Πρόοδος στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους δανειστές έχει συντελεστεί, παρά ταύτα όμως η συμφωνία παραμένει ένα μακρινό ενδεχόμενο και τα σημεία απόκλισης είναι πολλά και σημαντικά.
Το κεντρικό επιτελείο περί τον πρωθυπουργό Αλ. Τσίπρα έχει δώσει κάποιες ενδείξεις για τη διάθεση της Αθήνας να υποχωρήσει από «αδιαπραγμάτευτες» κόκκινες γραμμές και προετοιμάζεται για την πολιτική διαχείριση των βημάτων που θα ακολουθήσουν. Μια διαδικασία που προμηνύεται εξαιρετικά δύσκολη.
Το πικρό χάπι


Οι εξελίξεις της προηγούμενης εβδομάδας ήταν κατακλυσμιαίες και σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η αυριανή συνεδρίαση του Eurogroup θα είναι σημαντική, τουλάχιστον ως προς το αν θα δοθεί ένα σήμα για την πρόοδο που σύμφωνα με όλες τις πλευρές έχει παρατηρηθεί. Στοιχεία που να δικαιολογούν βεβαιότητα σε αυτή την κατεύθυνση δεν υπάρχουν. Αντιθέτως, υπάρχουν κάποιες πληροφορίες που φανερώνουν ότι οι εκκρεμότητες είναι σημαντικές και ότι το χάπι που θα πρέπει να καταπιεί η ελληνική κυβέρνηση θα είναι πικρό. Σε αυτό το πλαίσιο το Μέγαρο Μαξίμου έδωσε την προηγούμενη εβδομάδα πολλά αντιφατικά σημεία. Με τη συζήτηση στο Brussels Group να έχει ουσιαστικά ξεκινήσει από μηδενική βάση προ δύο εβδομάδων, οι προηγούμενες ημέρες ίσως αποδειχθούν καταλυτικές. Hδη από την Τρίτη το πρωί υπήρχαν πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες η συζήτηση για το περιεχόμενο μιας συμφωνίας μεταξύ Αθήνας και δανειστών βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο και με αρκετές λεπτομέρειες για επίμαχα θέματα (Aσφαλιστικό, συντάξεις, εργασιακά, ΦΠΑ).
Πλην όμως οι πληροφορίες αυτές συνέπιπταν χρονικά με τις ανακοινώσεις του ΔΝΤ, το οποίο εμφανίστηκε με συγκεκριμένες αξιώσεις για μεταρρυθμίσεις του ασφαλιστικού συστήματος και της αγοράς εργασίας ως προϋποθέσεις για τη βραχυπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, χωρίς την οποία δεν μπορεί να συνεχίσει να χρηματοδοτείται κάποιο πρόγραμμα –βάσει καταστατικού του οργανισμού.
Οι εξελίξεις της ημέρας εκείνης ήταν καταιγιστικές. H στάση της ελληνικής κυβέρνησης όμως προκάλεσε πολλές απορίες. Καθώς οι Ι. Δραγασάκης και Ευκλ. Τσακαλώτος περίμεναν στον προθάλαμο του γραφείου του Μάριο Ντράγκι στη Φρανκφούρτη, το Μέγαρο Μαξίμου εξέδιδε ένα από τα γνωστά ενημερωτικά σημειώματα, το οποίο έμοιαζε περισσότερο με πολεμικό ανακοινωθέν. Το κείμενο εκείνο επιβάρυνε το κλίμα.
Μεταξύ των άλλων, επισημαίνονταν οι διαφορές μεταξύ του ΔΝΤ και της Κομισιόν: Το ΔΝΤ επέμενε, κατά την ελληνική κυβέρνηση, στις άμεσες μεταρρυθμίσεις του Συνταξιοδοτικού και των εργασιακών σχέσεων. Η Κομισιόν, από την άλλη, εμφανιζόταν να προτάσσει το θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος, τη μη διαγραφή του χρέους και να είναι πιο διαλλακτική στο Συνταξιοδοτικό και στα εργασιακά. «Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός. Η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στους θεσμούς και στην αδυναμία συνεννόησης μεταξύ τους» αναφερόταν στο non paper του Μεγάρου Μαξίμου.
Επρόκειτο, σύμφωνα με τα όσα δήλωναν κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, για μια κίνηση εσωτερικής διαχείρισης. Στόχος της κυβέρνησης ήταν να καλύψει πίσω από την επικαλούμενη διάσταση απόψεων της τρόικας την εκ μέρους της εγκατάλειψη κάποιων βασικών «κόκκινων» γραμμών.
Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώθηκε την αμέσως επόμενη ημέρα –για την ακρίβεια, λίγες ώρες αργότερα, όταν έγινε γνωστό το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας Τσίπρα – Γιούνκερ. Με βάση την κοινή επίσημη ανακοίνωση, η συζήτηση αφορούσε τις μεταρρυθμίσεις, την ολοκλήρωση της αξιολόγησης, τον εκσυγχρονισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος, ούτως ώστε να καταστεί «δίκαιο, δημοσιονομικά βιώσιμο και αποτελεσματικό στην κατεύθυνση αποφυγής της φτώχειας της τρίτης ηλικίας», καθώς και μια παραπομπή στο μέλλον της συζήτησης για τα εργασιακά με βάση «τα ευρωπαϊκά πρότυπα».
Πιέζουν οι δανειστές


Παρά ταύτα οι πληροφορίες από τις Βρυξέλλες δείχνουν ότι η απόσταση είναι ακόμη μεγάλη. Ως προς τις μεταρρυθμίσεις οι πληροφορίες συγκλίνουν στο ότι τα μηνύματα προς την κυβέρνηση είναι σαφή: το πρόγραμμα που θα συμφωνηθεί πρέπει να είναι εμπροσθοβαρές. Ολες οι μεταρρυθμίσεις και ειδικά αυτές που αφορούν τα όρια συνταξιοδότησης, τις επικουρικές συντάξεις, τις αλλαγές στον ΦΠΑ, τη ρήτρα μηδενικού ελλείμματος των Ταμείων και ένα σκέλος των εργασιακών θα πρέπει να έλθουν προς ψήφιση στη Βουλή άμεσα.
Στο σημείο αυτό η πίεση προς την ελληνική κυβέρνηση έχει έναν πολύ συγκεκριμένο στόχο: να δώσει καθαρά δείγματα της διάθεσής της όχι απλώς να διαχειριστεί πολιτικά μια ενδεχόμενη συμφωνία αλλά και να την εφαρμόσει.
Οι συζητήσεις στις Βρυξέλλες και οι αναζητήσεις στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες συμπίπτουν σε ένα σημείο και ένα ερώτημα: «Είναι η ελληνική κυβέρνηση ικανή να εφαρμόσει τα μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις για τη συνέχιση του προγράμματος;».

Αποκλίσεις
Οι διαφωνίες για πλεόνασμα και ρευστότητα

Οι αποκλίσεις μεταξύ Αθήνας και Βρυξελλών είναι σημαντικές και σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της τρέχουσας οικονομικής κρίσης.
Πέραν του ότι επισήμως ο στόχος για τους δανειστές παραμένει στο 3,5%, η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίζεται πως εφέτος θα υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα λίγο χαμηλότερο από 1,5%. Αντιθέτως, οι δανειστές επιμένουν ότι με βάση τα δικά τους στοιχεία προδιαγράφεται ένα πρωτογενές έλλειμμα που ενδέχεται να υπερβαίνει το 1%. Η συνολική απόκλιση αντιστοιχεί σε μέτρα άμεσης εφαρμογής της τάξεως των 5 δισ. ευρώ τουλάχιστον.
Μεγάλο αγκάθι στις διαπραγματεύσεις παραμένει το θέμα της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών. Η ελληνική κυβέρνηση εξακολουθεί να διεκδικεί από την ΕΚΤ τη διευκόλυνση μέσω του ELA για την αγορά εντόκων γραμματίων από τις ελληνικές τράπεζες. Την ίδια στιγμή όμως οι εισηγήσεις στη Φρανκφούρτη περί του αντιθέτου είναι πολλές, καθώς κυριαρχεί η άποψη ότι τα πραγματικά στοιχεία οδηγούν σε μια απόφαση για «κούρεμα» της αξίας των ελληνικών ομολόγων που έχουν κατατεθεί ως εχέγγυα. Οπως σημειώνουν πρόσωπα που έχουν εικόνα του «τοπίου», οι αποφάσεις της ΕΚΤ θα ληφθούν με μοναδικό γνώμονα την αξιοπιστία της Τράπεζας και του ενιαίου νομίσματος.
Στο παρασκήνιο όλων αυτών των συζητήσεων, ο Αλ. Τσίπρας επιχειρεί να ελιχθεί μεταξύ Βερολίνου, Βρυξελλών, Ουάσιγκτον και Φρανκφούρτης. Μέσω της επικοινωνίας που έχει αναπτύξει με την καγκελάριο Μέρκελ, επιδιώκει να χτίσει ένα αξιόπιστο προφίλ. Στον Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ βλέπει μια ηγεσία της Κομισιόν που θέλει τις Βρυξέλλες ως κέντρο λήψης των κρίσιμων αποφάσεων. Στην Κριστίν Λαγκάρντ εναποθέτει τις ελπίδες του αν και εφόσον ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος. Και από τον Μάριο Ντράγκι αναμένει πολιτικού τύπου αποφάσεις, έστω και αν ο κεντρικός τραπεζίτης επιμένει να υπενθυμίζει ότι τα κριτήρια με τα οποία ενεργεί είναι (εξ ορισμού) άλλα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ