Ομελέτα χωρίς αβγά. Κάπως έτσι θα φάνταζε στα μάτια οποιουδήποτε φιλόμουσου το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ χωρίς τη συμμετοχή της Φιλαρμονικής της Βιέννης. Και όχι άδικα: η διάσημη ορχήστρα αποτελεί τη «ραχοκοκαλιά» της διοργάνωσης… Οταν λοιπόν προ διετίας αρμόδια χείλη παραδέχθηκαν δημοσίως το ενδεχόμενο μη ανανέωσης του συμβολαίου του συνόλου πέραν του 2016, κάποιοι φοβήθηκαν ότι τα θεμέλια του ιστορικού θεσμού τρίζουν και τον απειλούν με διάλυση… Ηταν όμως πράγματι έτσι; Οι κλυδωνισμοί μιας εποχής αλλαγών σε όλους τους τομείς όπως αυτή που διανύουμε είναι τόσο έντονοι ώστε να διαλύσουν μια αδιάλειπτη σχέση η οποία μετρά σχεδόν έναν αιώνα;
Οι ψυχραιμότεροι διέκριναν στην «απειλή» αυτή από πλευράς της ορχήστρας μια κίνηση wτακτικής ώστε να επιτευχθούν ευνοϊκότεροι όροι συνεργασίας στο μέλλον, είτε οικονομικοί –με δεδομένες τις «σειρήνες» νέων αγορών όπως η Κίνα, η Νότια Αμερική ή η Νότια Αφρική –είτε καλλιτεχνικοί: μεγαλύτερη συμμετοχή, ας πούμε, στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ. Το σύνολο των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν όμως είναι ενδεικτικά του γενικότερου προβληματισμού τόσο ως προς τον χαρακτήρα όσο και ως προς το παρόν και κυρίως το μέλλον των μεγάλων ευρωπαϊκών φεστιβάλ στην εποχή της κρίσης. Εν προκειμένω, οι συχνές εναλλαγές διευθυντών με αποτέλεσμα την αδυναμία χάραξης μεσοπρόθεσμης, έστω, στρατηγικής, αλλά και η μεγάλη αύξηση του αριθμού των εκδηλώσεων, έτσι ώστε κάποιοι να θεωρούν ότι «θολώνει» η φυσιογνωμία της διοργάνωσης, είναι δύο μόνο από τα θέματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά το Σάλτσμπουργκ. Ολα αυτά βέβαια δεν είναι ασύνδετα με τα οικονομικά του Φεστιβάλ: παρότι οι χορηγοί δεν λείπουν, η κρατική επιχορήγηση –ύψους 13 εκατ. ευρώ περίπου –δεν έχει αυξηθεί από το 1999…
Αφέντες και δούλοι επί σκηνής
Το Σάλτσμπουργκ είναι η γενέτειρα του Μότσαρτ και αυτό στάθηκε καταλυτικό. Ηδη από το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα οι κάτοικοι της πόλης προσπάθησαν να διοργανώσουν ένα φεστιβάλ προς τιμήν του διάσημου συμπολίτη τους και έγιναν διάφορες προσπάθειες σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν ευοδώθηκαν παρά στις 22 Αυγούστου 1920, όταν δηλαδή έγινε η επίσημη έναρξη της διοργάνωσης χάρη στις προσπάθειες πέντε διακεκριμένων αλλά πολύ διαφορετικών μεταξύ τους προσώπων: του δραματουργού Ούγκο φον Χόφμανσταλ, του συνθέτη Ρίχαρντ Στράους, του σκηνογράφου Αλφρεντ Ρόλερ, του αρχιμουσικού Φραντς Σαλκ και του σκηνοθέτη Μαξ Ράινχαρντ.
Παρ’ όλο που η διοργάνωση εμπνεύστηκε από τον Μότσαρτ και οι όπερές του περιλαμβάνονται σταθερά στο πρόγραμμα, ουδέποτε –με εξαίρεση ίσως την επετειακή χρονιά το 2006 –εστίασε αποκλειστικά σε αυτόν. Ο Μπετόβεν, ο Βέρντι, ο Στράους, ο Βάγκνερ και ο Ντονιτσέτι είναι μερικοί μόνο από τους συνθέτες τα έργα των οποίων παρουσιάζονται τακτικά στο Φεστιβάλ. Και αυτό για λόγους βασικά πολιτικούς και ιστορικούς: η έναρξη έγινε έναν μόλις χρόνο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο βασικός σκοπός της ήταν να «θεραπεύσει» τις πληγές της Αυστρίας αλλά και να συμβάλει στην επανάκτηση της πολιτιστικής της ανάπτυξης. Η διοργάνωση συνέχισε την ανοδική της πορεία ως την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία το 1938. Την εποχή εκείνη πολλοί καλλιτέχνες που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην αίγλη του Φεστιβάλ –ανάμεσά τους ο θρυλικός αρχιμουσικός Αρτούρο Τοσκανίνι – αρνήθηκαν τις προσκλήσεις συμμετοχής ως ένδειξη διαμαρτυρίας στο Γ’ Ράιχ. Ακολούθησε μια εποχή παρακμής, ως τη διακοπή των εκδηλώσεων το 1943, ώσπου δύο χρόνια αργότερα το Φεστιβάλ επανέκαμψε ως φόρουμ έκφρασης διανοουμένων και καλλιτεχνών οι οποίοι αναζητούσαν μια νέα αρχή μεταπολεμικά…
Η ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης από τον θρυλικό Χέρμπερτ φον Κάραγιαν – τον διασημότερο, μετά τον Μότσαρτ, γόνο της πόλης –το 1956 ήταν αναμφίβολα μια ιδιαίτερη στιγμή στην ιστορία της διοργάνωσης. Η διαδοχή –μετά τον θάνατό του το 1989 –από τον Ζεράρ Μορτιέ σήμανε μια περίοδο ανανέωσης αλλά και έντονων αντεγκλήσεων. Από το 2001 και μετά όμως η εναλλαγή διευθυντών μάλλον αδυνατεί να αποτυπώσει κάποιο ιδιαίτερο στίγμα. Το Φεστιβάλ παραμένει μία από τις κορυφαίες θερινές διοργανώσεις με επίκεντρο την όπερα και τη λεγόμενη κλασική μουσική, τα εισιτήρια κινούνται σε εντυπωσιακά επίπεδα εξυπηρετώντας διεθνές κοινό, δεν λείπουν όμως ο προβληματισμός, οι αντεγκλήσεις και οι γκρίνιες.
Οσο για το εφετινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ θα διεξαχθεί μεταξύ 18 Ιουλίου και 30 Αυγούστου και στο επίκεντρό του βρίσκεται μια σειρά από δίπολα που επιχειρούν να καταδείξουν την προσπάθεια της διοργάνωσης να συνδιαλεχθεί με τις κοινωνικές ανησυχίες και εξελίξεις: αφέντες και δούλοι, ισχυροί και αδύναμοι, καταπίεση και διαμαρτυρία. «Το να συμφιλιώσεις τους ανθρώπους με αυτού του είδους τις ανισότητες οι οποίες είναι αναγνωρίσιμες όχι μόνο στον πλούτο και στη φτώχεια αλλά ακόμη και στις πιο προσωπικές σχέσεις είναι μια πρόκληση τόσο έντονη όσο και ανεπίλυτη μέσα στους αιώνες» σημειώνει χαρακτηριστικά η πρόεδρος του Φεστιβάλ Χέλγκα Ραμπλ Στάντλερ στο εισαγωγικό της σημείωμα. Οι «Γάμοι του Φίγκαρο» του Μότσαρτ, η «Νόρμα» του Μπελίνι, η «Ιφιγένεια στην Ταυρίδα» του Γκλουκ, ο «Τροβατόρε» του Βέρντι είναι μερικές μόνο από τις όπερες που θα παρουσιαστούν εφέτος και εντάσσονται στη σχετική θεματική.
Βάγκνερ μόνη στο Μπαϊρόιτ
Το 2015 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κομβική χρονιά για το περίφημο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ. Το εφετινό καλοκαίρι θα σημάνει το τέλος της συνδιεύθυνσης των δύο ετεροθαλών αδελφών Βάγκνερ: της 70χρονης πλέον Εύα Βάγκνερ-Πασκιέ και της 38χρονης Καταρίνα Βάγκνερ. Η πρώτη έχει από καιρό ανακοινώσει την πρόθεσή της να αποσυρθεί αφήνοντας τα ηνία στη δεύτερη, η θητεία της οποίας έχει ήδη ανανεωθεί ως το 2020…
Οι ενδοοικογενειακές ίντριγκες των επιγόνων του συνθέτη ο οποίος ίδρυσε το 1876 το Φεστιβάλ θα μπορούσαν κάλλιστα να τροφοδοτήσουν το λιμπρέτο μιας σύγχρονης όπερας. Ωστόσο από το 2008, όταν δηλαδή το «τιμόνι» ανέλαβαν από κοινού οι δύο αδελφές (οι οποίες διαδέχθηκαν τον πατέρα τους Βόλφγκανγκ Βάγκνερ, εγγονό του συνθέτη, που διηύθυνε το Φεστιβάλ με «σιδερένιο χέρι» για περισσότερα από 50 χρόνια), φαίνεται πως έχει αποκατασταθεί κλίμα ηρεμίας, παρ’ όλο που οι κατά καιρούς αναταράξεις δεν έχουν λείψει. Σε αυτές εντάσσονται βέβαια και οι αντιδράσεις που παραδοσιακά προκαλούν αυτές καθαυτές οι παραγωγές…
Από την πλευρά της η Καταρίνα Βάγκνερ –η οποία αποτελεί και το «πρόσωπο» της διοργάνωσης προς τα έξω –δεν έχει κρύψει την επιθυμία της για ριζοσπαστικές αλλαγές: η επώδυνη «αναμέτρηση» με το σκοτεινό παρελθόν του Φεστιβάλ (της σχέσης μελών της οικογένειας Βάγκνερ με το ναζιστικό καθεστώς) θεωρήθηκε βήμα τολμηρό. Η 38χρονη σκηνοθέτρια έχει στο πρόσφατο παρελθόν ανακοινώσει την επιθυμία της να διεξαχθεί εμπεριστατωμένη ιστορική έρευνα επ’ αυτού, αναζητώντας μάλιστα ιδιώτες χορηγούς προκειμένου να τη χρηματοδοτήσουν. Το «άνοιγμα» στην τεχνολογία αλλά και το ενδεχόμενο να ενταχθούν στο Φεστιβάλ έργα και άλλων συνθετών πλην του Βάγκνερ –γεγονός το οποίο έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους κόλπους των φανατικών φίλων του συνθέτη –έχουν επίσης συνδεθεί με το όνομά της.
Η εφετινή διοργάνωση –η πρεμιέρα της οποίας αποτελεί κοσμικό γεγονός, με τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ να δίνει κατά κανόνα το παρών –θα διεξαχθεί μεταξύ 25 Ιουλίου και 28 Αυγούστου. Στο πλαίσιό της ξεχωρίζει η νέα παραγωγή της αριστουργηματικής όπερας «Τριστάνος και Ιζόλδη» σε σκηνοθεσία της ίδιας της Καταρίνα Βάγκνερ, η οποία θα παρουσιαστεί υπό τον άτυπο μουσικό διευθυντή της διοργάνωσης Κρίστιαν Τίλεμαν. Εντονο ενδιαφέρον όμως έχει ήδη εκδηλωθεί για τη νέα παραγωγή του «Πάρσιφαλ», η οποία θα παρουσιαστεί το καλοκαίρι του 2016 σε σκηνοθεσία του «τρομερού» παιδιού Γιόναθαν Μέεσε. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Τύπου, το εν λόγω ανέβασμα αναμένεται να κάνει την προηγούμενη παραγωγή του ίδιου έργου –σε σκηνοθεσία Κρίστοφ Σλίνγκενσιφ – να μοιάζει με… «παιδικό περίπατο στο πάρκο». Ο Μέεσε είναι γνωστός για τη χρήση ναζιστικών συμβόλων στις παραστάσεις του, γεγονός το οποίο εύλογα προκαλεί πολλές συζητήσεις…
Ο Τοσκανίνι και τα λεωφορεία
Μπορεί η λεγόμενη σοβαρή μουσική να είναι ταυτόχρονα και αστεία; Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στο επίκεντρο του εφετινού Φεστιβάλ της Λουκέρνης, το οποίο θα διεξαχθεί μεταξύ 14 Αυγούστου και 13 Σεπτεμβρίου. Το «Χιούμορ» είναι το θέμα της διοργάνωσης του 2015 και ο σκοπός των ιθυνόντων είναι αρκούντως φιλόδοξος: να διαλύσουν τις προκαταλήψεις αποδεικνύοντας στο πολυπληθές κοινό που συρρέει στην ελβετική πόλη πόσο διασκεδαστική μπορεί να είναι η κλασική μουσική.
Μπορεί η λεγόμενη σοβαρή μουσική να είναι ταυτόχρονα και αστεία; Αυτό το ερώτημα βρίσκεται στο επίκεντρο του εφετινού Φεστιβάλ της Λουκέρνης, το οποίο θα διεξαχθεί μεταξύ 14 Αυγούστου και 13 Σεπτεμβρίου. Το «Χιούμορ» είναι το θέμα της διοργάνωσης του 2015 και ο σκοπός των ιθυνόντων είναι αρκούντως φιλόδοξος: να διαλύσουν τις προκαταλήψεις αποδεικνύοντας στο πολυπληθές κοινό που συρρέει στην ελβετική πόλη πόσο διασκεδαστική μπορεί να είναι η κλασική μουσική.
Η ιστορία του Φεστιβάλ αρχίζει στις 25 Αυγούστου 1938. Εκείνο το καλοκαιριάτικο απόγευμα ο Τοσκανίνι είχε προσκληθεί να διευθύνει μια συναυλία στη μνήμη του Βάγκνερ, η οποία δόθηκε έξω από τη βίλα στην οποία είχε γεννηθεί ο γιος του συνθέτη Ζίγκφριντ. Ολόκληρη η πόλη σίγησε προκειμένου ο θρυλικός μαέστρος να μπορέσει να διευθύνει την ορχήστρα με τις καλύτερες συνθήκες: η συγκοινωνία περιορίστηκε, ενώ διάφορα ακόμη μέτρα ελήφθησαν από την αστυνομία προκειμένου να περιοριστεί ο θόρυβος. Δεν επρόκειτο για τη μοναδική συναυλία η οποία δόθηκε εκείνη την πρώτη σεζόν, αλλά ο αντίκτυπός της ήταν τόσο μεγάλος ώστε έμεινε στην ιστορία ως η επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ…
Περισσότερα από 75 χρόνια αργότερα το Φεστιβάλ εξελίχθηκε σε πολλές κατευθύνσεις. Στη θερινή διοργάνωση προστέθηκαν δύο ακόμη θεσμοί: το Πασχαλινό Φεστιβάλ της Λουκέρνης (1988) και το Φεστιβάλ Πιάνου (1998) το οποίο διεξάγεται κάθε Νοέμβριο. Το καλοκαιρινό όμως είναι αυτό που σηματοδοτεί τη σχέση της πόλης με τη λεγόμενη κλασική μουσική φιλοξενώντας την αφρόκρεμα του παγκόσμιου στερεώματος. Τις περισσότερες από 60 συναυλίες παρακολουθούν περίπου 120.000 θεατές αθροιστικά, ενώ από τη δεκαετία του ’70 το Φεστιβάλ διοργανώνεται γύρω από μια θεματική («Φύση», «Πίστη», «Επανάσταση» ή «Ψυχή», που ήταν ο τίτλος του 2014).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



