Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: κατά την περασμένη καλλιτεχνική περίοδο στη Γερμανία δόθηκαν περισσότερες παραστάσεις όπερας από όσες στις ΗΠΑ, τη Ρωσία, τη Γαλλία και την Ιταλία μαζί! «Είναι πραγματικά απίστευτο: κάθε γερμανική πόλη έχει και ένα λυρικό θέατρο» δήλωνε προ ημερών στους «Times» της Νέας Υόρκης ο Μάικ Γκιμπ, διευθυντής του OperaBase, της βάσης δεδομένων που λειτουργεί συλλέγοντας πληροφορίες για παραστάσεις όπερας από ολόκληρο τον κόσμο.
Ο χάρτης των παραστάσεων


Ο ίδιος έκανε λόγο για «ισχυρό μηχανισμό» υποστήριξης του είδους σε χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία, η πρωτεύουσα της οποίας, η Βιέννη, βρίσκεται στην κορυφή της λίστας των πόλεων με τον μεγαλύτερο αριθμό παραστάσεων. Και στις δύο περιπτώσεις η λυρική σκηνή είναι τόσο δυναμική και η παράδοση της οικονομικής της υποστήριξης τόσο ισχυρή ώστε τα θέατρα έχουν τη δυνατότητα του πειραματισμού. Το γεγονός αυτό επιτρέπει την ανανέωση του ρεπερτορίου, εξασφαλίζει το ενδιαφέρον των νεότερων γενεών θεατών αλλά και την προσέλκυση ιδιωτικών χορηγιών. «Η όπερα είναι δυναμικό κομμάτι της κουλτούρας των χωρών αυτών, όχι μουσειακό είδος» είπε χαρακτηριστικά ο Μάικ Γκιμπ.

Υπάρχει, βεβαίως, και η άλλη όψη του νομίσματος. Στην πρωτεύουσα της Ισπανίας, τη Μαδρίτη, οι παραστάσεις αυξήθηκαν εντυπωσιακά μετά τη μεγάλη ανακαίνιση του θεάτρου Ρεάλ στα τέλη της δεκαετίας του ’90 αλλά αργότερα μειώθηκαν σταδιακά φτάνοντας μόλις τις 172 τον χρόνο. Το γεγονός αυτό αποδίδεται, ασφαλώς, στην οικονομική κρίση που έπληξε τη χώρα τα τελευταία χρόνια σε συνδυασμό με την αύξηση της φορολογίας στα πολιτιστικά αγαθά.
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, στη Νέα Υόρκη, οι παραστάσεις περιορίστηκαν δραματικά λόγω του «λουκέτου» στο δεύτερο λυρικό θέατρο της αμερικανικής μεγαλούπολης, τη New York City Opera, η οποία έκλεισε λόγω χρεοκοπίας τον Οκτώβριο του 2013. Ο Μάικ Γκιμπ εκτίμησε ότι οι πόλεις όπου η πορεία των παραστάσεων είναι πτωτική, κατά πάσα πιθανότητα θα αντιμετωπίσουν ευρύτερα προβλήματα τα επόμενα χρόνια. «Ο κόσμος έχει ανάγκη έναν ορισμένο αριθμό παραστάσεων ανά σεζόν, αλλιώς είναι πολύ δύσκολο να δημιουργήσεις ή έστω να διατηρήσεις το ενδιαφέρον και τη σταθερότητα του κοινού σου» κατέληξε.
Αντεγκλήσεις και προβλήματα


Μια δεύτερη ματιά στις εκτιμήσεις του Μάικ Γκιμπ οδηγεί στη διαπίστωση ότι ο διευθυντής του OperaBase κωδικοποιεί απλώς εκτενείς συζητήσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τα τελευταία χρόνια. Στη Γερμανία, είναι αλήθεια, το λυρικό θέατρο τροφοδοτεί από καιρού εις καιρόν τις σελίδες του εγχώριου αλλά και του διεθνούς Τύπου: το διάσημο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ με τις ενδοοικογενειακές διενέξεις της δυναστείας των Βάγκνερ που συνεχίζονται αμείωτες αλλά και αυτές καθαυτές τις παραγωγές οι οποίες προκαλούν κάθε χρόνο έντονες αντιπαραθέσεις βρίσκεται κατά κανόνα στην πρώτη γραμμή.
Σε ό,τι αφορά δε τις δυνατότητες «πειραματισμού» τις οποίες εξασφαλίζει, σύμφωνα με τον διευθυντή του OperaBase, η γενναία οικονομική στήριξη, και εδώ οι σκηνοθετικές προσεγγίσεις έχουν κατά καιρούς πυροδοτήσει ενδιαφέρουσες συζητήσεις περί της ύπαρξης ή μη ορίων στην τέχνη. Μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις των τελευταίων χρόνων αποτέλεσε το κατέβασμα μιας νέας παραγωγής του βαγκνερικού «Ταγχόιζερ» τον Μάιο του 2013 στην Οπερα του Ρήνου αμέσως μετά την πρεμιέρα, καθώς τα ναζιστικά σύμβολα που χρησιμοποίησε επί σκηνής ο σκηνοθέτης Μπούρκχαρντ Κοσμίνσκι προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων μεταξύ των θεατών, ορισμένοι εκ των οποίων ταράχτηκαν τόσο πολύ ώστε χρειάστηκε να τους παρασχεθεί ιατρική βοήθεια! Οι υπεύθυνοι του θεάτρου προσπάθησαν να διαπραγματευθούν με τον σκηνοθέτη ώστε να πειστεί να τροποποιήσει την παραγωγή «σώζοντας» τις επόμενες παραστάσεις, ωστόσο ο τελευταίος αρνήθηκε για «καλλιτεχνικούς λόγους».

Χαρακτηριστική η απάντηση της διοίκησης όπως δημοσιεύθηκε, τις ημέρες εκείνες, στις σελίδες του Τύπου: «Δεν χρειάζεται καν να επισημάνουμε ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβαστούμε την επιμονή του σκηνοθέτη στην προστασία της καλλιτεχνικής του ελευθερίας» ανέφερε συγκεκριμένα. Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ καταλαβαίνουν πόσο διαφορετική θα ήταν η κατάσταση σε ένα λυρικό θέατρο των ΗΠΑ όπου οι παραγωγές βασίζονται αποκλειστικά σε ιδιωτικούς πόρους…

Ιταλική χρεοκοπία


Μέσα από το πρίσμα της κρίσης το τοπίο της όπερας έτσι όπως διαγράφεται στη χώρα που τη γέννησε, την Ιταλία, είναι άξιο σχολιασμού. Καθώς τα περισσότερα από τα λυρικά θέατρα στη γείτονα αδυνατούν πλέον να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων επισημαίνεται η ανάγκη της αναμόρφωσης του μοντέλου χρηματοδότησης και λειτουργίας. Σε πρόσφατο σχετικό ρεπορτάζ η βρετανική εφημερίδα «The Independent» επικαλείται τον Τζον Αλισον, διευθυντή του έγκυρου «Opera Magazine», ο οποίος υποστηρίζει ότι τα ιταλικά λυρικά θέατρα είτε πρέπει να στραφούν σε μια σοβαρή προσπάθεια άντλησης μεγάλων ποσών από ιδιωτικές χορηγίες, όπως στις ΗΠΑ, είτε να καταφέρουν να αποσπάσουν γενναία κρατική υποστήριξη.

«Αυτή τη στιγμή η Ιταλία δεν κάνει τίποτα, γι’ αυτό το σύστημα δεν λειτουργεί»
τονίζει και πάλι ο ίδιος. «Πολλά από τα μεγάλα θέατρα θα είχαν χρεοκοπήσει επισήμως αν ήταν κανονικές επιχειρήσεις…». Συνεχίζει επισημαίνοντας μια ενδιαφέρουσα παράμετρο: «Ενα από τα τρία ιταλικά θέατρα που αυτή την εποχή είναι σε θέση να ανταποκρίνεται στις οικονομικές του υποχρεώσεις, πέρα από τη Σκάλα του Μιλάνου και το La Fenice της Βενετίας, είναι αυτό του Τουρίνου. Υποψιάζομαι ότι το γεγονός αυτό δεν είναι άσχετο με τη δυνατότητα άντλησης ιδιωτικών χορηγιών εκεί λόγω της ύπαρξης ισχυρής βιομηχανίας στην πόλη. Τα πράγματα είναι, ασφαλώς, διαφορετικά στη Φλωρεντία…».
Ιταλοί παράγοντες του χώρου, ωστόσο, επισημαίνουν ότι τα λυρικά θέατρα της χώρας μπορούν να αντλήσουν νέο κοινό –σε ηλικία και όχι μόνο –αν στραφούν πιο οργανωμένα στα μοντέρνα ανεβάσματα, ακολουθώντας το παράδειγμα των γαλλικών θεάτρων. Ο διευθυντής του «Opera Magazine» συμφωνεί προσθέτοντας πως ήδη ορισμένα θέατρα –κυρίως του Μπάρι, του Παλέρμο και της Βενετίας –κερδίζουν εύσημα τις ευφάνταστες παραγωγές και τα προγράμματά τους. «Η ιταλική όπερα δεν είναι τόσο υγιής αυτή τη στιγμή αλλά θα επιβιώσει» καταλήγει με αισιοδοξία…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ