Η ξαφνική –κυριολεκτικά εν μια νυκτί –απόφαση της κινεζικής κυβέρνησης να προχωρήσει στη μεγαλύτερη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος τα τελευταία περίπου 20 χρόνια ταρακούνησε τις παγκόσμιες αγορές. Η αίσθηση της ασφάλειας που ως τότε προσέδιδε σε επιχειρηματίες και επενδυτές εντός και εκτός της χώρας ο αυστηρός έλεγχος που ασκούσε η κεντρική τράπεζα της Κίνας στον καθορισμό της συναλλαγματικής αξίας του γουάν (ή ρένμινμπι, όπως είναι η επίσημη ονομασία του κινεζικού νομίσματος) άρχισε να αμφισβητείται εξαιτίας της κρατικής παρέμβασης και κυρίως λόγω του μυστηρίου που καλύπτει τις λεπτομέρειες της απόφασης (αιτίες, συνέπειες καθώς και μελλοντικές προθέσεις του κυβερνώντος κόμματος).
Χαμηλό ιστορικό ρεκόρ
Η υποτίμηση του γουάν παρέσυρε κι άλλα ασιατικά νομίσματα ενισχύοντας τις υποθέσεις για την έναρξη ενός «νομισματικού πολέμου». Το μαλαισιανό ρινγκίτ σημείωσε χαμηλό ιστορικό ρεκόρ, το δολάριο Σιγκαπούρης κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση του τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ στο ίδιο πνεύμα κινήθηκαν και το μαλαισιανό μπατ και το βιετναμέζικο ντονγκ.
Σε αντίθεση με το αμερικανικό δολάριο και τη βρετανική στερλίνα, η συναλλαγματική αξία του γουάν ελέγχεται σε μεγάλο βαθμό από τη Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας. Γι’ αυτό και πολλοί είναι εκείνοι που αποδίδουν την απόφαση της υποτίμησης του γουάν στον διοικητή της τράπεζας Ζου Ξιαοτσουάν. Ο ισχυρός άνδρας της κινεζικής οικονομίας, που βρίσκεται στο τιμόνι της κεντρικής τράπεζας της Κίνας για περισσότερο από τρεις δεκαετίες, εξακολουθεί να προσπαθεί να πείσει τους ηγέτες της χώρας για την αναγκαιότητα και τα πλεονεκτήματα της οικονομικής μεταρρύθμισης και η απόφαση υποτίμησης του νομίσματος λογίζεται ως το επιστέγασμα της μακράς σταδιοδρομίας του προς αυτή την κατεύθυνση. «Προετοιμάζει το έδαφος για ένα πιο ελεύθερο στις δυνάμεις της αγοράς γουάν που θα μπορεί να αμφισβητήσει το δολάριο ως αποθεματικό νόμισμα του κόσμου» γράφει χαρακτηριστικά ο βρετανικός Τύπος.
«Οι οικονομολόγοι εξέλαβαν την υποτίμηση ως πράξη απόγνωσης του καθεστώτος που αγωνίζεται να διατηρήσει τον στόχο οικονομικής ανάπτυξης στο 7%» γράφουν χαρακτηριστικά οι «Sunday Times».
Σε μια εξαιρετικά σπάνια και σύντομη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν στελέχη της Κεντρικής Τράπεζα της Κίνας σχετικά με την απόφαση παρέμβασης στη νομισματική ισοτιμία του γουάν υποστηρίχθηκε ένθερμα η άποψη της προσπάθειας ανάσχεσης της επιβράδυνσης της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη, ενώ παράλληλα έγινε προσπάθεια εφησυχασμού των παγκόσμιων αγορών που εξέφραζαν φόβους για μια παρατεταμένη υποτίμηση.
Ο αναπληρωτής διευθυντής της Υπηρεσίας Επενδύσεων του κινεζικού υπουργείου Οικονομίας Ζανγκ Γιουτσόνγκ δήλωσε ότι «στόχος της νομισματικής αυτής απόφασης είναι η ενίσχυση της οικονομίας, καθώς η αναπροσαρμογή του γουάν θα συμβάλει, μεταξύ άλλων, στην ενίσχυση των εξαγωγών». Σημειωτέον ότι άλλες μέθοδοι που εφαρμόστηκαν από την κινεζική κυβέρνηση στο παρελθόν, όπως η μείωση των επιτοκίων και η αύξηση μισθών, δεν μπόρεσαν να δώσουν την επιθυμητή ώθηση στη βραδυκίνητη οικονομία της χώρας.
Μείωση εξαγωγών
Το συνεχώς ανατιμούμενο γουάν έπληξε σημαντικά τους κινέζους εξαγωγείς, που είδαν τις παραγγελίες τους να μειώνονται, τα περιθώρια κέρδους να συρρικνώνονται και τους πελάτες τους να καταφεύγουν στους φθηνότερους ανταγωνιστές τους στο Βιετνάμ, στην Ινδονησία, στην Καμπότζη κ.α. Αντίθετα, συνεχίζει η βρετανική εφημερίδα, ένα πιο ασθενές νόμισμα θα διευκολύνει την εξαγωγική δραστηριότητα και θα κάνει τα κινεζικά προϊόντα πιο προσιτά για τους καταναλωτές σε όλον τον κόσμο.
Και μπορεί η υποτίμηση να έδωσε μια ανάσα ανακούφισης εντός της χώρας, αλλά δεν συνέβη το ίδιο και στο εξωτερικό. Αμερικανικοί και βρετανικοί επιχειρηματικοί κολοσσοί (όπως η BMW, η Apple, η Burberry, η Rolls Royce κ.ά.) είδαν τις μετοχές τους να χάνουν αξία και παράλληλα να αυξάνονται οι ανησυχίες τους για τις συνέπειες που θα είχε ένα αδύναμο γουάν στην πορεία των πωλήσεών τους στην κινεζική αγορά.
Αναδυόμενες αγορές
Πιέσεις νομισμάτων και εκροές κεφαλαίων
Στον απόηχο της υποτίμησης του κινεζικού γουάν, τα νομίσματα αναδυομένων αγορών σε μια σειρά χώρες όπως η Ρωσία, το Καζακστάν, η Νότια Αφρική και η Τουρκία βρέθηκαν σε κλοιό πιέσεων χάνοντας πάνω από 20% της αξίας τους. Ορισμένοι αναλυτές κάνουν λόγο για στροφή σε πιο ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες μετά και την κίνηση της Κίνας, που είναι και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας εμπορευμάτων.
Αναδυόμενες αγορές
Πιέσεις νομισμάτων και εκροές κεφαλαίων
Στον απόηχο της υποτίμησης του κινεζικού γουάν, τα νομίσματα αναδυομένων αγορών σε μια σειρά χώρες όπως η Ρωσία, το Καζακστάν, η Νότια Αφρική και η Τουρκία βρέθηκαν σε κλοιό πιέσεων χάνοντας πάνω από 20% της αξίας τους. Ορισμένοι αναλυτές κάνουν λόγο για στροφή σε πιο ευέλικτες συναλλαγματικές ισοτιμίες μετά και την κίνηση της Κίνας, που είναι και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας εμπορευμάτων.
Η επιβράδυνση της οικονομίας της Κίνας και η υποτίμηση του νομίσματός της έχουν αυξήσει μάλιστα το ρίσκο για μια σειρά αναδυόμενες οικονομίες, τις αποκαλούμενες από τους αναλυτές και ως «προβληματικές δέκα». Η λίστα περιλαμβάνει τις ασιατικές οικονομίες της Σιγκαπούρης, της Νότιας Κορέας, της Ταϊβάν και της Ταϊλάνδης μαζί με τη Βραζιλία, τη Χιλή, την Κολομβία, το Περού, τη Ρωσία και τη Νότια Αφρική.
Καθώς η Κίνα αναπτυσσόταν με ρυθμό 10% τα προηγούμενα χρόνια, η ζήτηση για εμπορεύματα και μεταποιημένα αγαθά έδινε ώθηση στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της Ασίας, με αποτέλεσμα πολλά προβλήματα να «κρύβονται κάτω από τα χαλί». Ωστόσο τώρα τα πράγματα μεταβλήθηκαν.
Διπλάσιο ποσό
Οι εκροές μάλιστα κεφαλαίων από τις αναδυόμενες αγορές αγγίζουν το 1 τρισ. δολάρια τους τελευταίους μήνες. Το ποσό αυτό είναι διπλάσιο από τα 480 δισ. δολάρια που τις εγκατέλειψαν κατά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση τη διετία 2008-2009 και περίπου τα μισά από τα κεφάλαια που τοποθέτησαν οι επενδυτές από τον Ιούλιο του 2009 ως τα τέλη Ιουνίου του 2014. Η τάση εντείνεται από την υποτίμηση του γουάν, καθώς και την προσδοκία των επενδυτών για μια επικείμενη αύξηση των επιτοκίων του δολαρίου από τη Fed, με αποτέλεσμα τη μεγάλη πτώση των τιμών των εμπορευμάτων.
Εν τω μεταξύ, πάνω από τα 3 δολάρια βρέθηκε για πρώτη φορά η τουρκική λίρα καθώς αυξάνονται τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα στη χώρα. Οι απώλειές της από την αρχή του έτους ξεπερνούν το 22%, απώλειες που έχουν όμως τις ρίζες τους κατά κύριο λόγο στις εγχώριες εξελίξεις. Οι επενδυτές εκτιμούν ότι η Τουρκία δεν είναι διατεθειμένη να αυξήσει τα επιτόκια ως την πρώτη αύξηση από τη Fed ώστε να ανακόψει την αποδυνάμωση της λίρας. Η λίρα καταγράφει την τρίτη χειρότερη επίδοση εφέτος μεταξύ των νομισμάτων των αναδυόμενων αγορών μετά το πολιτικό αδιέξοδο και την κλιμάκωση των επιθέσεων στην Κωνσταντινούπολη και αλλού τους προηγούμενους μήνες.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ