Οι παλιοί καλοί φίλοι μοιάζουν σε πολλά: εμφανίζουν παρόμοιες συμπεριφορές, έχουν κοντινές εκφράσεις, συχνάζουν στα ίδια μέρη, έχουν παρεμφερή ενδιαφέροντα, υιοθετούν τις ίδιες συνήθειες και χόμπι. Σύμφωνα με νέα αμερικανική μελέτη, οι ομοιότητες των φίλων έχουν βαθύτερο υπόβαθρο, το οποίο έχει μάλιστα και γενετική βάση!

Ο ελληνικής καταγωγής δρ Νικόλαος Χρηστάκης, από το Πανεπιστήμιο Γέιλ

Συγκεκριμένα, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι οι φίλοι μοιράζονται ένα βαθύ γονιδιακό «δέσιμο» αντίστοιχο με εκείνο που παρατηρείται σε ξαδέλφια τετάρτου βαθμού. Η ενδιαφέρουσα μελέτη που δημοσιεύθηκε την περασμένη Δευτέρα στην επιθεώρηση «Proceedings of the National Academy of Sciences» πραγματοποιήθηκε από τον καθηγητή Γενετικής και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Σαν Ντιέγκο, δρα Τζέιμς Φάουλερ και τον ελληνικής καταγωγής καθηγητή Κοινωνιολογίας, Εξελικτικής Βιολογίας και Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Γέιλ, δρα Νικόλαο Χρηστάκη.

«Αρχικά στόχος μας ήταν να διερευνήσουμε τον λόγο για τον οποίο ο άνθρωπος αποκτά φίλους: γιατί δηλαδή δημιουργούμε μακροχρόνιους, «μη παραγωγικούς» δεσμούς με συγκεκριμένα άτομα» εξηγεί στο «Βήμα» ο δρ Χρηστάκης. «Για παράδειγμα, άλλα είδη του ζωικού βασιλείου –εκτός από κάποια πρωτεύοντα είδη, τους ελέφαντες και τις φάλαινες –δεν το κάνουν αυτό. Οπότε γιατί ο άνθρωπος δημιουργεί φιλίες; Οπως φάνηκε λοιπόν, η φιλία αποτελεί ένα βαθύ κομμάτι του εξελικτικού μας παρελθόντος και εμείς βρισκόμαστε τώρα σε φάση κατά την οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει τόσο από βιολογική όσο και από κοινωνιολογική άποψη» προσθέτει ο διακεκριμένος επιστήμονας.
Φίλοι με «συγγένεια» τετάρτου βαθμού


Στο πλαίσιο της μελέτης τους, οι ειδικοί ανέλυσαν δεδομένα από την πολυετή μελέτη Framingham Heart Study του Αμερικανικού Ινστιτούτου για την Καρδιά, τους Πνεύμονες και το Αίμα και του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, η οποία είχε ξεκινήσει το 1948 και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Πέρα από πολύτιμα στοιχεία γύρω από το γενετικό «προφίλ» των εθελοντών, η συγκεκριμένη βάση δεδομένων περιλαμβάνει πληροφορίες γύρω από τις κοινωνικές τους σχέσεις –με ποιους είναι φίλοι και με ποιους όχι.
Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν στο γενετικό υλικό 1.932 ατόμων χωρίς βιολογική συγγένεια, τα οποία είχαν μοιράσει σε ζεύγη φίλων και ζεύγη αγνώστων. Συγκρίνοντας το DNA τους, διαπίστωσαν πως οι εθελοντές εμφάνιζαν περισσότερες γονιδιακές ομοιότητες με τους φίλους τους από ό,τι με τους αγνώστους, και μάλιστα σε επίπεδο που άγγιζε το 1% –ποσοστό κοινών γονιδίων που εντοπίζεται στα τέταρτα ξαδέλφια.
«Διαπιστώσαμε ότι οι φίλοι δεν μοιάζουν μόνο εμφανισιακά μεταξύ τους, σε φαινοτυπικό επίπεδο, αλλά μοιάζουν τελικά και σε ένα βαθύτερο, γενετικό επίπεδο» μας λέει ο δρ Χρηστάκης. «Επιπλέον, τα σημεία του γονιδιώματός μας που φαίνεται να μοιάζουν περισσότερο με εκείνα των φίλων μας είναι εκείνα που αποτελούν ένδειξη μιας πρόσφατης φυσικής επιλογής –είναι δηλαδή σαν τα χαρακτηριστικά αυτά να έχουν βοηθήσει το είδος μας να επιβιώσει και να εξελιχθεί».
Κατά τους ερευνητές τα κοινά γονίδια μεταξύ των φίλων φάνηκε να είναι εκείνα που εξελίσσονται ταχύτερα από τα υπόλοιπα. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε ίσως να εξηγήσει γιατί κατά τα τελευταία 30.000 έτη η ανθρώπινη εξέλιξη μοιάζει να «καλπάζει».
Το ποσοστό του 1% μάλιστα, σύμφωνα με τον δρα Χρηστάκη, μπορεί να μη φαντάζει μεγάλο στα μάτια μας, κατά τους γενετιστές ωστόσο αποτελεί έναν αριθμό τεράστιας βαρύτητας, ο οποίος ενδεχομένως να κρύβει μέσα του έναν εξελικτικό μηχανισμό που μας «σπρώχνει» προς οτιδήποτε μοιάζει οικείο.
Η φιλία έχει τη δική της μυρωδιά


Βάσει των αποτελεσμάτων της μελέτης, οι περισσότερες ομοιότητες μεταξύ φίλων εντοπίστηκαν σε γονίδια που επηρεάζουν την αίσθηση της όσφρησης. «Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να συνδέεται σε έναν βαθμό και με τις φερομόνες –τις χημικές ουσίες που σε ρόλο «φυσικού αρώματος» απελευθερώνονται από το δέρμα μας, μεταδίδοντας κάποιο μήνυμα. Ωστόσο για την ώρα δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για κάτι τέτοιο» παραδέχεται ο ελληνοαμερικανός επιστήμονας.
Αντίθετα, οι μεγαλύτερες διαφορές μεταξύ φίλων εντοπίστηκαν σε γονίδια που σχετίζονται με τον έλεγχο της ανοσοαντίδρασης του οργανισμού. Κάτι τέτοιο, κατά τους ειδικούς, θα μπορούσε να έχει μεγάλη εξελικτική σημασία, καθώς το να έχει κανείς φίλους που δεν είναι ευάλωτοι στις ίδιες ασθένειες θα μπορούσε να αποτελεί έναν εξελικτικό «φραγμό» που να αποτρέπει την εύκολη εξάπλωση, π.χ., επιδημιών.
Ως προς την επιλογή των φίλων μας όμως, η «χημεία» δεν έχει μόνο γενετικό υπόβαθρο, ξεκαθαρίζει ο δρ Χρηστάκης. «Δεν πρόκειται αποκλειστικά και μόνο για βιολογικούς παράγοντες, καθώς άλλοι κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες παίζουν επίσης τεράστιο ρόλο ως προς την επιλογή του κοινωνικού μας περίγυρου» αναφέρει ο ίδιος. «Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αισθανόμαστε μια έλξη –σε φιλικό επίπεδο –απέναντι σε συγκεκριμένα άτομα. Οι ακριβείς μηχανισμοί ωστόσο για τους οποίους συμβαίνει αυτό παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστοι».


ΤΑ ΚΟΙΝΑ ΤΩΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΩΝ
Συγγένεια και πριν από τον γάμο!

Πρόσφατη μελέτη του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ που είχε δημοσιευθεί τον περασμένο Μάιο στην ίδια επιθεώρηση είχε δείξει ότι τείνουμε να επιλέγουμε συζύγους με κοντινό γενετικό προφίλ.
Οι επιστήμονες γνώριζαν ότι σε γενικές γραμμές επιλέγουμε συντρόφους με οικεία χαρακτηριστικά, π.χ. θρησκεία, ηλικία, καταγωγή, βιοτικό επίπεδο, σωματότυπο, μόρφωση κ.ά. Βάσει των ευρημάτων τους ωστόσο οι ερευνητές με επικεφαλής τον δρα Μπένζαμιν Ντομίνγκε είδαν ότι τελικά με το ταίρι μας πολλές φορές «κουμπώνουμε» και σε γενετικό επίπεδο.
Συγκρίνοντας το DNA 825 ετεροφυλόφιλων έγγαμων ζευγαριών αμερικανών καυκάσιας φυλετικής καταγωγής (γεννηθέντων μεταξύ 1930-1950) με αντίστοιχο αριθμό τυχαία επιλεγμένων ζευγαριών, οι ειδικοί εντόπισαν μεγαλύτερη γενετική ομοιότητα μεταξύ των παντρεμένων. Παρ’ όλα αυτά οι κοινωνικοί παράγοντες, όπως π.χ. η μόρφωση, φάνηκε να υπερνικούν τις γενετικές ομοιότητες ως προς την επιλογή συζύγου.
«Η επιλογή μιας ψηλής γυναίκας να παντρευτεί έναν ψηλό άνδρα είναι λογικό να συντελεί σε μεγαλύτερη γενετική ομοιότητα ανάμεσα στο ζευγάρι. Ωστόσο είναι δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα κατά πόσο τελικά το ύψος ή τα γονίδιακαθορίζουν τη συγκεκριμένη επιλογή» είχε αναφέρει τότε ο δρ Ντομίνγκε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ