τρίερ. Αλλά και πάλι, δεν είμαι βέβαιος αν αυτό λειτουργεί υπέρ της ταινίας που ως παραγωγή είναι άρτια στους τεχνικούς τομείς σε σημείο έκπληξης για ελληνικό σινεμά.
Αντιλαμβάνεσαι ότι μια γυναίκα (Κάτια Γκουλιώνη) είναι το πρόσωπο με τις «ιδιαίτερες ικανότητες» πάνω σε ένα νησί στο οποίο κυκλοφορεί κάποιο μυστηριώδες ον με μαύρο μπουφάν και μάσκα παραπέμποντας κάπου ανάμεσα σε προσωπείο αρχαίου δράματος και στη «Μύγα» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ.
Ακολουθώντας την «εξέλιξη» ενός εφιάλτη (ή εδώ που τα λέμε πολλών εφιαλτών) ο Φραντζής σε παγιδεύει μέσα σε έναν κλειστό κόσμο όπου τα όρια διαχωρισμού ρεαλισμού – φαντασίας είναι αδιόρατα. Στη μέση της ταινίας, για παράδειγμα, το ύφος αλλάζει ολοκληρωτικά όταν ένα δείπνο στο οποίο συμμετέχει και η κοπέλα εξελίσσεται σε ποταμό λογοδιάρροιας όπου ακούγονται όσα δεν είχαν ακουστεί αφού ως τότε η ταινία είχε ελάχιστους διαλόγους. Ακούγονται μάλιστα φράσεις ιδιαίτερα φιλοσοφικές (ίσως και λίγο πομπώδεις) όπως «η παρόρμηση είναι ο εχθρός της νιότης» από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, εδώ σε έναν ρόλο-έκπληξη. Δεν ξέρω τι βγάζει νόημα μέσα από όλα αυτά και τι όχι, πάντως η ταινία έχει τον τρόπο και οξύνει την περιέργεια για το πού μπορεί να οδηγηθεί το μυστήριο (που ενίοτε φλερτάρει ακόμη και με τον τρόμο). Προσωπικά με κράτησε σε αγρύπνια ή, αν θέλετε, με κράτησε όπως με κρατά ένα όνειρο που με τρομάζει. Ηθελα να απαλλαγώ όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ήθελα όμως και να δω πώς θα τελειώσει.
- Στην απέναντι όχθη, πιο ξεκάθαρα τα πράγματα στο «The republic» (Ελλάδα, 2015), την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Τζέτζα. Η ιστορία είναι βατή και ο σκηνοθέτης δεν κρύβει επίσης τις επιρροές του από το αμερικανικό (και όχι μόνο) σινεμά. Αυτές τις επιρροές προσπαθεί να εντάξει σε μια τερατώδη ελληνική κοινωνία ακολουθώντας το ύφος που συναντάμε π.χ. στις ταινίες του Κουέντιν Ταραντίνο, του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και του Τζον Γου.Στόχος του Τζέτζα ήταν να φτιάξει την εικόνα μιας αμαρτωλής πόλης-καρτούν, πνιγμένης στους neon φωτισμούς και στα 3.000 μπορντέλα της (το νούμερο ακούγεται όντως στην ταινία). Τα πάντα διεφθαρμένα, ο ένας εκβιάζει τον άλλον, ο ένας «πουλά» τον άλλον, ανήθικοι δημοσιογράφοι (Τάκης Σπυριδάκης), σάπιοι πολιτικοί (Γιάννης Στάνκογλου), διεστραμμένοι μεγαλοεπιχειρηματίες (Ερρίκος Λίτσης), trafficking, ναρκωτικά. Ο μετανιωμένος δημοσιογράφος – Δον Κιχώτης (Προμηθέας Αλειφερόπουλος) που θέλει να προσφέρει το καλό γνωρίζει (όπως γνωρίζουμε κι εμείς) ότι με μαθηματική ακρίβεια το λουτρό αίματος περιμένει στη γωνία.
Αυτή η εσκεμμένη υπερβολή στην οποία δείχνει παραδομένη η ταινία κάποιους μπορεί να τους ενοχλήσει, κάποιους άλλους όμως μπορεί και να τους διασκεδάσει· ακόμη κι εκείνη η σκηνή στην οποία βλέπουμε τον Λίτση βουτηγμένο στο αίμα ενώ κόβει φέτες μια γυναίκα με ένα σπαθί σαμουράι. Δεν είναι εύκολο βέβαια να «μεταμορφώσεις» την Αθήνα σε Λος Αντζελες ή Νέα Υόρκη και δύσκολα μπορείς να φανταστείς ότι ένας τόσο «βρώμικος» αλλά σε εγρήγορση αστυνομικός όπως ο Αλέξανδρος Λογοθέτης μπορεί να πάρει το Οσκαρ απροσεξίας με τα τόσα λάθη που κάνει. Ναι, η ταινία σαφώς και έχει ατέλειες, σίγουρα όμως το αποτέλεσμα και εδώ δεν περνά απαρατήρητο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ