Η συνεδρίαση της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ την προηγούμενη Τετάρτη ήταν από πολιτικής απόψεως μια τραυματική εμπειρία για τον Πρωθυπουργό και τους στενούς συνεργάτες του. Στον απόηχο της συμφωνίας του Εurogroup της 20ής Φεβρουαρίου η πλειονότητα των βουλευτών απαίτησε ενημέρωση και ζήτησε εξηγήσεις, ενώ μια σημαντική μερίδα της ΚΟ εξέφρασε όχι απλώς επιφυλάξεις αλλά την έντονη αντίθεσή της για το περιεχόμενο της συμφωνίας.
Ο κ. Τσίπρας προσήλθε στη συνεδρίαση με τη φιλοδοξία να καθησυχάσει τους βουλευτές και να εμφυσήσει αισιοδοξία και μεταρρυθμιστική διάθεση. Στο πλαίσιο αυτό μίλησε για επιτεύγματα της κυβέρνησης μέσω της συμφωνίας τα οποία συνόψισε στα εξής στοιχεία: τον διαχωρισμό της δανειακής σύμβασης από το Μνημόνιο, την απεμπλοκή από την πολιτική λιτότητας, την εξασφάλιση μέσω της ενδιάμεσης συμφωνίας μιας «ανάσας» για τους πολίτες, την αποτροπή του σχεδίου που στόχευε, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη στην κυβέρνηση, στην οικονομική και δημοσιονομική ασφυξία και μέσω αυτής σε μια «αριστερή παρένθεση». Επίσης ο κ. Τσίπρας αναφέρθηκε στο τέλος των πρωτογενών πλεονασμάτων και στην ομαλότητα που θα επικρατήσει στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας έπειτα από την επίτευξη της συμφωνίας στο Eurogroup.
Οι ανησυχίες των βουλευτών


Φάνηκε από νωρίς ότι τα λόγια του Πρωθυπουργού δεν θα έπειθαν εύκολα τους βουλευτές –και αυτό δεν αφορούσε μόνο όσους εντάσσονται στο Αριστερό Ρεύμα αλλά και πλήθος άλλων βουλευτών οι οποίοι ήδη ανησυχούν για τον κίνδυνο «μνημονιακής μετάλλαξης» του ΣΥΡΙΖΑ.
Με το κλίμα να φορτίζεται επικίνδυνα από νωρίς, καθώς ο υπουργός Οικονομικών Ι. Βαρουφάκης αποχώρησε προτού συμπληρωθούν τρεις ώρες συνεδρίασης, τον λόγο πήρε ο Π. Λαφαζάνης. Οι διαμαρτυρίες του ήταν έντονες και οι λόγοι που τις προκάλεσαν πολλοί: το ότι δεν είχε γίνει καμία συζήτηση για το περιεχόμενο της συμφωνίας στα κυβερνητικά όργανα, το ότι στο «κείμενο Βαρουφάκη» περιλαμβάνονταν αναφορές στις ιδιωτικοποιήσεις τις οποίες ο υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης απέρριψε κατηγορηματικά, ειδικώς στους τομείς της ευθύνης του και κυρίως στην ενέργεια, ενώ έκανε και ένα πολύ σκληρό σχόλιο το οποίο ο ίδιος δεν θέλησε να επιβεβαιώσει προκειμένου να αποφευχθεί η καλλιέργεια αρνητικού κλίματος. Πολλοί όμως από αυτούς που τον άκουσαν μετέφεραν ότι ο κ. Λαφαζάνης σημείωσε πως σε πολλά σημεία «η γλώσσα του κειμένου θυμίζει αυτήν των δανειστών».
Αλλα στελέχη του Αριστερού Ρεύματος, όπως ο Στ. Λεουτσάκος, χαρακτήρισαν το κείμενο της συμφωνίας «χρησμό του Μαντείου των Δελφών» και τόνισαν ότι περιέχει πολλές γκρίζες ζώνες που πρέπει να διαλευκανθούν.
Οσο περνούσε ή ώρα αυξανόταν και το πλήθος των ομιλητών οι οποίοι είτε εξέφραζαν ανησυχία είτε προειδοποιούσαν πως δεν είναι διατεθειμένοι να ψηφίσουν τη συμφωνία αυτή στη Βουλή.
Σε αυτή την ατμόσφαιρα παρενέβη επίσης νωρίς στη συνεδρίαση ο υπουργός Επικρατείας Ν. Παππάς, ο οποίος θέλησε να απαντήσει στους ανησυχούντες: «Η συμφωνία μάς δίνει κάθε δυνατότητα να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας και χρειάζεται γι’ αυτό αποφασιστικότητα και αρραγές μέτωπο. Η ρήξη δεν είναι αυτοσκοπός για την κυβέρνηση. Αυτοσκοπός είναι η καλύτερη συμφωνία για την Ελλάδα και τον λαό» είπε ο υπουργός Επικρατείας.
Υπό τις συνθήκες αυτές η συνεδρίαση της ΚΟ δεν εξελίχθηκε όπως θα επιθυμούσε και θα ανέμενε ο Πρωθυπουργός. Πολλά από τα παλαιά στελέχη, από την εποχή του ΣΥΝ, προσπαθούσαν να υποβαθμίσουν τις αντιδράσεις περιγράφοντας τη συζήτηση ως μια κλασική διαδικασία εκτόνωσης, όπως αυτές που έχουν χαρακτηρίσει την Αριστερά τις προηγούμενες δεκαετίες.
Πλην όμως η συνεδρίαση δεν ήταν κομματική και ως εκ τούτου η σημασία της ήταν πολύ διαφορετική και πολύ μεγαλύτερη.
Ετσι νωρίς το απόγευμα η ηγετική ομάδα της κυβέρνησης είχε μια εικόνα σύμφωνα με την οποία ήδη περί τους 40 βουλευτές τοποθετούνταν φραστικώς κατά της συμφωνίας και διεμήνυαν ότι δεν είναι διατεθειμένοι να την ψηφίσουν εφόσον αυτή έλθει στη Βουλή.
Απόπειρα ξεκαθαρίσματος


Οσο οι αντιδράσεις κλιμακώνονταν τόσο ο κ. Τσίπρας καταλάβαινε ότι η διαδικασία περιπλέκεται. Και για τον λόγο αυτόν έκανε μια κίνηση με στόχο να ξεκαθαρίσει το πεδίο. «Θέλω να ξέρω αν συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τη συμφωνία. Αν υπάρχει κάποιος που θα καταψήφιζε, θέλω να το πει εδώ» είπε σε μια παρέμβασή του ο Πρωθυπουργός και εκεί άρχισαν κάποιοι να κατανοούν ότι σκόπευε να δεσμεύσει τους βουλευτές, ενδεχομένως με μια ψηφοφορία στην ΚΟ. Ηταν μια κίνηση που σε πολλούς θύμισε την αντίστοιχη πρωτοβουλία του Γ. Παπανδρέου το 2007, όταν εν μέσω εσωκομματικής αμφισβήτησης επιχείρησε να ξεκαθαρίσει το τοπίο προκαλώντας ψηφοφορία στην ΚΟ, η οποία τελικώς απετράπη.
Στελέχη από όλες τις εσωκομματικές πτέρυγες προσπάθησαν να διαμηνύσουν στον Πρωθυπουργό ότι μια ψηφοφορία υπό αυτές τις συνθήκες δεν αποτελούσε ενδεδειγμένη λύση. Εστω και από διαφορετικές αφετηρίες ορμώμενοι, με την προοπτική ψηφοφορίας διαφώνησαν ο Π. Λαφαζάνης, ο Δ. Βίτσας, ο Ν. Βούτσης, ο Αλ. Μητρόπουλος κ.ά.
Παρά ταύτα, αργά το βράδυ και αφότου η συνεδρίαση είχε συμπληρώσει διάρκεια περίπου 10 ωρών, ο κ. Τσίπρας επέμεινε και προχώρησε στη διεξαγωγή ψηφοφορίας, την οποία χαρακτήρισε ενδεικτική και διεξήχθη δι’ ανατάσεως της χειρός.
Την ώρα εκείνη από την αίθουσα απουσίαζαν περισσότεροι από 20 βουλευτές, είτε επειδή δεν γνώριζαν και δεν ανέμεναν να γίνει η ψηφοφορία είτε επειδή δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε μια τέτοια διαδικασία. Το αποτέλεσμα, αντί να μετριάσει, ενέτεινε τον προβληματισμό της ηγεσίας της κυβέρνησης για το πώς θα μπορέσει να διαχειριστεί τα επόμενα βήματά της.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, 34 ήταν οι βουλευτές που επέλεξαν να ψηφίσουν κατά ή λευκό (πιο συγκεκριμένα, 23 τάχθηκαν κατά της συμφωνίας και 11 «ψήφισαν» λευκό). Συνεπώς η έγκριση της συμφωνίας από τη Βουλή φάνηκε ότι περικλείει ένα τεράστιο πολιτικό ρίσκο για την κυβέρνηση.
Να πάει στη Βουλή ή να μην πάει;
Το δίλημμα του κ. Τσίπρα και ο φόβος της… «μνημονιακής» στήριξης

Παράλληλα με τη διαδικασία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και τη συζήτηση για τη συμφωνία του Εurogroup αναπτύσσεται και ο προβληματισμός για τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση θα διαχειριστεί τις εξελίξεις.
Η συζήτηση περί του αν τα σχετικά κείμενα θα κατατεθούν στη Βουλή ή όχι πυροδοτήθηκε και από εισηγήσεις που ακούστηκαν ενώπιον του κ. Τσίπρα και των βουλευτών. Ακολούθησε μια ξεχωριστή διαδικασία με συσκέψεις και διά περιφοράς συνεδριάσεις την επόμενη ημέρα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, στη συνεδρίαση της ΚΟ η Ζωή Κωνσταντοπούλου και ο Αλ. Μητρόπουλος επί 40 και πλέον λεπτά εξηγούσαν την άποψή τους και αιτιολογούσαν το γιατί το κείμενο της συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου δεν πρέπει να έλθει προς ψήφιση στη Βουλή.
Βασικό επιχείρημα (κατά βάση πολιτικό και δευτερευόντως νομικό) σε αυτή την κατεύθυνση ήταν ότι η συμφωνία περιλαμβάνει δύο ρήτρες, σε περίτεχνες διατυπώσεις, οι οποίες ισοδυναμούν αφενός με αναγνώριση του συνόλου του χρέους (σχετική επισήμανση έκανε την ίδια περίπου ώρα στο Βερολίνο κορυφαίος αξιωματούχος της κυβέρνησης Μέρκελ) και αφετέρου με αναδοχή της ιδιοκτησίας του προηγούμενου Μνημονίου από τη νέα ελληνική κυβέρνηση.
Ηδη από το πρωί της επόμενης ημέρας επιστρατεύθηκαν νομικοί και συνταγματολόγοι εντός και εκτός κυβέρνησης, από τους οποίους ζητήθηκαν γνωμοδοτήσεις για το θέμα. Πιο συγκεκριμένα, ζητήθηκαν οι γνώμες της Προέδρου της Βουλής Ζωής Κωνσταντοπούλου, του αντιπροέδρου Αλ. Μητρόπουλου, του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γ. Κατρούγκαλου και του καθηγητή Γ. Κασιμάτη.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η άποψη που συντέθηκε και που επικράτησε από τις εισηγήσεις βασίστηκε στο ότι στο κείμενο της συμφωνίας για την τετράμηνη παράταση δεν περιλαμβάνονται εξειδικευμένα μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα και εξ αυτού του λόγου δεν υπάρχει υποχρέωση κύρωσής της από τη Βουλή.
Παρά ταύτα, πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Πρωθυπουργός δεν έχει καταλήξει στην απόφαση να μην έλθει η συμφωνία στο Κοινοβούλιο, ειδικώς αφότου σχετικές διαδικασίες για τον ίδιο ακριβώς λόγο έχουν εφαρμοστεί σε κάποιες από τις πιστώτριες χώρες –μεταξύ των οποίων η Γερμανία.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι με την πάροδο των ημερών οι εισηγήσεις προς τον Πρωθυπουργό θα μετατραπούν σε έντονη πίεση προκειμένου να έλθει η συμφωνία στο Κοινοβούλιο και στην κατεύθυνση αυτή αναζητούνται διάφορες φόρμουλες και μέθοδοι.
Μία από αυτές είναι να «σπάσει» το περιεχόμενο σε επί μέρους νομοσχέδια (κατ’ ουσίαν τους εφαρμοστικούς της νόμους), τα οποία ούτως ή άλλως θα περάσουν από τη Βουλή. Κατά τον τρόπο αυτόν θα επιχειρηθεί να δοθεί στα επί μέρους νομοσχέδια μεταρρυθμιστικό πρόσημο το οποίο θα διευκολύνει και την ψήφισή τους από την πλειοψηφία.
Στην πραγματικότητα, η μεγαλύτερη ανησυχία του Μεγάρου Μαξίμου σε ό,τι αφορά τη συμφωνία είναι το ενδεχόμενο να μείνουν οι διαφωνούντες βουλευτές πιστοί στις προειδοποιήσεις τους και να μην ψηφίσουν υπέρ της παράτασης της σύμβασης.
Γνωρίζουν πολύ καλά στο επιτελείο του κ. Τσίπρα ότι κάτι τέτοιο δεν θα απειλήσει την ίδια συμφωνία αλλά θα δημιουργήσει ένα τεράστιο πολιτικό πρόβλημα για την κυβέρνηση. Και αυτό διότι είναι σχεδόν προεξοφλημένο ότι υπέρ της παράτασης της δανειακής σύμβασης θα ψηφίσουν κατά πάσα βεβαιότητα οι λοιπές δυνάμεις του Κοινοβουλίου (Ποτάμι, ΠαΣοΚ, πιθανώς και η ΝΔ ή τμήματά της).
Μια τέτοια εξέλιξη απεύχονται στο επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου και οι λόγοι είναι προφανείς: οι ενδεχόμενες εξ αριστερών απώλειες δυνάμεων της κυβέρνησης σε συνδυασμό με τη «στήριξη» από τις πάλαι ποτέ «μνημονιακές δυνάμεις» θα οδηγούσαν τον ΣΥΡΙΖΑ με ταχείς και ανεξέλεγκτους ρυθμούς σε μια πολιτική μετάλλαξη την οποία κανείς αυτή τη στιγμή δεν θέλει να διαχειριστεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ