Σε γρίφο για δυνατούς λύτες έχει εξελιχθεί η υπόθεση των stress tests στα οποία υποβάλλονται αυτή την περίοδο οι τέσσερις εγχώριοι συστημικοί όμιλοι (Τράπεζα Πειραιώς, Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Eurobank). Οι τραπεζικές διοικήσεις χαρακτηρίζουν «μαύρο κουτί» την όλη διαδικασία, η οποία σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές διεξάγεται αποκλειστικά στη Φρανκφούρτη από τον Μόνιμο Μηχανισμό Εποπτείας (Single Supervisory Mechanism –SSM), χωρίς την ενεργό συμμετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να εκτιμηθεί ούτε κατά προσέγγιση το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών που θα προκύψουν, παρότι έχει ήδη ολοκληρωθεί η αποστολή όλων των στοιχείων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) από τους ελληνικούς ομίλους. Οπως εξηγούν τραπεζικές πηγές, η Ευρωτράπεζα καλείται μέσω των ασκήσεων αντοχής να βρει μια ισορροπία, που από τη μία πλευρά να πείθει τις αγορές για την αξιοπιστία τους και από την άλλη να μην οδηγεί σε κρατικοποίηση του συστήματος.
Το ύψος των αναγκών σε συνδυασμό με τα κίνητρα που θα δοθούν στους ιδιώτες μετόχους για συμμετοχή στις επικείμενες αυξήσεις κεφαλαίου θα καθορίσει τη μετοχική σύνθεση του κλάδου. «Ο λογαριασμός της ανακεφαλαιοποίησης μπορεί άνετα να κινηθεί σε ένα μεγάλο εύρος, ανάμεσα στα 10 δισ. και στα 20 δισ. ευρώ, χωρίς τον κίνδυνο σοβαρής αμφισβήτησης των τεχνικών παραμέτρων της δοκιμασίας» σημειώνει έμπειρο τραπεζικό στέλεχος.
Οπως εξηγεί, όλα είναι θέμα παραδοχών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Αν η ΕΚΤ θέλει να διασφαλίσει τη φερεγγυότητα των τραπεζών στα πλέον δυσμενή για τη χώρα σενάρια, μπορεί να αυξήσει τις ανάγκες ακόμη και πάνω από τα 20 δισ. ευρώ. Μόνο τυχαία δεν είναι η κινητοποίηση βασικών μετόχων των ελληνικών τραπεζών τον τελευταίο μήνα, οι οποίοι ασκούν πίεση στη Φρανκφούρτη για την υιοθέτηση περισσότερο ήπιων σεναρίων για την ελληνική οικονομία.
Η καλύτερη του αναμενομένου πορεία των μακροοικονομικών μεγεθών σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις που διατυπώθηκαν για τις επιπτώσεις των capital controls αποτελεί ένα ισχυρό επιχείρημα. Η ΕΚΤ ωστόσο μπορεί να το αντικρούσει προβάλλοντας την αδυναμία του εγχώριου πολιτικού συστήματος να εφαρμόσει τα μνημόνια, οδηγώντας συνεχώς τα τελευταία χρόνια την οικονομία σε πισωγυρίσματα.
Πάντως, όπως επισημαίνουν αναλυτές, οι υψηλές κεφαλαιακές ανάγκες, ακόμη και αν αυτές κινηθούν πάνω από τα 15 δισ. ευρώ, δεν συνεπάγονται αναγκαστικά τη μη προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων. Οπως εξηγούν, σε αυτό το σενάριο, μπορεί να χάνουν οι υφιστάμενοι μέτοχοι, οι οποίοι αν δεν συμμετάσχουν στις αυξήσεις θα δουν τα ποσοστά τους να μειώνονται δραματικά, οι νέοι επενδυτές ωστόσο θα έχουν ισχυρό κίνητρο τοποθέτησης.
Και αυτό διότι θα εισέλθουν σε ένα θωρακισμένο τραπεζικό σύστημα, αποκτώντας μετοχές σε πολύ χαμηλές τιμές, με την προοπτική σημαντικών υπεραξιών αν η ανάπτυξη επιστρέψει σύντομα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



