Το τηλεφώνημα μεταξύ της γερμανίδας καγκελαρίου Ανγκελα Μέρκελ και του πρωθυπουργού Αλ. Τσίπρα το απόγευμα της προηγούμενης Πέμπτης ήταν η πλέον καθοριστική μέχρι στιγμής εξέλιξη για την έκβαση του ελληνικού ζητήματος. Ηταν και η πρώτη επικοινωνία αφότου ο κ. Τσίπρας εγκαταστάθηκε στο Μέγαρο Μαξίμου, για την οποία η ροή της πληροφόρησης ήταν απολύτως ελεγχόμενη, έως ανύπαρκτη. Ως τότε είτε ο Πρωθυπουργός έσπευδε να επικοινωνήσει με όποιον επρόκειτο να συναντήσει την κυρία Μέρκελ είτε η καγκελάριος τηλεφωνούσε σε όποιον σχεδίαζε συνάντηση με τον κ. Τσίπρα.
Ενόχληση για τις διαρροές
Ο σεβασμός στο απόρρητο της επικοινωνίας ήταν αποτέλεσμα συμφωνίας μεταξύ των δύο –κατά πληροφορίες επρόκειτο για κάτι στο οποίο η γερμανίδα καγκελάριος αναφέρθηκε ρητώς, καθώς η ως εκείνη τη στιγμή η τακτική «διαρροών» της ελληνικής κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την αντίστοιχη πρακτική που ακολούθησαν κάποια από τα κέντρα των Βρυξελλών, είχε ήδη προκαλέσει δραματικές αναταράξεις σε ολόκληρη την ευρωζώνη.
Για το περιεχόμενο της συνομιλίας Τσίπρα – Μέρκελ λίγοι γνωρίζουν κάτι· ένα από τα θέματα που πάντως φαίνεται ότι συζητήθηκαν ήταν η πολιτική διάθεση και των δύο πλευρών να υπάρξει συμβιβασμός. Και όπως αποδείχθηκε, μετά την επικοινωνία αυτή διαμορφώθηκαν οι συνθήκες ώστε το Eurogroup της προηγούμενης Παρασκευής να μην καταλήξει σε ένα νέο, οδυνηρό φιάσκο.
Το ενδεχόμενο συνόδου κορυφής
Παρά την εκτίμηση πολλών παραγόντων εντός και εκτός Ελλάδος ότι η καγκελάριος Μέρκελ επιθυμεί κάτι διαφορετικό από τον υπουργό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μια διάσταση απόψεων στη γερμανική κυβέρνηση δεν προέκυψε από τη συνομιλία.
Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με την επισήμανση κυβερνητικών πηγών το απόγευμα της προηγούμενης Παρασκευής, οι οποίες τόνιζαν ότι η ελληνική πλευρά δεν επιδιώκει τη διεξαγωγή Συνόδου Κορυφής για τη διευθέτηση των διαφορών (παρά τις σχετικές δημόσιες δηλώσεις), συντείνει στο συμπέρασμα ότι στην επικοινωνία των κορυφαίων κυβερνητικών αξιωματούχων στην Αθήνα και στο Βερολίνο κατέστη σαφές πως η λύση θα πρέπει να βρεθεί σε χαμηλότερο επίπεδο, όσες συνεδριάσεις και αν χρειαστεί να γίνουν ως τις 28 Φεβρουαρίου, οπότε λήγει η υφιστάμενη παράταση του προγράμματος στήριξης της Ελλάδας.
Σύμφωνα εξάλλου με τα όσα ανέφεραν ανεπισήμως κυβερνητικές πηγές, το ενδεχόμενο μιας έκτακτης συνόδου κορυφής δεν θα αποτελούσε καλό σημάδι, καθώς κάτι τέτοιο θα σημάνει ότι όλες οι προσπάθειες στα προηγούμενα στάδια θα έχουν αποτύχει.
Σε κάθε στάδιο της μέχρι στιγμής διαπραγμάτευσης, η ελληνική κυβέρνηση ξεκινούσε με τη βεβαιότητα ότι οι θέσεις της θα γίνουν δεκτές. Η βεβαιότητα αυτή βασίστηκε εξαρχής στον τρόπο με τον οποίο η Αθήνα επιχείρησε να εκμεταλλευθεί τα «ρήγματα» που διέκρινε στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και ειδικότερα μεταξύ της ηγεσίας της Επιτροπής και της γερμανικής κυβέρνησης.
Παρασκηνιακές συνεννοήσεις
Με αυτό το σκεπτικό, η ελληνική κυβέρνηση βασίστηκε ήδη από τις παραμονές της Συνόδου Κορυφής στις παρεμβάσεις του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, θεωρώντας ότι θα είναι επαρκείς για την επιτυχή έκβαση της διαπραγμάτευσης, κατά τις επιθυμίες της ελληνικής κυβέρνησης. Δευτερευόντως επιχειρήθηκε η δημιουργία ενός δικτύου υποστήριξης από τη Ρώμη και το Παρίσι, μέσω επικοινωνιών του κ. Τσίπρα με τους Ματέο Ρέντσι και Φρανσουά Ολάντ.
Μετά το πέρας του προηγούμενου Σαββατοκύριακου, κατά τη διάρκεια του οποίου η ελληνική αντιπροσωπεία ελάχιστα στοιχεία παρουσίασε στην πορεία προς το Eurogroup της 16ης Φεβρουαρίου, ο Αλ. Τσίπρας και το υπουργείο Οικονομικών βρέθηκαν σε ανοιχτή γραμμή με το γραφείο του προέδρου Γιούνκερ.
Εκεί είχε προετοιμαστεί ένα σχέδιο κειμένου, προς γεφύρωση του χάσματος. Σύμφωνα με πληροφορίες, το κείμενο είχε συνταχθεί από τον επικεφαλής του επιτελείου του κ. Γιούνκερ Μάρτιν Σέλμαϊρ.
Βαρουφάκης κατά Ντάισελμπλουμ
Το περιεχόμενο του κειμένου αυτού διαβιβάστηκε στην ελληνική κυβέρνηση, με τη διαβεβαίωση ότι είχε λάβει σχετική γνώση και ο επικεφαλής του Euroworking Group Τόμας Βίζερ και ότι υπ’ αυτή την έννοια θα αποτελούσε βάση συζήτησης και συμβιβασμού στο Eurogroup που θα ακολουθούσε.
Τίποτε από αυτά δεν επιβεβαιώθηκε και η ένταση μεταξύ του Ι. Βαρουφάκη και του Γερούν Ντάισελμπλουμ χτύπησε «κόκκινο» στη συνεδρίαση της 16ης Φεβρουαρίου.
Λόγω των όσων είχαν προηγηθεί, η πραγματικότητα ήταν πως ούτε το συγκεκριμένο κείμενο αποτελούσε βάση διαπραγμάτευσης, ούτε υπ’ αυτή την έννοια ο κ. Ντάισελμπλουμ χρειαζόταν να το αποσύρει για να παρουσιάσει κάτι άλλο –όπερ και συνέβη, με τη διατύπωση του τελεσιγραφικού τύπου που οδήγησε τις εξελίξεις με ταχείς ρυθμούς στο επόμενο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου. Αποτέλεσμα ήταν απλώς, έπειτα και από τις δημόσιες δηλώσεις του κ. Βαρουφάκη, να βρεθεί εκτεθειμένος και ο επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί…
Τα «nein» του Σόιμπλε
Κατόπιν όλων αυτών, και ενώ οι επαφές Επιτροπής και ελληνικής κυβέρνησης συνεχίζονταν, στην Αθήνα διαμηνύθηκε η δυσφορία για τον τρόπο χειρισμού των επικοινωνιών, οι οποίες εν τέλει έφεραν τον κ. Γιούνκερ εμμέσως πλην σαφώς απολογούμενο, με την κατηγορία ότι ενεργεί παρακάμπτοντας το Εurogroup και σε κάθε περίπτωση τη γερμανική κυβέρνηση, με την οποία έχει ούτως ή άλλως σοβαρές διαφορές ως προς τους χειρισμούς αντιμετώπισης της κρίσης.
Κατόπιν όλων αυτών, οι Γερμανοί διά του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έγιναν πολύ πιο σαφείς στις αρνήσεις τους και σήκωσαν ένα τείχος απέναντι σε κάθε ελληνική προσπάθεια και σε κάθε παρασκηνιακή απόπειρα εκ μέρους του προέδρου της Επιτροπής.
Αυτό έγινε επειδή θεώρησαν ότι η επιχειρούμενη συνεννόηση Αθήνας – Επιτροπής σε ένα περιβάλλον αμφισβήτησης της δημοκρατικής νομιμοποίησης των ευρωπαϊκών οργάνων θα ενίσχυε τη θέση και τον ρόλο του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, κάτι το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου διεκδικεί ούτως ή άλλως και κατά μια εκτίμηση, αρκετά διαδεδομένη στις Βρυξέλλες, επιδιώκει να επιτύχει και μέσω ενός εξισορροπητικού ρόλου στην ελληνική κρίση.
Ετσι ο Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ βρέθηκε αναγκασμένος να περάσει στην αντεπίθεση και να ασκήσει δριμεία κριτική στην ελληνική κυβέρνηση. «Εμπειρία υψηλού επιπέδου δεν έχω συναντήσει ακόμη από τη νέα ελληνική κυβέρνηση» δήλωσε σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Wirtschaftwoche», επικρίνοντας τόσο τον Πρωθυπουργό όσο και τον υπουργό Οικονομικών. Ειδικά δε προς τον κ. Τσίπρα άσκησε στην ίδια συνέντευξη σκληρή κριτική λέγοντας: «Οταν δύο φορές σε μία εβδομάδα επιτίθεται κάποιος φραστικά στους Γερμανούς, δεν πρόκειται για υψηλή διπλωματική τέχνη αλλά για απογοήτευση».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



