Η 90χρονη Γιούκο Ασακούσα, η γηραιότερη Γκέισα της Ιαπωνίας, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να στέκεται με κοκεταρία μπροστά στον καθρέφτη και να βάφεται, προκειμένου να ασκήσει το επάγγελμά της, για το οποίο δεν έχει μετανιώσει καθ’ όλη τη διάρκεια της 75ετούς της επαγγελματικής πορείας. Σε πρόσφατη συνέντευξη που παραχώρησε στη βρετανική εφημερίδα Guardian δηλώνει: «θα συνεχίσω να εργάζομαι όσο μου το επιτρέπουν οι δυνάμεις μου».
Το πρόγραμμα της Ασακούσα, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί πλήρες και βεβαρημένο, καθώς παρευρίσκεται σε περίπου 20 συναντήσεις κάθε μήνα. Οταν ήταν ακόμα κοριτσάκι, επηρεασμένη από τις ταινίες που παρακολουθούσε με τη μητέρα της, αποφάσισε να ακολουθήσει το συγκεκριμένο επαγγελματικό προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να εργάζεται ως Γκέισα από την ηλικία των 16 ετών, σε ένα προάστιο του Τόκυο. Σήμερα τραγουδά, παίζει τρία παραδοσιακά έγχορδα όργανα, είναι σε θέση να διαπραγματευθεί σε συζητήσεις πολλά ζητήματα – από την λογοτεχνία μέχρι την πολιτική – και μεταλαμπαδεύει την τέχνη στη νεότερη γενιά.
Ο αριθμός των γυναικών που ασκούν το πανάρχαιο αυτό επάγγελεμα – το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την πορνεία -, φθίνει, καθώς στις μέρες μας, έχουν απομείνει περίπου 1.000 γκέισες σε ολόκληρη την Ιαπωνία, ενώ το 1928 ο αριθμός τους ήταν περίπου 80.000.
Η λέξη γκέισα, αποτελείται από δύο συνθετικά. Πιο συγκεκριμένα από το «γκέι», που στα ιαπωνικά σημαίνει τέχνη και τη λάξη «σα», που σημαίνει άτομο. Στην Ιαπωνία, η γκέισα είναι μια καλλιεργημένη γυναίκα, η οποία έχει παρακολουθήσει ειδικές σπουδές, φοράει τα κιμονό, τα οποία διαθέτουν εντυπωσιακά χρώματα και σχέδια και χτενίζεται με χαρακτηριστικό χτένισμα.
«Ο κόσμος των λουλουδιών και των ιτιών»
Οι σύγχρονες γκέισες εξακολουθούν να διαμένουν στα παραδοσιακά σπίτια οκίγια, ειδικά κατά τη διάρκεια της μαθητείας τους, ενώ ο κομψός και πολυτελής κόσμος, στον οποίο εισέρχονται, ονομάζεται, «ο κόσμος των λουλουδιών και των ιτιών».
Είναι μυημένες στην πατροπαράδοτη «τελετουργία του τσαγιού», χορεύουν παραδοσιακούς χορούς και παίζουν μουσική, ιδίως το μουσικό όργανο σαμισέν. Εχουν ως αποστολή τους την ψυχαγωγία του πελάτη, με τον οποίον δεν έρχονται ποτέ σε σεξουαλική επαφή. Σε καμία περίπτωση δε θεωρούνται ιερόδουλες. Πρόκειται για μορφωμένες – και καλοπληρωμένες – συνοδούς ανδρών, οι οποίες συκοφαντικά θεωρήθηκαν ιερόδουλες από άλλους λαούς, ένα στερεότυπο που υιοθετήθηκε κατά κόρον από τον δυτικό κόσμο.
Πολλές φορές χρησιμοποιείται και ο όρος «γκέικο», προκειμένου να υπάρξει ένας διαχωρισμός μεταξύ των γκεϊσών, που ασχολούνται με τις παραδοσιακές τέχνες και των ιερόδουλων, οι οποίες ντύνονται σαν γκέισες. Σημείο διαχωρισμού μεταξύ των τελευταίων αποτελεί το γεγονός ότι, οι ιερόδουλες τείνουν να φορούν τη ζώνη όμπι μπροστά από το κιμονό τους, ενώ στις αυθεντικές γκέισες η ζώνη όμπι δένεται πίσω.