O κεντρικός ρόλος του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο ελληνικό δράμα ερμηνεύθηκε και ερμηνεύεται σχεδόν αποκλειστικά με οικονομικούς όρους. Με άλλα λόγια, ο «άρχοντας της Βιλχελμστράσε» βρίσκεται μετωπικά απέναντί μας επειδή η Ελλάδα δεν είναι συμβατή με το δημοσιονομικό του όραμα για την ευρωζώνη. Ουδείς ψόγος. Ούτε ο μέσος οικονομολόγος ούτε ο μέσος πληροφορημένος πολίτης έχουν την υποχρέωση να υποψιάζονται έναν Μέτερνιχ εκεί που κατά τα φαινόμενα υπάρχει μόνο ένας αυστηρός λογιστής. Αυτή την αίσθηση άλλωστε καλλιεργούν επίσημες τοποθετήσεις, όπως αυτή της προέδρου της Επιτροπής Προϋπολογισμού της γερμανικής Βουλής, η οποία ερωτώμενη πρόσφατα («Το Βήμα» 28.6.2015) αν υπάρχει σχίσμα μεταξύ Μέρκελ και Σόιμπλε σχετικά με το ελληνικό ζήτημα απάντησε: «Υπάρχει σίγουρα μια διαφορά. Η καγκελάριος θέλει να διατηρήσει την Ενωμένη Ευρώπη που της κληροδότησε ο Χέλμουτ Κολ, ο Σόιμπλε έχει περισσότερο στο στόχαστρο τη δημοσιονομική πολιτική».
Εξάλλου με τον ίδιο τρόπο μοιάζει να βλέπουν τον οικονομικό υπουργό τους επτά στους δέκα Γερμανούς: ο Σόιμπλε είναι η τέλεια αρσενική ενσάρκωση της παροιμιώδους «νοικοκυράς της Σουηβίας» η οποία καθομολογεί λιτό βίο, έχει σε απαρέγκλιτη τάξη το σπιτικό της, δεν δανείζεται αν δεν μπορεί να εξοφλήσει τα χρέη της, δεν δίνει του αγγέλου της νερό προκειμένου να αποφύγει περιττά ξοδέματα και απεχθάνεται τις κυράτσες της γειτονιάς που δεν είναι ανασκουμπωμένες στο ίδιο θεάρεστο καθήκον. Ο,τι άλλο και αν δεν κατάλαβε στη διάρκεια του πεντάμηνου «one man show» στα ευρωπαϊκά λημέρια ο κ. Γιάνης Βαρουφάκης, τούτο τουλάχιστον το κατάλαβε σωστά: ότι δηλαδή ο τεύτων πρώην ομόλογός του είναι ο μόνος στο Eurogroup που διαθέτει συγκροτημένη σκέψη και συντεταγμένο σχέδιο.
Παλιοί δαίμονες
Δεν ξέρω αν ο πρώην υπουργός μιλάει κι αυτός με καθαρά οικονομικούς όρους ή αν, κατά την εκτίμησή του, το «συντεταγμένο σχέδιο» του Σόιμπλε έχει αφανείς ρίζες στις ευρύτερες πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις του τελευταίου. Εν πάση περιπτώσει, το τι ακριβώς ξέρει και φοβάται ο κ. Βαρουφάκης ενδέχεται να το μάθουν πρώτοι, και με αδρό αντίτιμο, οι μελλοντικοί ακροατές του σε κάποιο πανεπιστημιακό ενδιαίτημα της Αμερικής. Ωστόσο, μέχρι τότε ας επιτραπεί στον ταπεινό ερασιτεχνισμό μας να επισημάνει άκρως ενδεικτικά το περίγραμμα μιας αφήγησης όπου ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε εμφανίζεται όχι με τις πληκτικές μανσέτες του χλωμού λογιστή αλλά με την παραδοσιακή σκευή (φτερωτό καπέλο, στιβαρές τιράντες, κοντοπαντέλονο κ.λπ.) του ροδαλού Τεύτονα.
Μετά την κατάρρευσή της στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο, η διχοτομημένη Γερμανία της Δύσης κρατήθηκε, έξωθεν και έσωθεν, σε ένα είδος ενοχικής καταστολής. Το δόγμα «κανένας πειραματισμός» (Keine Experimente) του Αντενάουερ, ρητά ή υπόρρητα, έπρεπε να δρα, μεταξύ άλλων, και ως συμπεφωνημένο κατευναστικό για όλους εκείνους τους ακραιφνώς γερμανικούς δαίμονες που επέμεναν να αναψηλαφούν την ιστορική «μοίρα-προορισμό» του γερμανικού έθνους και που είχαν τη μήτρα τους στον πυρακτωμένο πυρήνα του γερμανικού Ιδεαλισμού-Ρομαντισμού. Κατά τη διάρκεια του σιωπητηρίου κωφώθηκαν, τουλάχιστον στον δημόσιο λόγο της νέας δημοκρατικής Γερμανίας, οι κραυγές για τη γερμανική «ειδική περίπτωση» (Sonderfall) και τη ζωτικά κεντρική θέση της χώρας στην Ευρώπη (Mittelage). Με την επανένωση, ο Χέλμουτ Κολ διαφοροποίησε κάπως την αγωγή, αφήνοντας μια Γερμανία που δοκίμαζε τώρα τους εύρωστους οικονομικούς μυώνες της να αρκείται στον Ersatz «εθνικισμό του γερμανικού μάρκου».
Αλλά με τον πανηγυρικό κρότο της επανένωσης κάποιοι από τους παλιούς δαίμονες, χωρίς ακριβώς να ξυπνήσουν, φαίνεται ότι άλλαξαν πλευρό στον ύπνο τους. Και ο ύπνος τους έγινε ακόμη πιο ανήσυχος όταν η παλιά, γνώριμη αγαπημένη, το Βερολίνο, ζήτησε πίσω τα ιστορικά δικαιώματά της από τη Βόννη. Παράλληλα πήραν σχήμα ομόκεντροι και επάλληλοι κύκλοι «μιας συντηρητικής επανάστασης» που εξορκίζει μεν τους Νεοναζί, ομνύει στη φιλελεύθερη ευρωπαϊκή συναίνεση αλλά ξαναρωτάει, όχι και τόσο αισχυντηλά, «Was ist Deutsch?» (τι σημαίνει το να είσαι Γερμανός, ποια είναι η ταυτότητα του «γερμανικού;»). Θα ήταν προφανώς ασύμμετρο και άδικο να πούμε ότι οι εν λόγω κύκλοι καταγίνονται με το ξύπνημα των δαιμόνων, δεν δυσωπούνται ωστόσο να δηλώσουν ότι επιθυμούν την αφύπνιση των «ξεχασμένων παιδιών της συντηρητικής επανάστασης», όπως ρητά το διατυπώνει ο τίτλος που έδωσε σε ένα βιβλίο του (1994) βουλευτής της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU).
Η πατρίδα
Από τα πιο εύρωστα και ζωηρά παιδιά αυτής της υπόθεσης ήταν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Πέρασαν σχεδόν τριάντα χρόνια από τότε που ο τελευταίος όρισε το έθνος ως «κοινότητα προστασίας και πεπρωμένου» αλλά όποιος έχει και αμυδρή ιδέα για το αβάσταχτο φορτίο του όρου Schicksal (πεπρωμένο) στο ιστορικό σημειωτικό σύστημα των Γερμανών δύσκολα θα ακούσει ή θα διαβάσει τον ορισμό χωρίς κάποιον στομαχικό σπασμό –που μάλλον θα ενταθεί όταν πληροφορηθεί (βλ. Ρίτσαρντ Γουόλιν, Η Γοητεία του Ανορθολογισμού, 2004) τις αντιλήψεις που, στην ακμαία νεανική του φάση, υιοθετεί ο Σόιμπλε για την πατρίδα (Heimat) ως ζωτική εστία «ιδεών, προτιμήσεων και αντιπαθειών (sic) που διέπουν όλες τις σχέσεις της».
Οχι, τα παιδιά της «συντηρητικής επανάστασης» δεν οραματίζονται ακριβώς την αναχαίτιση της δυτικής φιλελεύθερης στροφής που συντελέστηκε με την ακμαία Δημοκρατία της Βόννης. Και η ενωμένη Γερμανία έχει σε πλήρη λειτουργία τους ελέγχους και τις εξισορροπήσεις μιας έμπεδης δημοκρατικής πολιτείας. Αλλά ποιος θα μου δώσει όλο το άδικο αν πίσω από το ημιτελές μειδίαμα του Σόιμπλε και τους ειρωνικούς ιριδισμούς του, καθώς αναλογίζεται την αντιμετάθεση Ελλάδας και Πουέρτο Ρίκο (χωρίς ακριβώς να αστειεύεται…) ακούω, με βαγκνερική υπόκρουση, κάτι από εκείνο το αφυπνισμένο ζωηρό παιδί μιας άλλης Γερμανίας;
Και, κυρίως, ποιος θα μου δώσει άδικο αν κάνω μελαγχολικές σκέψεις για την πολιτική διορατικότητα του πρωθυπουργού, ο οποίος απέναντι σ’ αυτόν τον «συντεταγμένο» Γερμανό απέστειλε έναν αυτοερωτύλο «γητευτή» που έκανε διακοπές στον μαρξισμό, φιλοτεχνούσε λυρικές μεταφορές και ζητούσε από τον γερμανό ομόλογό του να επιδοθεί μαζί του σε συγχρονική κολύμβηση στον γιαλό της δημιουργικής ασάφειας;
Το απόλυτο κόστος αυτού του «λεβέντικου» ερασιτεχνισμού το γλιτώσαμε, ως φαίνεται, μεσάνυχτα και κάτι της περασμένης Κυριακής. Ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε το παράκανε όσο χρειαζόταν για να υπενθυμίσει ότι η Γερμανία δεν είναι μόνο «η χώρα των ιδεών» (όπως διατρανώνουν περήφανα εκατοντάδες απλωμένα πανό στην πατρίδα του) αλλά και των έμμονων ιδεών. Και η ελληνική κυβέρνηση, όποια κι αν είναι την ώρα που θα διαβάζονται τούτες οι γραμμές, ας έχει στο πίσω μέρος του μυαλού της ότι οι δαίμονες που πολιορκούν το παρόν και το μέλλον μας είναι μεν κυρίως αριθμητικοί αλλά ίσως και όχι μόνο.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας του ΑΠΘ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ