Η εβδομάδα που πέρασε, από τις 9 ως τις 15 Μαρτίου, ήταν η Παγκόσμια Εβδομάδα Γλαυκώματος και το πιθανότερο είναι ότι, ακόμη και αν το πληροφορηθήκατε, οι περισσότεροι θα σκεφθήκατε ότι δεν σας αφορά. Και όμως αυτή η νόσος φαίνεται να «προτιμά» τη χώρα μας. Σύμφωνα με μελέτες, υπολογίζεται ότι περίπου 180.000 Ελληνες πάσχουν από γλαύκωμα –ποσοστό επί του πληθυσμού που υπερβαίνει τον παγκόσμιο μέσο όρο –και μάλιστα οι μισοί από αυτούς μάλλον δεν το γνωρίζουν. Πρόκειται για μια νόσο η οποία εμφανίζεται μετά τα 40 και δρα ύπουλα: τα συμπτώματά της γίνονται αισθητά από τον πάσχοντα μόνο όταν είναι πολύ αργά και έχει χάσει σε μεγάλο βαθμό την όρασή του. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι δεν είναι αντιμετωπίσιμη. Αντιθέτως, η τύφλωση από γλαύκωμα μπορεί σήμερα να προληφθεί στο 80% των περιπτώσεων, ενώ η ιατρική και η τεχνολογία έχουν προχωρήσει σημαντικά τα τελευταία χρόνια βελτιώνοντας τόσο τη διάγνωση όσο και τις θεραπείες που προτείνονται –μαζί με αυτές και την ποιότητα ζωής των ασθενών. Το «κλειδί της επιτυχίας» βρίσκεται όμως τελικά στα χέρια των τελευταίων: το «άλφα και το ωμέγα» για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του γλαυκώματος είναι οι τακτικές επισκέψεις στον οφθαλμίατρο και η σχολαστική τήρηση των συμβουλών του.
«Ελληνική» υπόθεση


«Το γλαύκωμα είναι μια ομάδα οφθαλμικών παθήσεων οι οποίες χαρακτηρίζονται από βλάβη του οπτικού νεύρου. Αν η νόσος δεν αντιμετωπισθεί έγκαιρα, μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Γιώργος Μαγκουρίτσας, διευθυντής στην Οφθαλμολογική Κλινική του Νοσοκομείου «Ερυθρός Σταυρός» στην Αθήνα και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γλαυκώματος. Οπως προσθέτει, η νόσος «πλήττει» περίπου το 2% των ατόμων άνω των 40 ετών και η πιο συχνή μορφή της είναι το πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας. «Αυτό συνήθως εξελίσσεται αργά, χωρίς οφθαλμικά συμπτώματα. Η διαταραχή της όρασης ξεκινά περιφερικά, περιορίζοντας σταδιακά το οπτικό πεδίο του ασθενούς, χωρίς να γίνεται αντιληπτή από τον ίδιο. Το πόσο ύπουλο είναι το γλαύκωμα επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι περίπου 50% των ασθενών δεν γνωρίζουν ότι πάσχουν από τη νόσο».
Οι μελέτες, από την πλευρά τους, φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι το γλαύκωμα είναι μια υπόθεση που αφορά ιδιαίτερα τους Ελληνες. «Σύμφωνα με την πληροφόρηση που έχουμε και κυρίως από τη Thessaloniki Eye Study, μια μελέτη που δείχνει το ποσοστό πασχόντων από γλαύκωμα και διαπιστώνει σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα, το βασικό συμπέρασμα είναι ότι στην Ελλάδα η συχνότητα του γλαυκώματος είναι αυξημένη σε σχέση με τον παγκόσμιο μέσο όρο» λέει μιλώντας στο «Βήμα» ο κ. Αναστάσιος Κώνστας, καθηγητής Οφθαλμολογίας, επικεφαλής της Μονάδας Γλαυκώματος στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης και αντιπρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Γλαυκώματος. «Αυτό οφείλεται κυρίως στην ύπαρξη ενός χαρακτηριστικού τύπου γλαυκώματος, του αποφολιδωτικού γλαυκώματος, το οποίο σε εμάς είναι συχνό. Δηλαδή, περίπου 40% από τους γλαυκωματικούς ασθενείς που βλέπουμε όχι μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά σε όλη την Ελλάδα έχουν αυτόν τον τύπο γλαυκώματος». Οπως προσθέτει ο καθηγητής, το αποφολιδωτικό γλαύκωμα, το οποίο μαζί με το πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των τύπων γλαυκώματος που παρατηρούνται στη χώρα μας, εμφανίζεται σε μεγαλύτερη ηλικία και έχει βαρύτερη πρόγνωση, με αποτέλεσμα να είναι και δυσκολότερο στην αντιμετώπισή του.

«Πηγή» η ενδοφθάλμια πίεση


Το κοινό χαρακτηριστικό στους περισσότερους τύπους γλαυκώματος είναι η αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης η οποία προκαλεί τη βλάβη του οπτικού νεύρου. Η ενδοφθάλμια πίεση –η οποία δεν έχει καμία σχέση με την αρτηριακή πίεση –δημιουργείται από την «κυκλοφορία» του υδατοειδούς υγρού μέσα στα μάτια μας. Το υδατοειδές υγρό παράγεται με συνεχή ρυθμό από το ακτινωτό σώμα του ματιού για να προσφέρει θρεπτικά συστατικά και στη συνέχεια αποχετεύεται από μια συγκεκριμένη περιοχή, τον διηθητικό ηθμό. «Η ενδοφθάλμια πίεση παρουσιάζει φυσιολογικές διακυμάνσεις από άτομο σε άτομο, καθώς και κατά τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου» εξηγεί ο κ. Μαγκουρίτσας. «Στο πρωτοπαθές γλαύκωμα ανοιχτής γωνίας για άγνωστους λόγους η αποχέτευση του υδατοειδούς υγρού παρεμποδίζεται στον διηθητικό ηθμό και, καθώς το μάτι αποτελεί μια κλειστή κοιλότητα, η συσσώρευση του υγρού αυτού οδηγεί στην αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης. Το επίπεδο της ενδοφθάλμιας πίεσης που μπορεί να προκαλέσει βλάβη του οπτικού νεύρου διαφέρει από ασθενή σε ασθενή». Στατιστικά θεωρείται ότι το ανώτερο φυσιολογικό όριο της ενδοφθάλμιας πίεσης είναι η τιμή των 21 χιλιοστών της στήλης υδραργύρου (mm Hg) –ενδεικτικά οι φυσιολογικές τιμές της αρτηριακής πίεσης κυμαίνονται στα 120 ή 130 χιλιοστά της στήλης υδραργύρου.
Η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση προκαλεί σταδιακά βλάβη στο οπτικό νεύρο τραυματίζοντας τις ίνες του. Η φθορά αυτή ξεκινά με τρόπο ο οποίος δεν γίνεται άμεσα αντιληπτός, προκαλώντας απώλεια της όρασης από την περιφέρεια, για να προχωρήσει τελικά ως το κέντρο. Το οπτικό νεύρο έχει περίπου ένα εκατομμύριο νευρικές ίνες οι οποίες, λειτουργώντας σαν «ηλεκτρικό καλώδιο», όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι ειδικοί, μεταφέρουν τις οπτικές πληροφορίες από τον αμφιβληστροειδή χιτώνα των ματιών μας στον εγκέφαλο. «Οταν οι νευρικές ίνες τραυματίζονται, δεν μπορούν να μεταφέρουν την εικόνα ολοκληρωμένη» αναφέρει ο κ. Μαγκουρίτσας. «Στο γλαύκωμα αρχικά φθείρονται οι νευρικές ίνες που είναι υπεύθυνες για την περιφερική όραση. Ετσι, αντίθετα με τον καταρράκτη όπου μειώνεται η κεντρική όραση, δηλαδή η οπτική οξύτητα, το γλαύκωμα χαρακτηρίζεται στα πρώτα στάδια από διαταραχές του περιφερικού οπτικού πεδίου που ονομάζονται σκοτώματα. Οι κεντρικές νευρικές ίνες, που είναι υπεύθυνες για την κεντρική όραση, προσβάλλονται στο προχωρημένο στάδιο της νόσου. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποια μάτια έχουν πιο ευάλωτο οπτικό νεύρο λόγω κάποιας προδιάθεσης, όπως π.χ. κακής αιμάτωσης, με αποτέλεσμα να βλάπτονται πιο εύκολα ακόμη και με μικρή αύξηση της ενδοφθάλμιας πίεσης εντός των φυσιολογικών ορίων».
Η κλασική θεραπεία για το γλαύκωμα είναι τα κολλύρια που μειώνουν την ενδοφθάλμια πίεση. Οπως εξηγούν οι ειδικοί, αυτή η αγωγή πρέπει να χορηγείται σε καθημερινή βάση και επιλέγεται εξατομικευμένα για κάθε ασθενή –μπορεί να είναι ένα κολλύριο ή ένας συνδυασμός κολλυρίων με στόχο τη μείωση της πίεσης με τις ελάχιστες δυνατές παρενέργειες και την καλύτερη ποιότητα ζωής του ασθενούς. Αν η ενδοφθάλμια πίεση δεν ρυθμίζεται επαρκώς με κολλύρια, τότε σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να εφαρμοστούν ακτίνες λέιζερ (τραμπεκουλοπλαστική), ενώ ως τελική επιλογή συστήνεται η χειρουργική αντιμετώπιση, η οποία αποσκοπεί στη διάνοιξη μιας παράπλευρης αποχέτευσης του υδατοειδούς υγρού (τραμπεκουλεκτομή) με καλά αποτελέσματα.
Απαραίτητη η συμμόρφωση


Στο γλαύκωμα, όπως τονίζουν οι γλαυκωματολόγοι, μιλάμε δυστυχώς μόνο για αντιμετώπιση και όχι για θεραπεία. Πρόκειται για μια πάθηση η οποία είναι χρόνια και, άπαξ και εμφανιστεί, δεν «εξαφανίζεται» ποτέ. Το γεγονός αυτό καθιστά πιο δύσκολη τη «συμμόρφωση» του ασθενούς στη θεραπευτική αγωγή, η οποία τις περισσότερες φορές συνίσταται στο να βάζει τα κολλύριά του τακτικά, μία ή και περισσότερες φορές την ημέρα. «Ενα σημαντικό πρόβλημα με το γλαύκωμα είναι το γεγονός ότι αποτελεί μια χρόνια πάθηση χωρίς συμπτώματα. Οι ασθενείς δεν αντιλαμβάνονται ότι «πάσχουν» και αυτό χειροτερεύει και τη συμμόρφωσή τους αφού αναγκάζονται να πάρουν αγωγή για μια πάθηση που οι ίδιοι δεν κατανοούν ότι τελικά οδηγεί στην τύφλωση. Πρέπει να πειστούν ότι μόνο στο τέλος χάνεται η κεντρική όραση και ότι όταν συμβεί αυτό είναι πια πολύ αργά» λέει ο κ. Κώνστας. «Το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης στις χρόνιες παθήσεις αποτελεί μείζον θέμα στην ιατρική με σοβαρές συνέπειες και μεγάλο κοινωνικο-οικονομικό κόστος. Ετσι λοιπόν και στο γλαύκωμα το να χρησιμοποιείς καθημερινά κολλύρια για όλη σου τη ζωή είναι κουραστικό και επομένως η συμμόρφωση στην αγωγή είναι πολύ συχνά ανεπαρκής».
Μελέτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό δείχνουν δυστυχώς ότι σχεδόν οι μισοί ασθενείς δεν ακολουθούν σωστά τη θεραπεία τους. Αυτό, σε συνδυασμό με τον «ύπουλο» χαρακτήρα της πάθησης, θεωρείται ένας από τους λόγους για τους οποίους 7 εκατομμύρια άτομα στον πλανήτη έχουν τυφλωθεί από τη νόσο. Αντίθετα, οι ασθενείς που κατορθώνουν να νικήσουν την «κόπωση» που προκαλεί η χρόνια αγωγή μπορεί να έχουν εξαιρετικά αποτελέσματα. Η συμμόρφωση μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά με τη σωστή εκπαίδευση των ασθενών και την επιλογή καινοτόμων σκευασμάτων που είναι καλύτερα ανεκτά από τους ασθενείς. Ο κ. Κώνστας θεωρεί μάλιστα ότι αυτό αποτελεί ένα βασικό «όπλο» στον αγώνα εναντίον του γλαυκώματος. «Είναι πολύ πιθανόν ότι, αν όλοι οι ασθενείς με γλαύκωμα συμμορφώνονταν στην αγωγή τους, τότε η πρόγνωση του γλαυκώματος θα ήταν πολύ καλύτερη» τονίζει.
Στο μέλλον ο αριθμός των ατόμων που πλήττονται από το γλαύκωμα αναμένεται να αυξηθεί ταχέως εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού που παρατηρείται σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο. «Μιλάμε επομένως για μια πάθηση η οποία είναι σαν βραδυφλεγής βόμβα. Στα επόμενα χρόνια γνωρίζουμε ότι θα έχουμε όλο και περισσότερους ασθενείς» σημειώνει ο κ. Κώνστας. «Η έγκαιρη διάγνωση, η εξατομικευμένη αντιμετώπιση και η βελτιωμένη συμμόρφωσή στην αγωγή αποτελούν τα κομβικά σημεία για την επίτευξη του στόχου μας που είναι απλός: οι γλαυκωματικοί ασθενείς μας να πεθάνουν βλέποντας». Και φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για κάτι τέτοιο είναι η έγκαιρη διάγνωση –καθώς μεγαλώνουμε θα πρέπει να μάθουμε να φροντίζουμε τα μάτια μας όπως φροντίζουμε γενικότερα την υγεία μας, επισημαίνουν οι ειδικοί. «Με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Γλαυκώματος 2014 ας κρατήσουμε ως μήνυμα ότι μετά την ηλικία των 40 ετών ο καθένας μας θα πρέπει τουλάχιστον να γνωρίζει την ενδοφθάλμια πίεσή του, όπως και την αρτηριακή του πίεση, και να τη μετρά κάθε δύο χρόνια» συνιστά ο κ. Μαγκουρίτσας.

4 ερωτήσεις-απαντήσεις για την προστασία μας

Πότε πρέπει να εξεταστώ για γλαύκωμα;

Ολοι όσοι περνούν τα 40 θα πρέπει να παρακολουθούν συστηματικά την ενδοφθάλμια πίεσή τους –μια καλή ευκαιρία για την εξέταση για γλαύκωμα δίνεται σε κάθε μεσήλικο κατά την επίσκεψή του στον οφθαλμίατρο λόγω της πρεσβυωπίας. Η μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε δύο χρόνια. Ωστόσο όσοι έχουν συγγενή πρώτου βαθμού ο οποίος πάσχει από γλαύκωμα, όσοι είναι μύωπες, όσοι παίρνουν κορτιζόνη, καθώς και όσοι έχουν παλαιότερα τραυματισθεί σοβαρά στο μάτι, θα πρέπει να ελέγχονται συχνότερα.

Πώς γίνεται η διάγνωση του γλαυκώματος;

Το γλαύκωμα ανιχνεύεται με απλές και ανώδυνες οφθαλμολογικές εξετάσεις: τη μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης (τονομετρία), τη βυθοσκόπηση, την εξέταση του οπτικού πεδίου (αυτόματη περιμετρία) και ενδεχομένως ειδικές απεικονιστικές εξετάσεις. Για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του χρόνιου γλαυκώματος θα πρέπει να διαπιστωθεί βλάβη του οπτικού νεύρου ή/και διαταραχή του οπτικού πεδίου. Είναι σημαντικό να έχετε υπόψη ότι πολύ συχνά η νόσος μπορεί να διαφύγει της διάγνωσης αν κατά την οφθαλμολογική εξέταση ρουτίνας η μέτρηση της ενδοφθάλμιας πίεσης δεν συνδυαστεί με τη βυθοσκόπηση του οπτικού νεύρου.

Μπορεί να έχω αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση αλλά να μην έχω γλαύκωμα;

Πολύ συχνά παρατηρείται κάποιο άτομο να εμφανίζει οριακά αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση, χωρίς όμως το οπτικό νεύρο και το οπτικό πεδίο του να εμφανίζουν σημεία βλάβης. Στην περίπτωση αυτή το άτομο θεωρείται «ύποπτο γλαυκώματος»: χαρακτηρίζεται υπερτονικό αλλά όχι πάσχον από γλαύκωμα. Η οφθαλμική υπερτονία παρατηρείται σε σημαντικό τμήμα του πληθυσμού (υπερδιπλάσιο των γλαυκωματικών –4-6%), το οποίο στην Ελλάδα εκτιμάται ότι ανέρχεται περίπου σε 400.000 άτομα. Οσοι είναι υπερτονικοί θα πρέπει να παρακολουθούνται πιο συχνά και τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο να υποβάλλονται σε έλεγχο του οπτικού πεδίου και του οπτικού νεύρου έτσι ώστε, αν παρουσιαστεί κάποια παθολογική μεταβολή, να ξεκινήσουν αμέσως αντιγλαυκωματική αγωγή.

Μπορεί να έχω γλαύκωμα χωρίς να έχω αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση;

Το ενδεχόμενο αυτό δεν είναι τόσο συχνό όσο η υπερτονία, είναι όμως πιθανό. Ορισμένα άτομα μπορεί να έχουν ενδοφθάλμια πίεση στα φυσιολογικά όρια αλλά το οπτικό νεύρο και το οπτικό πεδίο τους να εμφανίζουν σημεία βλάβης. Στη διάγνωση αυτών των ασθενών, οι οποίοι χαρακτηρίζονται πάσχοντες από γλαύκωμα φυσιολογικής πίεσης, έχει ιδιαίτερη σημασία η βυθοσκόπηση. Η παθογένεια στις περιπτώσεις αυτές αποδίδεται σε κακή αιμάτωση ή ενδογενείς παράγοντες οι οποίοι καθιστούν το οπτικό νεύρο ευάλωτο ακόμη και σε μικρές αυξήσεις της ενδοφθάλμιας πίεσης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ