Το προ ετών ταξίδι μου στην Τζαμάικα ήταν καυτή εμπειρία. Ηταν επίσης το ταξίδι με τα περισσότερα «μη» καθώς το «διαμάντι της Καραϊβικής» δεν περιλαμβανόταν στους πιο φιλόξενους τουριστικούς προορισμούς που είχα επισκεφθεί: «Μη βγεις από το ξενοδοχείο, είναι επικίνδυνο», «μην αφήσεις τα πράγματά σου στην παραλία, είναι επικίνδυνο», «μην πας στο Κίνγκστον, είναι επικίνδυνο», «μην πλησιάσεις τον παππούλη που σου κάνει νόημα πίσω από το δέντρο, είναι επικίνδυνος, θέλει να σου πασάρει ναρκωτικά»… Κλεισμένος στο ξενοδοχείο έπληττα πίνοντας κοκτέιλ, παρέα με αφόρητα σαχλούς Αμερικανούς, οι γυναίκες των οποίων έκαναν τα μαλλιά τους ράστα και έπαιρναν μέρος σε διαγωνισμούς «Miss 50 plus», «Miss 60 plus», «Miss καλά σαράντα plus». Ο,τι είχα προλάβει να δω ήταν η διαδρομή από το αεροδρόμιο ως το δωμάτιό μου. Εκτοτε ζούσα σε ένα καθεστώς… απαγόρευσης κυκλοφορίας έξω από το resort. Είχα ταξιδέψει ως την άκρη του κόσμου για να επισκεφθώ ένα μέρος χωρίς κανένα ενδιαφέρον; Μια μέρα, ενώ έπαιρνα πρωινό ανάμεσα σε εκείνες τις εκνευριστικότατες οικογένειες, αποφάσισα ότι αν συνέχιζα έτσι θα τρελαινόμουν. Δραστηριοποιήθηκα και έπειτα από συνεννόηση με τον έναν από τους σεκιουριτάδες του ξενοδοχείου βρέθηκα στη ρεσεψιόν να περιμένω την επίσης «σεκιουριτού» αδελφή του, η οποία με το αζημίωτο θα μου γνώριζε την «άγνωστη» Τζαμάικα. Από το καταταλαιπωρημένο τζιπάκι που φάνηκε στην πύλη ξεπρόβαλε η… Ναόμι Κάμπελ! Εκπάγλου καλλονής η ξεναγός μου. «Πού πάμε;». «Οπου δεν πάνε οι τουρίστες». Φύγαμε, για να περάσω την πιο ενδιαφέρουσα ημέρα του ταξιδιού μου: το τροπικό τοπίο θαυμάσιο, οι παραλίες παραδεισένιες, εκείνο όμως που περισσότερο τράβηξε την προσοχή μου ήταν τα παραγκοχώρια, με τα ξυπόλυτα παιδιά που κυνηγούσαν στους δρόμους ξεπουπουλιασμένες κότες, τους γέροντες που καθισμένοι στις ετοιμόρροπες βεράντες των σπιτιών τους κάπνιζαν (τι άραγε…), τα αυτοσχέδια σουπερμάρκετ, εστιατόρια, εμπορικά καταστήματα. Εικόνες δυνατές, φτώχεια απερίγραπτη, αλλά και ένας κόσμος που αντιμετώπιζε τη μοίρα του με μια στωικότητα-χαλαρότητα που εντυπωσίαζε. «Ετσι είμαστε» σχολίασε η… Ναόμι, «δεν βάζουμε μέσα μας στενοχώρια, την πετάμε στη θάλασσα. Enjoy, man! It’s ΟΚ!». Το όπλο που είχε περασμένο στη μέση της δεν μου φάνηκε καθόλου ΟΚ, ομολογώ όμως ότι ένιωθα ασφαλής γνωρίζοντας ότι η συνοδός μου, εκτός από Ναόμι, ήταν και Λάρα Κροφτ. Ειδικά όταν σταματήσαμε σε ένα παράπηγμα γεμάτο μαστουρωμένους θαμώνες. «Το καλύτερο εστιατόριο στο νησί» είπε η Ναόμι, συστήνοντάς μου τον ιδιοκτήτη που εντελώς συμπτωματικά ήταν εξάδελφός της. Κάθησα σεμνά στη γωνιά μου, σκούπισα με ένα υγρομάντιλο (που ευτυχώς είχα μαζί μου) το λιγδιασμένο τραπέζι και άρχισα να φτιάχνω σενάρια για τουρίστες που βγήκαν από το ξενοδοχείο τους και δεν τους ξαναείδαν ποτέ. Τότε κατέφθασαν τα πιάτα μας. Jerk chicken, δηλαδή ψητό κοτόπουλο με ρύζι από δίπλα. «Πρόσεχε, καίει πολύ». «Δεν έχω πρόβλημα». Λίγο μετά είχα παραλύσει από το κάψιμο. «Νερόοο!». «Oχι! Το κάνει χειρότερο, φάε ρύζι!». Το οποίο έκανε πράγματι υποφερτές τις τρομακτικές πρώτες μπουκιές. Επειτα, όμως, πίσω από το κάψιμο άρχισαν να αναδύονται τα αρώματα. Κάτι που θύμιζε κανέλα και καμένη ζάχαρη, μέλι και τζίντζερ, λεμόνι και πετιμέζι, γλυκό και πικάντικο μαζί… Κάτι υπέροχο! Εφυγα από το νησί έχοντας αγοράσει κιλά τυποποιημένης «Jerk sauce». Δοκίμασα να φτιάξω και σπιτική. Βρήκα πολλές συνταγές. Σας προτείνω την πιο «εξευρωπαϊσμένη». Πάντως, αν κάνετε Jerk barbeque και θέλετε οι καλεσμένοι σας να εξακολουθήσουν να σας μιλάνε, φροντίστε να ψήσετε και μερικές μερίδες κατά τον ελληνικό τρόπο, με λαδομουσταρδολέμονο και ρίγανη.

Jerk Chicken

Πικάντικο κοτόπουλο

ΥΛΙΚΑ (για 4-5 άτομα)

1 κοτόπουλο κομμένο σε μερίδες

χυμό από 3-4 λάιμ

Για τη μαρινάδα

½ φλ. λευκό ξίδι

3 κ.σ. μαύρο ρούμι

3-5 καυτερές πιπερίτσες

1 κρεμμύδι

4 φρέσκα κρεμμυδάκια

4 σκελίδες σκόρδο

1 κ.σ. ξερό θυμάρι

2 κ.σ. έ.π. ελαιόλαδο

1 κ.γ. αλάτι

1 κ.γ. μαύρο πιπέρι, φρεσκοτριμμένο

2 κ.γ. κανέλα

1 κ.γ. μοσχοκάρυδο

1 κ.γ. μπαχάρι

1 κ.γ. τζίντζερ, σε σκόνη

2 κ.σ. μαύρη ζάχαρη

1 κ.σ. μέλι

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

Μαρινάδα: Ρίχνουμε όλα τα υλικά στο multi και τα χτυπάμε ώσπου να γίνουν πολτός. Αν είναι στεγνός, προσθέτουμε λίγο ακόμη λάδι ή και νερό. (Ανάλογα με τα γούστα σας, μπορείτε να παραλείψετε ή να μειώσετε τη δόση κάποιου από τα υλικά).

Κοτόπουλο: Περιχύνουμε το κοτόπουλο με το λάιμ και το αφήνουμε στο ψυγείο να μαριναριστεί για 30 λεπτά. Βγάζουμε το κοτόπουλο από το ψυγείο και αλείφουμε τα κομμάτια του με τη μαρινάδα. (Προσοχή, επειδή είναι καυτερή: να φοράτε γάντια και να μη βάλετε τα χέρια σας στα μάτια σας). Αφήνουμε στο ψυγείο για 1 ώρα. Ψήνουμε στον γκριλ του φούρνου ή στα κάρβουνα. Απαραίτητο συνοδευτικό το ρύζι – και το γιαούρτι καλό είναι…

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 15 Ιουνίου 2014.