Ο ιταλός πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι ψιθυρίζει κάτι στον γάλλο πρόεδρο Νικολά Σαρκοζί (δεξιά) ενώ, δίπλα τους, η καγκελάριος της Γερμανίας Ανγκελα Μέρκελ χαμογελά. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Πολωνία και η Ιταλία είναι τέσσερα από τα μεγαλύτερα ευρωπαϊκά κράτη τα οποία έχουν κεντροδεξιά κυβέρνηση

Αραγε το σημερινό πολιτικό μας σύστημα χρειάζεται περισσότερο τη Δεξιά ή την Κεντροδεξιά; Αβασάνιστα θα απαντούσε κανείς είτε ότι όλα τα κόμματα είναι πλέον ίδια και άρα αδιάφορο το πώς θα χαρακτηριστούν είτε ότι η Δεξιά είναι μία, η πολιτική της γνωστή σε όλους και τα άλλα είναι «εκ του πονηρού». Η αλήθεια ωστόσο διαφέρει σημαντικά, όπως άλλωστε και τα κόμματα μεταξύ τους, εκτός αν περιοριστεί κανείς στις πράγματι συγκλίνουσες μακροοικονομικές πολιτικές ορισμένων ευρωπαϊκών κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομμάτων. Μέσα σε μία-δύο δεκαετίες, όμως, με εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία, οι διαφορές καθίστανται εμφανείς.

Τα ευρωπαϊκά δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα λαμβάνουν εντατικότερα μέτρα ιδιωτικοποίησης, με απότομο, κάποτε κοινωνικά οδυνηρό τρόπο. Μειώνουν ή έστω δεν αυξάνουν όσο τα κεντροαριστερά κόμματα τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες (π.χ., εκπαίδευση, πρόνοια) επιχειρηματολογώντας υπέρ της απελευθέρωσης πόρων που μπορεί να χρησιμοποιήσει η ιδιωτική πρωτοβουλία για επενδύσεις με σκοπό την ταχύτερη οικονομική μεγέθυνση. Για τον ίδιο λόγο μειώνουν ή έστω συγκρατούν τους φόρους. Τέτοια μέτρα οικονομικού φιλελευθερισμού μπορούν να αυξήσουν τον ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης, χωρίς ωστόσο η συνεπακόλουθη αύξηση του εθνικού πλούτου να οδηγεί και σε αναδιανομή του. Σε αντίθεση με την Κεντροαριστερά, τα κεντροδεξιά και δεξιά κόμματα επιφυλάσσονται αόριστα για κάποια μελλοντική αναδιανομή.

Ανάμεσα εξάλλου στα κεντροδεξιά και στα δεξιά κόμματα οι διαφορές είναι βαθύτερες και απτές. Δεν αφορούν την οικονομική «φιλοσοφία» τους, αν και στο παρελθόν τα καθαυτό δεξιά κόμματα ακολουθούσαν πολιτικές οικονομικού προστατευτισμού, ενώ σήμερα και τα μεν και τα δε ακολουθούν πολιτικές οικονομικού φιλελευθερισμού. Οι διαφορές τους αναδεικνύονται μάλλον στα πεδία εκείνα της πολιτικής όπου δοκιμάζονται τα όρια του πολιτικού φιλελευθερισμού, αν όχι του κοινοβουλευτισμού: εκπαίδευση, σχέσεις κράτους- πολίτη, μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτική για τη μετανάστευση, σχέσεις κράτους και Εκκλησίας, εξωτερική πολιτική. Στην εκπαίδευση, έτσι, ένα δεξιό κόμμα, πολύ περισσότερο από ένα κεντροδεξιό, θα επιχειρήσει την επαναφορά στα σχολεία παραδοσιακών αξιών (πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, τάξη και ασφάλεια), αντιλαμβανόμενο τη φθορά τους ως κίνδυνο για την κοινωνική ευταξία. Το κεντροδεξιό κόμμα μάλλον θα τονώσει τις σύγχρονες φιλελεύθερες αξίες (ιδιωτική πρωτοβουλία, αξία του ατόμου, ατομικές ελευθερίες). Το δεξιό κόμμα θα ενισχύσει τις ιεραρχικές σχέσεις τόσο μεταξύ διοίκησης και πολιτών όσο και στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού θεωρώντας αντιπαραγωγική τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη αποφάσεων. Θα αντιμετωπίσει όσους επικοινωνούν με τη διοίκηση ως διοικουμένους παρά ως πολίτες. Το κεντροδεξιό κόμμα θα προσπαθήσει να αυξήσει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία υπό τις οποίες λειτουργεί η διοίκηση μειώνοντας ταυτόχρονα το σχετικό διοικητικό κόστος για τις επιχειρήσεις. Στα μέσα μαζικής ενημέρωσης το δεξιό κόμμα θα ενισχύσει τον «εκ των άνω» έλεγχο των κρατικών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών ελέγχοντας, ει δυνατόν, και ιδιωτικούς σταθμούς (περίπτωση Μπερλουσκόνι). Το κεντροδεξιό κόμμα, αντιθέτως, θα αντιληφθεί τον ρόλο των μέσων με όρους πολιτικού φιλελευθερισμού, δηλαδή πλουραλισμού και ελευθερίας της έκφρασης. Ως προς την πολιτική για τους μετανάστες, είναι φανερό ότι και τα δύο είδη συντηρητικών κομμάτων θα επιβάλουν περιορισμούς στην εισροή μεταναστών. Το κεντροδεξιό κόμμα όμως θα το έπραττε εν ονόματι της οικονομικής αποτελεσματικότητας (άριστος όγκος και σύνθεση του μεταναστευτικού πληθυσμού), ενώ το δεξιό μάλλον με όρους ιδεολογίας, ρατσιστικών και εθνικιστικών στερεοτύπων. Ως προς αυτό μάλιστα το δεξιό κόμμα, σε αντίθεση με το κεντροδεξιό, θα μπορούσε ανενδοίαστα να ζητήσει από την Εκκλησία πρωταγωνιστικό ρόλο παραχωρώντας της ακόμη περισσότερο έδαφος στη διαμόρφωση της δημόσιας σφαίρας.

Ανάλογη θα είναι η διαφορά Δεξιάς- Κεντροδεξιάς στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Η Δεξιά θα ακολουθούσε άκαμπτη πολιτική σε όλα τα μέτωπα, στα όρια του εθνικιστικού παροξυσμού και ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις στον διεθνή ρόλο και στην εικόνα της χώρας, π.χ. στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Αν μάλιστα κάτι διακρίνει σαφώς τους δεξιούς από τους κεντροδεξιούς είναι ο μακροχρόνιος ευρωσκεπτικισμός των πρώτων. Περισσότερο ευέλικτη η Κεντροδεξιά, θα συμβαδίσει, τόσο στα εθνικά όσο και στα διεθνή θέματα, με τη συναίνεση που διαμορφώνεται κάθε φορά ανάμεσα στους ισχυρότερους δυτικούς συμμάχους της χώρας.

Πολλοί δεν πείθονταν από όλα αυτά, π.χ. στις ΗΠΑ, ώσπου διαπίστωσαν τι σημαίνει διακυβέρνηση από ένα πραγματικά δεξιό κόμμα (το Ρεπουμπλικανικό υπό τον Τζ. Μπους τον νεότερο), ή στη Βρετανία, ώσπου τον περασμένο Ιούνιο το Βρετανικό Εθνικό Κόμμα απέκτησε δύο ευρωβουλευτές και αντίστοιχη δημόσια προβολή των απόψεών του. Στη Σερβία σήμερα η διαφορά είναι εμφανής ανάμεσα στο ακραία εθνικιστικό Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα και στο κεντροδεξιό Δημοκρατικό Κόμμα (επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού). Το ανοικτό ζήτημα για τις προοδευτικές δυνάμεις σε αυτές τις χώρες και στη δική μας είναι το εξής: η δημιουργία αναχωμάτων στην εύκολη- μέσω του λαϊκισμού- διάχυση ακραιφνώς δεξιών απόψεων στον πολιτικό λόγο και στις πρακτικές κομμάτων που βρίσκονται πέραν της Δεξιάς.

Ο κ. Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών και Visiting Fellow στο Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Κολεγίου St. Αntony΄s της Οξφόρδης.