«Δεν μας ενδιαφέρει ποιος είναι στην κυβέρνηση, αρκεί να μην κάνει μεγάλα λάθη» λένε επιχειρηματικοί κύκλοι που έχουν πλέον συμβιβαστεί με το ενδεχόμενο της κυβερνητικής αλλαγής στις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015.
Βέβαια έναν χρόνο νωρίτερα τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά, το κλίμα που επικρατούσε στους ίδιους κύκλους ήταν σαφώς εχθρικό απέναντι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι ίδιοι παράγοντες δεν ήθελαν επ’ ουδενί να αποδεχθούν την πιθανότητα πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε ίσως να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες. Αν και το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου δεν προσεγγίζει με τον ίδιο τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις, ωστόσο έχουν προεξοφλήσει τον κίνδυνο της αβεβαιότητας και κυρίως ότι το επόμενο τρίμηνο –τουλάχιστον –θα είναι μία περίοδος αναταράξεων.
Οι ίδιοι κύκλοι θεωρούν ότι «οι υπερβολικές εκτιμήσεις και ανησυχίες για το μέλλον της οικονομίας δεν περνούν στον επιχειρηματικό κόσμο» δεδομένου ότι δεν υπάρχουν ομοιότητες με το 2012 και την εποχή του Grexit, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι είναι και ευτυχείς, καθώς ο κίνδυνος να ανατραπεί η «κανονικότητα» όπως αυτή διαμορφώθηκε στα χρόνια της κρίσης είναι ορατός. Το μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον παρατηρείται στους κύκλους των πολυεθνικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά.
Σημειώνουν χαρακτηριστικά οι ίδιες πηγές ότι «οι πολυεθνικές σήμερα είναι πολύ πιο ήρεμες από τον μέσο Ελληνα».
Περίπου 2,5 χρόνια νωρίτερα τα στελέχη των πολυεθνικών ομίλων βρίσκονταν σε έναν παροξυσμό πανικού –οι μητρικοί όμιλοι στην Ευρώπη και της ΗΠΑ είχαν δώσει σαφείς εντολές:

1.
Nα επεξεργαστούν σενάρια μετάβασης στη δραχμή.

2.
Nα περιορίσουν στο ελάχιστο δυνατό τις πιστώσεις τους στην αγορά.

3.
Να διώχνουν αυθημερόν αν είναι δυνατόν το μεγαλύτερο μέρος των εισπράξεών τους στο εξωτερικό.
Τίποτε από όλα αυτά δεν συμβαίνει σήμερα.
«Το χειρότερο που μπορούν να πάθουν είναι η σωστή εφαρμογή του ελέγχου των ενδοομιλικών συναλλαγών, κάτι το οποίο όμως εφαρμόζεται στις μισές χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης» συμπληρώνουν. Εξηγούν συγκεκριμένα ότι «σωστή εφαρμογή σημαίνει υψηλότερα φορολογικά έσοδα για το Δημόσιο και όχι μείωση των τιμών όπως απελπισμένα προσπάθησε τα τελευταία χρόνια να εφαρμόσει το υπουργείο Ανάπτυξης».
Οπως είναι γνωστό, πρόκειται για μία από τις πάγιες πρακτικές των πολυεθνικών ομίλων. Ειδικότερα οι πολυεθνικοί όμιλοι πραγματοποιούν συναλλαγές που διενεργούνται σε πολλές χώρες με διαφορετικά φορολογικά συστήματα και διαφορετικούς φορολογικούς συντελεστές φορολόγησης.
Για αυτόν τον λόγο παρατηρείται το φαινόμενο οι επιχειρήσεις να μεταφέρουν τα φορολογητέα τους κέρδη σε χώρες με χαμηλότερη φορολόγηση μέσω τις τιμολόγησης των ενδοομιλικών τους συναλλαγών και να επιτυγχάνουν μείωση της συνολικής φορολογικής τους επιβάρυνσης.
Αυτή η συμπεριφορά έχει κινητοποιήσει τους διεθνείς οργανισμούς για τη διαμόρφωση ενός ενιαίου νομοθετικού πλαισίου και τον έλεγχο των συναλλαγών αυτών. Η σωστή νομοθέτηση αυτού του ελέγχου θεωρείται βέβαιο ότι θα αυξήσει τα έσοδα του δημόσιου ταμείου.
Mε το βλέμμα στις τράπεζες


Διαφορετικό είναι το κλίμα που επικρατεί σε μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις και στους αντίστοιχους επιχειρηματικούς κύκλους. Με τη στενή εξάρτηση που έχουν από το τραπεζικό σύστημα φοβούνται ότι ενδεχόμενη αποσταθεροποίησή του μπορεί να προκαλέσει κλυδωνισμούς στη λειτουργία τους. Παράλληλα φοβούνται αρκετοί από αυτούς τον κίνδυνο εργατικών αναταραχών.
Δεδομένου ότι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις έχουν υποστεί ραγδαία απομείωση των εργατικών τους δικαιωμάτων στα χρόνια της κρίσης, φοβούνται οι επιχειρηματίες ότι μία κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ενδεχομένως να προκαλέσει έναν νέο γύρο εργατικών διεκδικήσεων.
Και κυρίως με αφορμή την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ.
Το γεγονός ότι ο μισθός θα επανέλθει νομοθετικά στα παλαιά επίπεδα δεν σημαίνει ότι θα εφαρμοστεί αυτόματα σε ολόκληρη την αγορά. Αυτό πρέπει να διεκδικηθεί από τους εργαζομένους. Και το ερώτημα που τίθεται από αυτούς τους κύκλους είναι αν οι επιχειρήσεις έχουν την οικονομική δυνατότητα να τον παράσχουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ