Μία ξένη ταινία

Μόνο στην ελληνική γλώσσα, νομίζω, ονομάζεται «κοινό» το σύνολο, μικρό ή μεγάλο, των θεατών που παρακολουθούν ένα θέαμα. Σε άλλες γλώσσες, κυρίως ευρωπαϊκές, η αντίστοιχη λέξη «public» σηματοδοτεί κάτι δημόσιο και δεν εμπεριέχει την έννοια του «κοινού πράγματος», εκείνου που συνανήκει σε πολλούς. Η ελληνική λέξη, αντιθέτως, σημαίνει όχι μόνο μια κοινότητα, σημαίνει και ότι η κοινότητα αυτή, για να είναι όντως κοινότητα, έχει ακριβώς «κάτι» που είναι κοινό σε όλα τα μέλη της. Το «κάτι» αυτό, στην προκειμένη περίπτωση, είναι το θέαμα στο οποίο παρίστανται –άλλη μία λέξη, «παρίσταμαι», που ευθέως αναφέρεται στην παράσταση που το κοινό παρακολουθεί και στην οποία παρευρίσκεται, παρίσταται σαν να δίνει κι εκείνο τη δική του παράσταση, θα τη λέγαμε και «συμπαράσταση», μπροστά στην άλλη απέναντι στην οποία βρίσκεται.

Το θέατρο, αλλά και ο κινηματογράφος, είναι δύο αλληλοκαθρεφτιζόμενες καταστάσεις, τόσο εκείνη της πλατείας όσο και εκείνη της σκηνής όχι μόνο συνυπάρχουν αλλά δεν γίνεται να υπάρχουν η μία χωρίς την άλλη· αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι και οι δύο πλευρές αποτελούνται από ηθοποιούς και θεατές, ηθοποιούς/θεατές και θεατές/ηθοποιούς, ότι έχουμε ένα θέατρο στην ολική του διάσταση, εφόσον η συνύπαρξη θιάσου και θαμώνων μέσα στον ίδιο χώρο και η συμμετοχή τους στο ίδιο γεγονός καθιστούν και τους μεν και τους δε αλληλένδετους, διανέμοντας «ρόλους», θεατρίνους και θεατριζόμενους να εμπεριέχονται στην κατάσταση της θέασης, να κατέχουν τη θέση τους στο «θεώμαι», δηλαδή στην κατ’ εξοχήν θεωρία.
Η ταινία «Interruption» του Γιώργου Ζώη τα διαθέτει όλα αυτά. Κατ’ εξοχήν θεωρητική, είναι ένα κινηματογραφικό αντικείμενο με εσωτερικό πυρήνα του την έννοια ενός «κοινού» που θεάται το σκηνικό συμβάν μέσα στην ταινία και ενός άλλου, εκτός ταινίας, που την παρακολουθεί προβαλλόμενη στην οθόνη.
Δεν είναι όμως μόνον αυτό που συνιστά τη μορφοποίηση της ταινίας. «Κάτι» άλλο προηγείται και περικλείει, δομικά και λειτουργικά, το προηγούμενο. Αυτό το «κάτι» άλλο είναι το «ανοίκειο»: αυτό, ως εξέχον αφετηριακό σημείο, μας προσφέρει εξαρχής το φιλμ απρόσφορο να το οικειοποιηθούμε.
Το «ανοίκειο» εδώ, ως κινηματογραφική αφήγηση, δηλαδή ως εικονική θέα, υποβάλλει τον θεατή σε έναν αμέτοχο μέτοχο, τον κρατά σε απόσταση αναμονής και εκκρεμότητας, αναβάλλει συνεχώς την προσέγγιση και την εξοικείωση, μεταθέτει διαρκώς για αργότερα την πρόσληψη, αφήνει για ένα ατέρμονο «προσεχώς» τη σύλληψη και την αφομοίωση του προσφερόμενου απρόσφορου θεάματος το οποίο παραμένει έτσι μέχρι τέλους αναφομοίωτο, ακατάκτητο, και μάλιστα με τρόπο επίμονο, σταθερό, ανυποχώρητο, κυρίως στη χρήση που γίνεται του χρόνου, ο οποίος είναι γραμμικός, και του χώρου, ο οποίος είναι πολυδιασπασμένος· το φιλμικό αποτέλεσμα είναι να μην επιτυγχάνεται ποτέ η οικείωση εκ μέρους των θεατών, να φτάνει μέχρι την επίτευξή της αλλά την τελευταία στιγμή να αποσύρεται, να αναβάλλεται για λίγο μετά, να ματαιώνεται, για να αρχίσει και πάλι η επανάληψη της ίδιας ατελέσφορης διαδικασίας.
Στην περίπτωση αυτή, ο τίτλος της ταινίας σημαίνει, για την ταινία αυτή, «διακοπή» της παραδοσιακής έννοιας του «κοινού», ρήξη της συνηθισμένης πρόσληψης εκ μέρους του, αφού, εδώ, εκείνο που κάνει κοινό το κοινό, δηλαδή η συμμετοχή σε κάτι που συνανήκει σε όλους τους θεατές, δεν είναι άλλο από την αμετάδοτη υπόσταση αυτού του «κάτι» που είναι η ίδια η ταινία, διότι η συμμετοχή αυτή, μολονότι λαμβάνει χώρα μέσα στην ταινία, βρίσκεται σε συνεχή εκκρεμότητα για όσους τη βλέπουν στην οθόνη, το κοινό «κάτι» δεν τους παραδίδεται, δεν συνδέει μεταξύ τους τα μέλη της κοινότητας των θεατών, δεν συμβάλλει στην ενότητά τους, διατηρείται μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο μια εκκρεμής υπόσχεση, σχεδόν ερωτική, που δεν παραμένει ανεπίδοτη, αποκλείει την προσέγγιση, τηρεί μέχρις εσχάτων, με αδήριτη εμμονή, σχεδόν με πείσμα, την αγεφύρωτη απόσταση, την ανοίκεια ιδιότητά του, υπηρετεί απαρέγκλιτα την τελεολογία του ιδρυτικού «ανοίκειου», δηλαδή του αμείωτα και τελεσίδικα ξένου.
Στην ταινία του Γιώργου Ζώη εκείνο που εισβάλλει στο θέατρο κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της «Ορέστειας» δεν είναι οπλισμένοι τρομοκράτες (το κείμενο αυτό γράφεται λίγες ώρες μετά την πολυμέτωπη θανατηφόρα επίθεση των τζιχαντιστών στο Παρίσι, και, κάτι που συμπίπτει με την «Interruption», στον χώρο μουσικών εκδηλώσεων, το Bataclan, κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας), αλλά η τομή με την κοινότοπη κανονικότητα, με την αδιατάρακτη παρακολούθηση εκ μέρους των θεατών μιας παράστασης. Εδώ, η παράσταση εκτρέπεται προς τη διαταραχή της, την υπονόμευσή της, προς τη μη συνηθισμένη ευόδωσή της, κι αυτό την καθιστά ξένη, παράξενη, αλλοδαπή, ένα γεγονός εικονικής προσφυγιάς, ξενόφερτης εισδοχής, η οποία δεν βρίσκει τόπο και τρόπο υποδοχής της εξαιτίας της ίδιας της ξενότητάς της, παραμένει άστεγη, αντιμετωπίζεται χωρίς οίκο, χωρίς άδεια κατοικίας και κατοίκησης, αμετάδοτη και, εν κατακλείδι, αναπόδεικτη, επειδή είναι ακανόνιστη, δηλαδή εκτός κανόνων, δεν ανήκει στην κυρίαρχη τάξη, στην κάθετη κλίμακα των αξιών και στην οριζόντια αλληλουχία των ηθών, στην οικεία πραγματικότητα, στους παγιωμένους θεσμούς και στην παραδεδεγμένη ηθική.
Η «Interruption» είναι μια ταινία, πιστεύω, ανήθικη, επειδή είναι παρεκκλίνουσα, κατ’ αρχάς διότι θέτει το ριζικό ερώτημα τι είναι το σινεμά, ιδίως σήμερα όπου η εικόνα έχει εξαντλήσει την εικόνα· έπειτα, διότι είναι ασυμβίβαστη με την τυπική νομιμότητα, και απαράδοτη διότι δεν κάνει παραχωρήσεις στα πανέτοιμα να δεχθούν και να αποδεχθούν το γνωστό μάτια. Παρά τα ηθελημένα ίσως κενά της, τις κάποιες ανεπεξέργαστες ιδέες, ορισμένες θεματολογικές και δραματουργικές ελλείψεις, προβάλλει την από πλάνο σε πλάνο αναπτυσσόμενη εικόνα μιας «διαστροφής», όπως την εννοεί ο Michel Foucault, δηλαδή μιας παράπλευρης, ασύμβατης, άνομης, παράνομης και απαράδεκτης ανθρωπότητας η οποία, είτε ως τρέλα είτε ως σεξουαλική διαφορά είτε ως οργανική ανωμαλία, εκπροσωπεί αλλά και δημιουργεί τις προϋποθέσεις του τι είναι ο καλλιτέχνη και ποιες οι ανάγκες του έργου τέχνης, με δυο λόγια η εξαίρεση.
Η ταινία του Γιώργου Ζώη είναι μια ταινία ξένη, όπου όμως εκείνο που εμφανίζεται αποξενωτικό στην ταινία είναι το άκρως ελληνικό, υπό την πολιτισμική έννοια του όρου, αφού αντιμετωπίζει και ανασκευάζει ευθέως και μαζί πλαγίως την κατ’ εξοχήν ελληνική έκφανση που είναι η τραγωδία.
Ως ξένη, η ταινία αυτή προτείνει, με τον τρόπο της, τη διανοητική παρέκκλιση, αλλά και μια ανορθόδοξη, εν σπέρματι ακόμη, κατεύθυνση, οι οποίες, με την επιπλέον καλλιέργεια του ύφους, θα προχωρήσουν, διαβλέπω, σε μια κινηματογραφική παραβατικότητα, πέρα από τους όποιους διαχωρισμούς, καταρρίπτοντας έτσι τα όρια αυτού του εικονοπλαστικού μέσου, του κινηματογράφου, καθιστώντας το εικονοκλαστικό.
Ολα αυτά έχουν απόλυτα θετικό πρόσημο, είναι, με τη σειρά τους, ένα σύνολο από ανορθόδοξους παράγοντες που συναρμολογούν ένα εξαιρετικά ελκυστικό για τον θεατή κινηματογραφικό εγχείρημα, αναμοχλεύουν προβληματισμούς σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο, φέρνουν στην επιφάνεια αντιδράσεις που συνήθως ο κινηματογράφος τις αποφεύγει ή τις αποτρέπει, κυρίως δίνει τη δυνατότητα οι δύο πλευρές που συναποτελούν την προβολή μιας ταινίας να βρεθούν σε κατάσταση ανταλλαγής και επικοινωνίας από την οποία βγαίνουν και οι δύο κερδισμένες.
Το σινεμά, για να κερδίσει σε επίπεδο εικόνας, θα πρέπει να προσφύγει στο νόημα, στη στοχαστική διάσταση, στην εμβρίθεια, στην αναφορικότητα και γενικώς στην πολιτιστική διαθεσιμότητα, κάνοντας έτσι τον θεατή μέτοχο αισθητικής και πνευματικής απόλαυσης.
Αυτό ακριβώς κάνει η ταινία «Interruption» του Γιώργου Ζώη.
Δείτε την.

HeliosPlus