Την περασμένη Πέμπτη, λίγο προτού το ρολόι σημάνει δώδεκα στις Βρυξέλλες, οι χρηματοπιστωτικές αγορές ξεφύσησαν με ανακούφιση, καθώς η Ελλάδα τήρησε τη διορία για αποστολή μιας λεπτομερούς πρότασης μεταρρυθμίσεων για να πείσει τους πιστωτές της να απελευθερώσουν κεφάλαια για τη διάσωσή της ώστε να αποτραπεί το «Grexit», αλλά ενδεχομένως και η απειλή της καταστροφής του μεταπολεμικού σχεδίου της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Οι αγορές αντέδρασαν θετικά στη «συνθηκολόγηση», όπως την ονόμασαν, της Ελλάδας, καθώς τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια και το ευρώ σημείωσαν άνοδο, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας υποχώρησαν, με τις τιμές των ελληνικών τίτλων να σημειώνουν ράλι και τις αποδόσεις να υποχωρούν ως και 2.400 μονάδες βάσης. «Μπορεί (οι αγορές) να προεξοφλούν συμφωνία, αλλά ο κίνδυνος για το επόμενο διάστημα αφορά την εκτέλεσή της» σχολίασαν διαχειριστές επενδυτικών κεφαλαίων.

Τι μπορεί να πάει στραβά


«Η υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων του τρέχοντος πακέτου διάσωσης από τον Πρωθυπουργό δεικνύει μια θεμελιώδη αλλαγή στάσης από τον Αλέξη Τσίπρα, ενώ θα είναι πια πολύ δύσκολο για τον ίδιο να υποστηρίξει στο μέλλον αξιόπιστα ακραίες απόψεις» σχολίασε ο Giovanni Zanni, οικονομολόγος της Credit Suisse, ο οποίος αναρωτιέται σε σημείωμα της τράπεζας τι μπορεί να πάει στραβά. Ενας κίνδυνος, υποστηρίζει, έχει να κάνει με την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μην επαρκούν τα προτεινόμενα μέτρα και ενδεχομένως να χρειάζεται κάποια μορφή αναδιάρθρωσης του προφίλ του χρέους.
Εξάλλου, για τη δανειοδότηση από το ESM, απαιτείται ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους της χώρας που αιτείται πρόγραμμα διάσωσης. Ο πολιτικός κίνδυνος στο εσωτερικό παραμένει επίσης στο τραπέζι, αν και προς το παρόν με την υποστήριξη των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων ο Τσίπρας μπορεί να περάσει όποια συμφωνία θέλει.
Από την άλλη, αρκετές χώρες έχουν εκφράσει τον σκεπτικισμό τους προς την ικανότητα και την προθυμία της Ελλάδας να προχωρήσει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις την ώρα που τουλάχιστον έξι μέλη της ευρωζώνης θα πρέπει να εγκρίνουν τη συμφωνία από το Κοινοβούλιό τους.
Το τραπεζικό σύστημα


Πάντως το ESM μπορεί να στηρίξει το ελληνικό αίτημα αν συμφωνήσουν οι χώρες που το ειδικό βάρος τους στο ταμείο διάσωσης αντιπροσωπεύει το 85%. Επιπλέον, στο επίκεντρο θα βρεθεί και το οξύ πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος. Ορισμένοι αναμένουν συγχωνεύσεις τραπεζών σε τρεις ή δύο, ενώ κάποιοι θεωρούν πως μπορεί να μην αποφευχθεί τελικά κάποιο «κούρεμα» καταθέσεων, καθώς τα κεφάλαια που θα απαιτηθούν για την ανακεφαλαιοποίησή τους μπορεί να κυμανθούν σε 15-20 δισ. ευρώ.
Η κυβέρνηση έδειξε την πρόθεσή της πραγματοποιώντας σημαντικές υποχωρήσεις, αναφέρει σε σημείωμά του ο Γιώργος Σαραβέλος, στρατηγικός αναλυτής της Deutsche Bank, θεωρώντας πως η συμφωνία παραμένει πιο πιθανή πια από το Grexit. Οι νέες ελληνικές δεσμεύσεις ακολουθούν, αναφέρει, το πνεύμα της πρότασης Γιούνκερ πριν από την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων.
Οι δημοσιονομικοί στόχοι είναι ίδιοι και το προτεινόμενο μείγμα δημοσιονομικής εξυγίανσης έχει μεταφερθεί από τις αυξήσεις φόρων στην περικοπή δαπανών, όπως απαιτούσαν οι πιστωτές. Υπάρχουν ακόμη διαφορές όσον αφορά τις δεσμεύσεις γύρω από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ παραμένει ασαφές αν οι θεσμοί θα γίνουν πιο απαιτητικοί λόγω της επιδείνωσης της οικονομίας.
Ο Mark Wal, επικεφαλής οικονομολόγος για την Ευρώπη της Deutsche Bank, εκτίμησε πως αν επιτευχθεί τελικά συμφωνία η ΕΚΤ θα αυξήσει αρχικώς (μέτρια) τον ELA.
Η αντίθετη πρόβλεψη


Μπορεί για τη Royal Bank of Scotland μια έξοδος της χώρας από το ευρώ να μην αποτελεί πλέον το βασικό της σενάριο, εν τούτοις ο Willem Buiter, επικεφαλής οικονομολόγος της Citigroup και νονός του όρου «Grexit», προχώρησε σε μια αντίθετη πρόβλεψη. Ενώ θεωρούσε πιο πιθανό σενάριο την παραμονή της χώρας στο ευρώ, τώρα προβλέπει πως μια έξοδος είτε βραχυπρόθεσμα (στους επόμενους μήνες) είτε μεσοπρόθεσμα (σε ένα-τρία χρόνια) συγκεντρώνει πια περισσότερες πιθανότητες.
Για τον ίδιο, η χώρα θα μπορούσε να αποτρέψει το Grexit αν επιτευχθεί αναζωογόνηση της ανάπτυξης μέσω ενός συνδυασμού ελάφρυνσης του χρέους, νέας χρηματοδότησης, αλλά και μεταβολής των πολιτικών συσχετισμών. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ενισχύσει τη δημοσιονομική πειθαρχία και να επιτρέψει τις βαθιές όσο και απαραίτητες μεταρρυθμιστικές τομές.
Εναλλακτικά θα μπορούσε επίσης η χώρα να παραμείνει στον προθάλαμο της ευρωζώνης (ή και της ΕΕ), με περιορισμένη χρηματοδότηση που θα οδηγήσει τελικά στην απόλυτη οικονομική παρακμή και στην πολιτική αστάθεια, με τους νέους και εξειδικευμένους πολίτες της να συνεχίζουν να αναζητούν διέξοδο στο εξωτερικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ