Οταν τον ρωτάνε τι επάγγελμα κάνει, λέει: «Καλλιτέχνης». Αυτό είναι το ωραίο με τον Αγγελο Παπαδημητρίου. Δεν θέλει να δεσμεύεται από λέξεις. Κανονικά θα έπρεπε να φοράει τα πλήρη διαπιστευτήριά του παράσημο στο μανίκι του. Είναι εικαστικός, τραγουδιστής, ηθοποιός, και μάλιστα σε συνεργασίες με τους κορυφαίους εκάστης έκφρασης. Παράδειγμα: Η Εθνική Γλυπτοθήκη αγόρασε πρόσφατα μια προτομή του Καβάφη που φιλοτέχνησε για έκθεση στο Ιδρυμα Θεοχαράκη. Στη Λυρική Σκηνή εντυπωσίασε τους πάντες με τις επιδόσεις του στην οπερέτα. Κρατάει «έναν υπέροχο ρόλο» στη νέα ταινία του Πάνου Χ. Κούτρα, την «Ξενία» – αλλά δεν θέλει να πει τίποτε περισσότερο, γιατί «είναι μυστικό». Πάντως εμείς συναντηθήκαμε με θεατρική αφορμή δεδομένου ότι συμμετέχει στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου που θα ανέβει στο Εθνικό από τον Νίκο Καραθάνο. Επιβεβαιώθηκε έτσι αυτό που πάντοτε υποψιαζόμουν. Αυτό το υπέροχο πλάσμα που λέγεται Αγγελος Παπαδημητρίου είναι ένας άνθρωπος πολύ τρυφερός που μπολιάζει τη σπάνια αλήθεια του στις τέχνες του. Που μοιάζει να βρίσκεται στα σύννεφα αλλά πατάει πολύ γερά στη γη, που αντλεί μεγάλη αυτοπεποίθηση από τις επιτυχίες του αλλά παραμένει ταπεινός, γλυκός, απροσποίητος. Το «μοντέλο» του έχει πάψει να κυκλοφορεί, ας πάρουμε όλοι μαθήματα.

– Να πούμε λίγα λόγια για το «Δεκαήμερο»;
«Στη διάρκεια μια μεγάλης επιδημίας στον Μεσαίωνα μερικοί ευγενείς κλείνονται σε έναν πύργο και αρχίζουν να λένε ιστορίες. Για τον άνθρωπο, για την ανακάλυψη της ζωής, για τις πρώτες στιγμές της ανθρωπότητας, για τον θάνατο, τον έρωτα, τη ζωή. Είναι ο άνθρωπος έκπληκτος σαν μωρό που ανακαλύπτει τον κόσμο. Πάντως, όταν με ρωτάνε τι κάνω αυτόν τον καιρό, λέω ότι κάνω σεμινάρια θεάτρου στη σχολή του Καραθάνου. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι ηθοποιός αλλά ότι μαθαίνω θέατρο. Είμαι 62 χρόνων – μη βλέπετε που δεν έχω ασπρίσει και ας μην τα βάφω – και νόμιζα πως γνώριζα όλα τα εκφραστικά μέσα».

– Ο χαρακτήρας που υποδυθήκατε στην «Γκόλφω» ήταν πάντως ένας κόντρα ρόλος.
«Τελείως, εγώ το φοβήθηκα, όλοι αμφέβαλλαν, αλλά ο Καραθάνος μού είπε: “Είσαι γεννημένος γι’ αυτό, αυτό θα κάνεις”. Και να φανταστείς ότι είναι πολύ μικρότερός μου, το τέρας!».

– Γιατί αργήσατε να ξεκινήσετε την ενασχόλησή σας με το θέατρο – στα 40 σας, αν δεν απατώμαι;
«Ηθελα να μπω με τους δικούς μου όρους. Ηθελα ευγένεια και γλυκύτητα, ισοτιμία, καλοσύνη. Δεν μου άρεσε η άγρια όψη του θεάτρου, που βρίζουν, φωνάζουν, που “βασανίζουν” τους ηθοποιούς. Με φώναξε λοιπόν ο Χουρμουζιάδης για να κάνω Μαλβόλιο. Και μετά ο Βουτσινάς με πήγε κατευθείαν στην Επίδαυρο. Ηξερα ότι έχω κάποιες δυνατότητες, αλλά έλεγα: “Αν δεν γίνει κάτι, ακόμα καλύτερα”. Είχα πειστεί δε, στα 40 μου, ότι ποτέ δεν θα γίνει κάτι. Ομως με πλησίασαν άνθρωποι αξιόλογοι και μου άνοιξαν δρόμους, σε όλα τα είδη. Στο μουσικό θέατρο, στο Εθνικό, στην κωμωδία. Μέχρι στιγμής είχα μια τύχη καλή».

– Γιατί να ανοίξουν οι πόρτες για εσάς και όχι κάποιον άλλον;
«Γιατί ήμουν παρών. Γιατί έλεγα: “Είμαι εδώ”. Ο καλλιτέχνης με κάποιον τρόπο πρέπει να υπενθυμίζει την παρουσία του – και με αυτό δεν εννοώ να κάνει δημόσιες σχέσεις».

– Είχατε δώσει όμως ήδη το στίγμα σας μέσα από τις επιλογές σας.
«Με πίστεψαν ως αλήθεια – γιατί όλα αυτά που κάνω είναι πολύ επικίνδυνο να φανούν ότι είναι εκκεντρικά, ότι είναι παραξενιές ή σνομπιστικά. Οταν μπεις από το παράθυρο, πρέπει να πείσεις δύο φορές ότι είσαι καλός. Το λέω από την άποψη ότι δεν ξεκίνησα με μικρούς ρόλους αλλά μπήκα κατευθείαν στα βαθιά. Και με τα εικαστικά το ίδιο συνέβη. Με την πρώτη έκθεση έκανα εντύπωση και πήγα στην Μπιενάλε Βενετίας. Και με τα τραγούδια αμέσως στο Μέγαρο Μουσικής και στο μουσικό θέατρο, και μου έδωσαν το βραβείο “Παναθήναια”».

– Παίζει ρόλο ότι δημιουργείτε και μια αίσθηση οικειότητας στον θεατή…

«Αυτό είναι το μεγαλύτερο κομπλιμάν! Αυτό που λέω είναι: “Να ξυπνάς το πρωί και να μην είσαι”. Να ξυπνάς και σιγά-σιγά να γίνεσαι. Να ανακαλύπτεις τον εαυτό σου από την αρχή».

– Πώς επιτυγχάνεται αυτό;
«Με άσκηση. Φαίνεται ελαφρύ αυτό που έχω κάνει, και ευχάριστο, αλλά κρύβει από κάτω πολλές εργατοώρες. Ακόμη και τα τηλεοπτικά που έκανα, που ήταν πιο “ποπ”, για πέντε λεπτά που εμφανιζόμουν δούλευα μία εβδομάδα. Θυμάμαι στο “Και ύστερα ήρθαν οι μέλισσες” που θα έλεγα ένα τραγούδι του Κραουνάκη. Ε, το δούλευα επί τρεις μήνες. Οταν το είπα όμως, το είπα αμέσως μια κι έξω. Πήγα στην ηχογράφηση και ήμουν πανέτοιμος. Θέλω να είμαι τεχνικά άψογος».

– Δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτε καλλιτεχνικό που να μην έχετε κάνει. Ισως η συγγραφή. Την έχετε σκεφθεί;
«Εχω έναν τρόμο με τη συγγραφή. Μου είχε πει ο Χριστιανόπουλος: “Να γράψετε”. Με το που πάω να γράψω μια γραμμή, ιδρώνω. Προτιμώ να πλύνω μια στοίβα πιάτα. Και η σκηνοθεσία με τρομάζει πολύ, όπως και η φωτογραφία. Νομίζω επειδή επιβάλλουν ένα πλαίσιο. Εμένα άμα μου βάλεις πλαίσιο, αμέσως αρχίζω και φοβάμαι. Αφησέ με ελεύθερο. Ο Βουτσινάς μού έδινε το κείμενο και μου έλεγε “έλα σε είκοσι μέρες” κι εγώ τού έκανα θαύματα. Θέλω εμπιστοσύνη και σεβασμό. Αν και μου έχει συμβεί να με αντιμετωπίσουν περιφρονητικά και αυτό να με κάνει να θέλω να τους αποδείξω ότι μπορώ να τα καταφέρω».

– Από πού αντλείτε τη θετική ενέργεια και την αισιοδοξία που σας χαρακτηρίζουν;

«Από τους φίλους μου. Είναι το μεγάλο δώρο της ζωής μου, ό,τι έχω πετύχει είναι χάρη σε αυτούς. Φίλοι που είναι βουτηγμένοι στην τέχνη, όπως η Ελένη Βακαλό από παλιά, ο Μαυροΐδης, η Τζούλια Δημακοπούλου στις “Νέες Μορφές”, αλλά και φίλοι που είναι βουτηγμένοι στη ζωή. Με τις συμβουλές τους και τις κουβέντες και την αγάπη τους με έκαναν και προχώρησα. Βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια τους. Ελεγα πάντα ότι ο καλλιτέχνης είναι μέντιουμ, συλλαμβάνει τις γνώμες των γύρω του και τις μετουσιώνει σε έργο».

– Δηλαδή την τοποθετείτε πιο ψηλά κι από τον έρωτα;
«Η φιλία είναι το πρώτο της ζωής μου ζητούμενο. Θυμάμαι που έλεγε ο αγαπημένος μου Βουτσινάς: “Πόσο τυχερός είσαι, εγώ καταστράφηκα που έβαζα τον έρωτα μπροστά” – και γελούσε. Ο έρωτας είναι υπέροχος αλλά είναι τέταρτος, πέμπτος στην ιεραρχία μου. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να στέκεσαι απέναντι στα πράγματα θετικός, να είσαι ευγενής και σε θέση να εκτιμήσεις την ομορφιά του πολιτισμού».

– Σε τι διαφέρει ο καλλιτέχνης από τους υπόλοιπους ανθρώπους;
«Ο καλλιτέχνης είναι μια μορφή καλοσύνης. Ενας παρηγορητής, ένας νοσοκόμος της ψυχής. Χρειάζεται μεγάλη δύναμη για να διυλίζει την τρέλα, να βγάζει το άρρωστο κομμάτι της και να κρατάει το “υγιές”».

– Ο ίδιος τι παίρνει από αυτή τη διαδικασία;
«Το μεγάλο δώρο είναι ότι μπορείς να βρίσκεσαι έξω από τη ζωή. Οχι ότι δεν μπορώ να βρίσκομαι μέσα στη ζωή. Το αντίθετο. Ημουν από τα παιδιά τα τυχερά, είχα άνεση, χαρά, υγεία. Συναισθανόμουν όμως ότι υπάρχει και ένας άλλος κόσμος, κάτι άλλο που με περίμενε. Η πρώτη φορά που το αισθάνθηκα ήταν όταν ήμουν οκτώ χρόνων. Ηταν οικογενειακός μας φίλος ο ζωγράφος Κώστας Πανιάρας και θυμάμαι που είχε δείξει έργα του σε φίλους του, αλλά επειδή ήταν πολύ μοντέρνα εκείνοι τον χλεύασαν – αν και όχι κακοπροαίρετα. Εμένα μου μπήκε εκείνη η ιδέα ότι αυτός ο άνθρωπος είναι από άλλον κόσμο. Εναν κόσμο μέσα στον οποίο ήθελα να ζήσω».

– Δεν βρίσκεστε δηλαδή μέσα στην κρίση, δεν βιώνετε τις επιπτώσεις της;
«Δεν με έχει επηρεάσει καθόλου, Το λέω και δεν ντρέπομαι. Βαδίζω σε έναν δρόμο όπου το υλικό κομμάτι όλο και λιγοστεύει και αυξάνεται το πνευματικό. Στα 60 μου χρόνια δεν μπορώ να έχω υλικά κρατήματα από τη ζωή. Η αγάπη, ο εγωισμός, η ανάγκη να κατακτήσεις είναι φυσιολογικά, όταν όμως μεγαλώνεις, αλίμονο αν κρατιέσαι από ένα αυτοκίνητο, από μια σχέση. Χαίρομαι που δεν είμαι ένα βαρύγδουπο πράγμα, όπως ορισμένοι άνθρωποι παγιδευμένοι στην εικόνα τους».

– Πώς την αποφύγατε την παγίδα;
«Θέλει και λίγη εξυπνάδα για να προλάβεις τα χρόνια που έρχονται. Μια παρηγοριά είναι να κάνεις τον σοφό, να οχυρωθείς πίσω από την επιτυχία σου. Ομως και αυτό παγίδα είναι. Στον θίασο ξεκίνησα ως ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Βλέπεις τα νιάτα, το ταλέντο, σου σπάει ο τσαμπουκάς και προσπαθείς κι εσύ να βρεις άλλες διόδους δημιουργικές. Πώς κάτι δέντρα φυτρώνουν πάνω στους βράχους και σκέφτεσαι: “Μα από πού παίρνει νερό;”. Από την ανάγκη να υπάρξει, βρίσκει τρόπους».

– Σας έχει λείψει κάτι στη ζωή;
«Τίποτε απολύτως. Δεν περιμένω τίποτε, ό,τι μου ‘ρχεται, καλώς να έρθει. Δεν έβαλα ποτέ στόχους. Ηρθαν μόνα τους όλα. Ξυπνάω κάθε πρωί και λέω “ευχαριστώ”».

H φωτογράφηση πραγματοποιήθηκε στον Bοτανικό Κήπο του οποίου τη διεύθυνση ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση.

Βοτανικός Κήπος : Ιερά Οδός 403, Χαιδάρι.

*Δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑmen Απριλίου 2014