Τι έφταιξε και τα exit polls του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών κατέληξαν σε «φιάσκο» προκαλώντας σύγχυση και εσφαλμένες πολιτικές εντυπώσεις; Με αφετηρία το βασικό σφάλμα που ήταν η υπερεκτίμηση των επιδόσεων της υποψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ για την Περιφέρεια Αττικής Ρένας Δούρου, στην οποία τα exit polls έδιναν από 27% ως 31% (έναντι 20,5% ως 24,5% του αντιπάλου της Ι. Σγουρού), για να βρεθεί τελικώς στο 23,8%, η αναζήτηση (μεθοδολογικών) ευθυνών ανέδειξε μια σειρά κρίσιμα ερωτήματα γύρω από τους τρόπους διασφάλισης της αξιοπιστίας των δημοσκοπήσεων συνολικότερα. Οι δημοσκόποι βρέθηκαν στη δίνη του κυκλώνα, ενώ είναι προφανή η επιφυλακτικότητα και ο σκεπτικισμός που περιβάλλουν πλέον τις διενεργούμενες στη χώρα μας έρευνες της κοινής γνώμης. Υπό το πρίσμα αυτό τα exit polls για τον δεύτερο γύρο –θα αφορούν μόνο την Περιφέρεια Αττικής –και τις ευρωεκλογές που θα διενεργηθούν, παρά το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε, αποτελούν ένα στοίχημα αξιοπιστίας για τις εταιρείες δημοσκοπήσεων και επανάκτησης της πληγείσας φερεγγυότητάς τους.
Παρά τις αλγεινές εντυπώσεις που προκλήθηκαν από την υπερεκτίμηση του ποσοστού της κυρίας Δούρου, πυροδοτώντας από νωρίς πολιτικές αναταράξεις στα κομματικά επιτελεία και θριαμβολογίες στελεχών της Κουμουνδούρου, ουδείς μπορεί να υποεκτιμήσει μια βασική γενική παράμετρο: ότι από τις εθνικές εκλογές του Μαΐου 2012 και τις ανατροπές που σημειώθηκαν στον πολιτικό και εκλογικό χάρτη της χώρας υπάρχει ένα τοπίο αυξημένης ρευστότητας με αστάθμητους παράγοντες και «υπόγειες» τάσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Στο πλαίσιο αυτό είναι χαρακτηριστικό το φαινόμενο που κατέγραψαν οι δημοσκόποι όσον αφορά τους όρους και την ποιότητα των exit polls, τα οποία βασίστηκαν σε σημαντικό βαθμό στις εσκεμμένα παραπλανητικές απαντήσεις των ερωτηθέντων ψηφοφόρων έξω από τα εκλογικά τμήματα. Οι λιγότερο πρόθυμοι να απαντήσουν στο ερώτημα «ποιο κόμμα ψηφίσατε;» ήταν, όπως έχουν επισημάνει οι εκλογολόγοι, όσοι ψήφισαν την κυβέρνηση, με πιο πρόθυμους, αντιθέτως, εκείνους που επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν δίσταζαν να δηλώσουν την επιλογή τους. Είναι ενδεικτική της δυσκολίας ενώπιον της οποίας βρέθηκαν οι δημοσκόποι από αυτή την «εικονική» κατάσταση η παραδοχή τους ότι δεν μπορεί να ελεγχθεί ο παράγων της παραπλανητικής απάντησης.
Αποκλίσεις από την πραγματικότητα σημειώθηκαν όχι μόνο στην περίπτωση της Περιφέρειας Αττικής αλλά και του Δήμου Αθηναίων, με τα exit polls να αποτυπώνουν «πρωτιά» του υποψηφίου του ΣΥΡΙΖΑ Γ. Σακελλαρίδη έναντι του νυν δημάρχου Γ. Καμίνη, κάτι που σύντομα αντιστράφηκε υπέρ του δευτέρου, ενώ και στον Δήμο Πειραιώς η «ψαλίδα» που έδειχναν τα exit polls υπέρ του Γ. Μώραλη έναντι του νυν δημάρχου Ν. Μιχαλολιάκου ήταν πιο περιορισμένη. Βεβαίως στην περίπτωση της κυρίας Δούρου, παρά τη μεγάλη απόκλιση από τα ποσοστά που κατέγραψαν τα πρώτα exit polls, καταγράφηκε σωστά η υπερίσχυσή της έναντι του αντιπάλου της, τον οποίο οι προεκλογικές δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν σταθερά πρώτο. Επίσης υπήρξαν και ακριβείς καταγραφές ως προς την προσέγγιση των ποσοστών άλλων υποψηφίων σε περιφέρειες της χώρας αλλά και στον Δήμο Αθηναίων, όπως στην περίπτωση του υποψηφίου της ΧΑ Ηλ. Κασιδιάρη (η πρόβλεψη ήταν 14%-17% με τελικό ποσοστό 16,12%) ή στην περίπτωση του Ηλ. Παναγιώταρου στην Περιφέρεια (η πρόβλεψη ήταν 9%-11% με τελικό ποσοστό 11,13%).
Σε κάθε περίπτωση η προσεκτική μελέτη της αρνητικής εμπειρίας που καταγράφηκε την περασμένη Κυριακή είναι επιβεβλημένη και τα επιτελεία των εταιρειών δημοσκοπήσεων συζητούν αυτές τις ημέρες τα μεθοδολογικά προβλήματα που ανέκυψαν αναζητώντας ασφαλείς τρόπους αποφυγής τους στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό το κεντρικό μεθοδολογικό ζήτημα που ανακύπτει και αποτελεί ίσως την πιο αξιόπιστη εκδοχή για το βασικό ερώτημα «τι έφταιξε και έπεσαν έξω τα exit polls για την κυρία Δούρου;» είναι ότι:
Οι δημοσκοπήσεις της τελευταίας διετίας και τα exit polls καταγράφουν στο σταθερό ερώτημα «ποιο κόμμα είχατε ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές τον Ιούνιο του 2012;» μια υποαντιπροσώπευση της δύναμης του ΣΥΡΙΖΑ. Το μεθοδολογικό πρόβλημα που ανακύπτει για κάποιους ερευνητές είναι αν αυτό οφείλεται στην άρνηση συμμετοχής στις δημοσκοπήσεις των ψηφοφόρων του ή αν η πραγματική δύναμη εκκίνησης του ΣΥΡΙΖΑ είναι το 17% του Μαΐου 2012 και όχι το 27% του Ιουνίου 2012. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, αν σταθμίσει κάποιος τις έρευνες και τα exit polls με τα ποσοστά του Ιουνίου του 2012, εξάγει άλλα αποτελέσματα από αυτά που θα είχε αν δεν στάθμιζε τα δείγματα με τα ποσοστά αυτά αλλά μόνο με βάση τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του δείγματος (δηλαδή, το φύλο, τις ηλικίες και τις περιοχές).
Με βάση την προσέγγιση αυτή, παρουσιάζει ενδιαφέρον η διαφοροποίηση που αποτυπώνεται στον πίνακα που παρατίθεται.
Οπως και να έχει, η μεθοδολογική συζήτηση που άνοιξε θα κρατήσει καιρό και οι ερευνητές της κοινής γνώμης θα κληθούν (και θα κριθούν εξ αυτού) να αποδείξουν ότι οι δημοσκοπήσεις και τα exit polls δεν είναι προϊόντα εντυπωσιασμού ή πολύ χειρότερα επηρεασμού της κοινής γνώμης αλλά χρήσιμα εργαλεία για την «ανάγνωση» της πολιτικής και κοινωνικής πραγματικότητας κατά τη συγκεκριμένη συγκυρία στην οποία διενεργείται η έρευνα.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ



