Το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου αποτέλεσε μιαν αιφνιδιαστική κίνηση, η οποία λειτούργησε για να φέρει μια επαναβεβαίωση της στήριξης της κοινωνίας στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Οσο και εάν επιχειρήθηκε από την αντιπολίτευση το δημοψήφισμα να μεταφραστεί ως ένα εισιτήριο παραμονής ή εξόδου από το ευρώ, ο Αλέξης Τσίπρας κατόρθωσε να προσπεράσει με τη ρητορική του και την παρουσία του αυτή τη μετάφραση και να πετύχει μια ενδυναμωμένη ψήφο στήριξης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ανέπτυξε μετεκλογικά μια δυναμική, η οποία ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί από την αντιπολίτευση, ακόμη και σε συνθήκες πλήρους οικονομικής ασφυξίας, όπως είναι η σημερινή.
Η σημαντική πλειοψηφία, η οποία ακολουθεί τις πολιτικές κινήσεις του Πρωθυπουργού και η οποία έφθασε έως και το 61% του εκλογικού σώματος στο δημοψήφισμα, αποτελεί έναν σύνθετο πόλο προς ανάλυση των ποιοτικών του χαρακτηριστικών. Η πολυπλοκότητα της ερμηνείας ξεκινά ήδη από τον τρόπο με τον οποίο διευρύνθηκε από την αρχή η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα πολιτικό κόμμα, το οποίο αντιστέκεται σε κάθε παραλληλισμό με προηγούμενα ή υπάρχοντα κόμματα του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Η ρητορική του σπάνια περιορίζεται και αποδέχεται την πολιτική μετριοπάθεια, την αναγνώριση της συνέχειας του κράτους και της κυβερνητικής πολιτικής στη χώρα, καθώς και το υφιστάμενο οικονομικό και γεωπολιτικό status quo. Το γεγονός αυτό απαιτεί μια σύνθετη ανάλυση ώστε να επεξηγηθεί ποιο είναι το εκλογικό κίνητρο το οποίο προσέφερε τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού και το οποίο η πλειοψηφία αποδέχθηκε, απορρίπτοντας το λοιπό κομματικό σύστημα.
Η στάση της πλειοψηφίας την προηγούμενη Κυριακή, η οποία απέρριψε τον ρεαλιστικό φόβο της οικονομικής κατάρρευσης που υποδηλωνόταν ευθέως στο «Οχι» του δημοψηφίσματος, μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις παρακάτω συνθήκες, οι οποίες περιγράφουν ουσιαστικά την πολυδιάστατη ανάγνωση του ΣΥΡΙΖΑ από την κοινωνία.
Αρχικά το «Οχι» αποτελεί για πολλούς το πολιτικό αποτέλεσμα της κόπωσης απέναντι σε μια τεχνοκρατική οικονομική πολιτική, η οποία βασίζεται στη λιτότητα και παράγει δυσνόητα, για την ευρεία πλειοψηφία, οικονομικά αποτελέσματα. Επίσης το «Οχι» μεταφράζεται ως ένας αναπροσδιορισμός ή μια επανεμφάνιση της πολιτικής θέσης πολλών σε σχέση με τη συνειδητή επιθυμία να επιστρέψει η Ελλάδα σε εθνικό νόμισμα, να αναδειχθεί η σημασία της εθνικής ταυτότητας και να απορριφθεί η οικονομική ένωση.
Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ακόμη ότι η συνέχεια της στήριξης στον Αλέξη Τσίπρα δικαιολογείται και ως μια τελευταία απόπειρα να διατηρηθεί και να μην τερματιστεί απότομα «η ελπίδα» για την οποία εξαρχής προσήλθε ο πολίτης σε αυτόν τον κομματικό χώρο. Τέλος, η δυναμική της αποδοχής της κυβερνητικής θέσης στο δημοψήφισμα αποτελεί πλέον την οριστική απόρριψη του παλαιού κομματικού συστήματος και ιδιαίτερα όσων αντιστέκονται στη μετεξέλιξή του.
Η κυρία Βένη Μουζακιάρη είναι υποψήφια διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ