Ενας στόχος μακρινός για τους επιστήμονες σε ό,τι αφορά τη θεραπεία του διαβήτη έρχεται ξανά στο προσκήνιο, καθώς ερευνητές ανέφεραν ότι ανακάλυψαν ένα μόριο που αναστέλλει τη διάσπαση της ινσουλίνης σε ποντίκια.

Προς νέες θεραπείες

Το μόριο αυτό, η ανακάλυψη του οποίου δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature», μπλοκάρει μια πρωτεΐνη που ονομάζεται IDE (insulin-degrading enzyme) στα ποντίκια. «Αν αναστείλουμε τη λειτουργία του ενζύμου που διασπά την ινσουλίνη, τότε τα επίπεδα ινσουλίνης στον οργανισμό είναι υψηλότερα και η γλυκόζη του αίματος χαμηλότερη» ανέφερε ο Ντέιβιντ Λιου, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ στη Μασαχουσέτη. Με δεδομένο ότι τα άτομα με διαβήτη τύπου 2 τείνουν να έχουν χαμηλά επίπεδα ινσουλίνης, η καινούργια ανακάλυψη μπορεί να οδηγήσει σε νέες θεραπείες της νόσου, σύμφωνα με τον ερευνητή.

Παρότι η IDE πρωτοεντοπίστηκε πριν από 65 χρόνια, η αναστολή της δράσης της είχε αποδειχθεί άκρως δύσκολη ως σήμερα. Οι περισσότεροι υποψήφιοι που δοκιμάστηκαν ήταν είτε πολύ ασταθείς ώστε να παραμείνουν αρκετά εντός του σώματος είτε δεν δρούσαν επιλεκτικά με αποτέλεσμα να μπλοκάρουν εκτός από την IDE και άλλες σημαντικές για τον οργανισμό πρωτεΐνες.

Ο δρ Λιου ένωσε λοιπόν τις δυνάμεις του με τον συνάδελφό του Αλαν Σαγκατέλιαν και άλλους επιστήμονες του Χάρβαρντ προκειμένου να «σαρώσουν» πολλά μόρια ώστε να εντοπίσουν αυτά που θα ήταν σταθερά αλλά και με επιλεκτική δράση. Στη συνέχεια ήλεγξαν την επίδραση του καλύτερου από αυτά σε αδύνατα αλλά και σε παχύσαρκα ποντίκια τα οποία είχαν λάβει γλυκόζη.

Ταχύτερη μείωση του σακχάρου με τον αναστολέα

Όπως φάνηκε, τα επίπεδα του σακχάρου του αίματος έπεσαν ταχύτερα στα πειραματόζωα που έλαβαν τον αναστολέα σε σύγκριση με όσα δεν τον έλαβαν, είτε αυτά ήταν αδύνατα είτε παχύσαρκα. Ωστόσο η ερευνητική ομάδα έκανε και μια απρόσμενη ανακάλυψη: ο αναστολέας της IDE είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα όταν στα ζώα γινόταν έγχυση γλυκόζης αντί για κατανάλωσή της.

Οι ερευνητές εκτιμούν πως η αιτία για αυτές τις αντίθετες αποκρίσεις είναι ότι η IDE επηρεάζει επίσης δύο άλλες ορμόνες του εντέρου που ρυθμίζουν το σάκχαρο του αίματος: πρόκειται για τις αμυλίνη και γλυκαγόνη. Για παράδειγμα, ποντίκια που έλαβαν τον αναστολέα είχαν υψηλότερα επίπεδα γλυκαγόνης, μιας ορμόνης που ανεβάζει τα επίπεδα σακχάρου του αίματος, μετά από ένεση γλυκόζης.

Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, σύμφωνα με τον δρα Λιου τα ποντίκια που καταναλώνουν γλυκόζη τείνουν να έχουν πολύ υψηλότερα επίπεδα ινσουλίνης σε σύγκριση με όσα λαμβάνουν τη γλυκόζη με έγχυση. Ετσι οποιαδήποτε αρνητική επίδραση του αναστολέα σε άλλες ορμόνες είναι σίγουρα μικρότερη από τα οφέλη που έχει ο αναστολέας στην ινσουλίνη όταν η γλυκόζη καταναλώνεται από το στόμα.

Ανησυχία για την επίδραση στη γλυκαγόνη

Σχολιάζοντας τα νέα ευρήματα ο Ντάνιελ Ντράκερ, ενδοκρινολόγος στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο στον Καναδά, τα χαρακτήρισε ως άκρως σημαντικά. Ωστόσο εξέφρασε ανησυχία σχετικά με το ότι η επίδραση του αναστολέα στη γλυκαγόνη θα μπορούσε να ακυρώσει τη χρησιμότητά του στη θεραπεία του διαβήτη. «Το μεγάλο αναπάντητο ερώτημα είναι: Τι μπορεί να συμβεί με τη χρόνια αναστολή; Δεν θέλουμε τα επίπεδα γλυκαγόνης να είναι μακροπρόθεσμα υψηλά» κατέληξε ο ειδικός θέτοντας τα ερωτήματα του μέλλοντος για τους ερευνητές.