Από το γραφείο αρχιτεκτονικής ΟΜΑ, το ακλόνητο προπύργιο του Ρεμ Κούλχας, η ζωγράφος Ζωή Ζέγγελη έχει διανύσει μια μεγάλη και εντελώς προσωπική πορεία. Μόνιμη κάτοικος Λονδίνου, συστήνεται στο ευρύ κοινό μιλώντας για τις εμπειρίες της από τους μεγάλους αρχιτέκτονες, τη ζωή, τη ζωγραφική της αλλά και την Ελλάδα που άφησε πίσω της πριν από 50 ολόκληρα χρόνια.

Στους κύκλους των αρχιτεκτόνων το όνομά της είναι σίγουρα γνωστό, μολονότι πρόκειται για ζωγράφο. Διότι μαζί με τον τέως σύζυγό της Ηλία Ζέγγελη και το ζευγάρι των Ολλανδών Ρεμ Κούλχας – Μαντελόν Βρίζεντορπ ίδρυσαν το 1975 στο Λονδίνο το περίφημο αρχιτεκτονικό γραφείο ΟΜΑ (Office of Metropolitan Architecture). Το ίδιο γραφείο δηλαδή με το οποίο ο ζωντανός θρύλος της αρχιτεκτονικής Κούλχας συνεχίζει και σήμερα τις πυρετώδεις εργασίες του σε όλον τον κόσμο.

Η δουλειά της Ζωής Ζέγγελη για λογαριασμό του ΟΜΑ – η ζωγραφική δηλαδή απεικόνιση των αρχιτεκτονικών οραμάτων του διδύμου Κούλχας – Ζέγγελη – αναρτάται σε σπουδαία μουσεία του κόσμου, όπως στη μόνιμη συλλογή του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης (ΜοΜΑ). Επιπλέον, σχέδιό της εικονογραφεί το βιβλίο «Delirious New York» (1978) – το ξακουστό πολεοδομικό μανιφέστο του Κούλχας για τη Νέα Υόρκη. Αρκετά όμως με τα βιογραφικά στοιχεία. Το ερώτημα για την ιδιοσυγκρασία της 72χρονης Ζωής Ζέγγελη, η φυσική απορία σχετικά με τον χαρακτήρα κάθε προσώπου που στην αρχή γνωρίζεις μόνο «στο χαρτί», εξαφανίζεται μονομιάς. «Να με λες Ζωή» είναι οι πρώτες της κουβέντες όταν πρωτομιλάμε στο τηλέφωνο. Εκείνη στην Αγγλία, εγώ στην Ελλάδα. Επειδή όμως η απόσταση μεταξύ των δύο χωρών δεν είναι απαγορευτική για σύντομα ταξίδια εκατέρωθεν, ένα Σάββατο πρωί, διαποτισμένο από τη σκόνη της Σαχάρας, βρεθήκαμε και από κοντά, στο κέντρο της Αθήνας.

_Μεγαλώσατε στην Αθήνα;

«Ναι, και πήγα σχολείο στου Μακρή, στο Κολωνάκι. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμη. Ηταν στη Ρηγίλλης, σε ένα μεγάλο νεοκλασικό κτίριο. Νομίζω ότι τώρα στεγάζει μια πρεσβεία».

_Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;

«Η μητέρα μου δεν έκανε τίποτε. Ηταν στο σπίτι. Ο πατέρας μου ήταν δερματέμπορος, αλλά μετά τον πόλεμο ασχολήθηκε με εισαγωγές και εξαγωγές».

_Ακολουθήσατε σπουδές στο εξωτερικό. Δεν ήταν ιδιαίτερα συχνό κάτι τέτοιο τότε, ειδικά οι σπουδές με αντικείμενο τις τέχνες.

«Ναι, γι’ αυτό και εγώ άρχισα με κάτι πιο πρακτικό. Εκανα σχέδιο εσωτερικού χώρου, μετά στράφηκα στη σκηνογραφία και τελικά πήρα το NDD (National Diploma in Design) στη ζωγραφική. Εκεί μόνο μπορούσα να χρησιμοποιήσω τη φαντασία μου. Εκεί βρίσκεται για μένα η μεγαλύτερη ελευθερία. Τα άλλα τα έβρισκα αρκετά περιορισμένα από άποψη καλλιτεχνικής έκφρασης. Θα έπρεπε να είχα σπουδάσει ευθύς εξ αρχής ζωγραφική. Οι γονείς μου όμως προτιμούσαν να κάνω κάτι πιο πρακτικό. Οι γονείς πάντα σκέφτονται την ασφάλεια των παιδιών τους. Για να είμαι ειλικρινής, εγώ ήθελα να γίνω γιατρός».

_Δυσκολευτήκατε να πείσετε τους γονείς σας να σας στείλουν στο εξωτερικό για σπουδές;

«Αρκετά. Στην αρχή με εμπόδισαν, θεωρούσαν το εξωτερικό κάτι το επικίνδυνο. Δεν το ήθελαν, διότι σήμαινε ελευθερία. Και εγώ βέβαια γι’ αυτό ήθελα να φύγω, για να έχω την ελευθερία να κάνω αυτό που θέλω, τη δουλειά που επιθυμώ. Και αυτό ήταν κάπως αδύνατο στην Ελλάδα».

_Γιατί επιλέξατε την Αγγλία;

«Ο τέως σύζυγός μου, Ηλίας Ζέγγελης, θα πήγαινε εκεί για να σπουδάσει, και αυτός ήταν ένας λόγος για να επιλέξω την Αγγλία. Θα μπορούσα να είχα πάει στη Γαλλία, μια και τα γαλλικά μου ήταν καλύτερα από τα αγγλικά μου. Μου άρεσε όμως το Λονδίνο από την αρχή, κακά τα ψέματα».

_Σας βοήθησε να εξελιχθείτε αυτή η σχέση;

«Βέβαια, ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Η συνεργασία είναι πολύ μεγάλο πράγμα, πολύτιμο. Εκείνος είχε ιδέες για την αρχιτεκτονική, εγώ καλλιτεχνική κλίση, γι’ αυτό άρχισα να τον βοηθάω. Η τέχνη ήταν ένα πολύ σημαντικό κομμάτι στη σχέση μας».

_Γιατί καθυστερήσατε να κάνετε προσωπικές εκθέσεις;

«Οι περιστάσεις ήταν τέτοιες, ήμουν φοβερά απασχολημένη με το γραφείο και με το να μεγαλώνω τα παιδιά. Οι εκθέσεις γίνονταν σε συνεργασία με το ΟΜΑ. Αργότερα, όταν μεγάλωσαν τα παιδιά, άρχισα σιγά σιγά να κάνω τις δικές μου εκθέσεις. Να σου πω την αλήθεια όμως, δεν μου αρέσει η προβολή».

_Για ποιον λόγο;

«Προβάλλεις και εκθέτεις τον εαυτό σου και, ξαφνικά, όλος ο ιδιωτικός κόσμος σου γίνεται δημόσιος. Και δεν θέλεις να ξέρουν τι είσαι πραγματικά. Και μετά να πρέπει να κάνεις παζάρια και να συζητείς για τιμές. Αν μπορούσα, από οικονομική άποψη, να μην πουλούσα τίποτε, δεν θα το έκανα. Θα είχα όλα μου τα έργα σε μια μεγάλη αποθήκη και θα ζωγράφιζα. Η ωραιότερη στιγμή της ημέρας είναι όταν είσαι στο στούντιο και ζωγραφίζεις. Τελειώνω τις δουλειές μου και μετά, κατά τις 11.00 το πρωί, πηγαίνω στο στούντιο. Μένω εκεί έως ότου χαθεί το φως».

_Δεν θέλετε να έρθει η τέχνη σας σε επαφή με τον κόσμο;

«Οφείλω να ομολογήσω ότι ούτε αυτό το θέλω πολύ. Διότι σημαίνει ότι πρέπει να κυνηγήσεις κόσμο, να πας σε εκθέσεις… Δεν μου αρέσει. Είμαι ντροπαλή και με ενοχλούν όλα αυτά τα πράγματα. Προτιμώ την “ιδιωτική” ζωγραφική. Αλλά το κάνω, δεν γίνεται αλλιώς. Δεν γίνεται να μην είσαι παρούσα. Να μην ετοιμάσεις την έκθεση, τις αφίσες, τις κορνίζες, τον κατάλογο, να μην προωθήσεις τη δημοσιοποίηση σε εφημερίδες. Χρειάζονται τουλάχιστον έξι μήνες για όλες αυτές τις ετοιμασίες. Χρόνος κατά τον οποίο θα μπορούσα να ζωγραφίζω. Ευτυχώς με έχει βοηθήσει πολύ η Ρίτσα Κυριάκου, η ιδιοκτήτρια της γκαλερί “Κ”, που με εκπροσωπεί στο Λονδίνο. Με πιέζει κάθε τόσο και κάνω και άλλη μία έκθεση. Από την άλλη, υπάρχουν και καλλιτέχνες που λένε “εγώ δεν μιλάω ποτέ, αν σας αρέσει η δουλειά μου, σας αρέσει” και αυτή η νοοτροπία είναι λίγο αυστηρή. Γιατί όχι; Βέβαια είναι πολύ άδικοτο ότι αυτοί που προωθούν τον εαυτό τους γίνονται πολύ γνωστοί, ενώ οι άλλοι, που θέλουν μόνο να ζωγραφίζουν ή να κάνουν μόνο τα γλυπτά τους, δεν έχουν τόση επιτυχία. Εχει μεγάλη σημασία πώς προωθείς τον εαυτό σου και πόσες σχέσεις έχεις».

_Εχετε κάποιο παράδειγμα στο μυαλό σας, κάποιον καλλιτέχνη που είναι γνωστός λόγω έξυπνης προώθησης και καλών δημοσίων σχέσεων;

«Ο Ντέμιαν Χιρστ, για παράδειγμα. Αν δεν είχε όλες αυτές τις γνωριμίες και δεν προσπαθούσε να σοκάρει, δεν ξέρω αν θα ήταν τόσο γνωστός. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχει κάνει αρκετά καλή δουλειά».

_Ποια είναι η άποψή σας για το «εργοστάσιο» παρασκευής έργων τέχνης του Χιρστ;

«Εχω μια φίλη, πολύ καλή ζωγράφο, η οποία του κάνει τελείες όλη την ημέρα, από το πρωί ως το βράδυ. Η εμπορευματοποίηση της τέχνης έχει τους θαυμαστές της και τους πολέμιούς της. Αν το αποτέλεσμα είναι καλό, υποθέτω ότι δεν υπάρχει πρόβλημα… Αλλά ως σήμερα δεν έχω δει ιδιαίτερα καλά αποτελέσματα».

_Εχετε εισπράξει αναγνώριση από την Ελλάδα;

«Οι πρώτες μου εκθέσεις ήταν στην γκαλερί “Ωρα” του Μπαχαριάν, που ήταν απίθανος τύπος. Πέθανε, ο καημένος, πριν από αρκετά χρόνια. Με είχε βοηθήσει πάρα πολύ. Μου έκανε δύο ατομικές εκθέσεις, με πολύ καλές κριτικές και φυσικά πολλές πωλήσεις, γιατί γνωρίζω πολύ κόσμο στην Ελλάδα. Τους συγγενείς να βάλεις μόνο… Είχα πολλή δουλειά: με το ΟΜΑ, με τη δική μου ζωγραφική, με το να διδάσκουμε μαζί με τη Μαντελόν στην Αrchitectural Αssociation. Και με δύο παιδιά. Οπότε η Ελλάδα έφυγε τελείως από το μυαλό μου. Ερχόμασταν όμως. Δεν μέναμε στην Αθήνα, φεύγαμε κατ’ ευθείαν για τη Μυτιλήνη, στο σπίτι της οικογένειας του Ηλία, και για τη Σύρο, στο σπίτι του αδελφού μου. Ακόμη πηγαίνουμε στη Μυτιλήνη, με την οικογένεια του Ηλία είμαστε πολύ δεμένοι. Κάναμε μαζί δύο παιδιά, μια κόρη και έναν γιο. Είμαστε όλοι στην Αγγλία και εγώ έχω ξαναπαντρευτεί με Αγγλο».

_Πώς σας φαίνονται οι Ελληνες τώρα που μπορείτε να τους κρίνετε από απόσταση;

«Τους Ελληνες τους ξέρω καλά και τους θαυμάζω για πολλά πράγματα, όπως η μεγαλοκαρδία τους, είναι έτοιμοι πάντα να βοηθήσουν. Επίσης μου αρέσει που είναι πολύ πολιτικοποιημένοι. Πολύ περισσότερο από όλες τις χώρες που γνωρίζω και έχω επισκεφθεί. Αλλά πρέπει να τους γνωρίζεις, να έχεις έρθει σε επαφή μαζί τους. Αλλιώς, είναι απελπισία. Στον δρόμο οι φωνές, οι βρισιές, τα φτυσίματα, το παρκάρισμα στα πεζοδρόμια…».

_Ξεσυνηθίσατε εντελώς…

«Ναι, και μου παίρνει καιρό να συνηθίσω κάθε φορά που έρχομαι. Βλέπω όμως και μεγάλη πρόοδο όλα αυτά τα χρόνια που έρχομαι. Σιγά σιγά έχουν αρχίσει να γίνονται πιο ευγενικοί, οι δρόμοι είναι καλύτεροι. Βοήθησαν και οι Ολυμπιακοί. Νομίζω ότι είναι όλα καλύτερα τώρα. Νομίζω ότι στον δρόμο τα κλάξον είναι λιγότερα. Βέβαια, προχθές, μπήκα στο τρόλεϊ και διαπίστωσα ότι δεν αναγγέλλουν πια τις στάσεις όπως έκαναν την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν ήξερα πού να κατέβω και χάθηκα!».

_Οικογένεια έχετε στην Ελλάδα;

«Εχω την οικογένεια του Ηλία. Από τη δική μου οικογένεια έχουν απομείνει πολύ λίγοι, ο αδελφός μου κυρίως. Εχω όμως και πολλούς φίλους στην Αθήνα, οι οποίοι μου λείπουν. Ηταν όλοι στο Λονδίνο επί δικτατορίας, όπως ο Θαλής Αργυρόπουλος, ο Ιων Σιώτης, που είναι διευθυντής ερευνών στον “Δημόκριτο”, ο Θάνος Σκούρας, που είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, αλλά και άλλα παιδιά, όπως ορισμένοι φίλοι από το σχολείο. Είχαμε έναν δεσμό πολύ ιδιαίτερο. Οταν υπάρχει ανάγκη, δημιουργείς αυτούς τους συνδέσμους. Πηγαίναμε και φωνάζαμε μαζί στις διαδηλώσεις. Μου λείπει αυτό από την Ελλάδα. Αλλά και η θάλασσα, οι ωραίες ταβέρνες, το φαγητό το καλό».

_Παρακολουθήσατε τα επεισόδια του περασμένου Δεκεμβρίου;

«Ναι, τα παρακολούθησα από την τηλεόραση και από το Internet. Είναι πολύ δύσκολο να κρίνει κανείς από μακριά. Η νεολαία είναι δυσαρεστημένη και δεν έχει ελπίδα. Σε όλον τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα έτυχε να ανάψει αυτή η φωτιά με τον θάνατο του παιδιού. Η δυσαρέσκεια όμως υπάρχει και αλλού, στη Γαλλία, στην Αγγλία. Τι να κάνεις άμα δεν έχεις ελπίδα και δεν διακρίνεις φως μπροστά σου για τα χρόνια που έρχονται σύμφωνα με όσα ακούς, διαβάζεις και βλέπεις, όταν σου λένε ότι η κατάσταση μόνο θα χειροτερέψει. Είναι φοβερό!».

_Εσείς είστε τυχερή επειδή ανήκετε σε μια γενιά που μπορούσε να ελπίζει…

«Ναι! Μπορούσες να κάνεις οτιδήποτε ήθελες τότε, ιδίως στην Αμερική. Στην Ελλάδα δεν την έζησα την κατάσταση, δεν ζήτησα ποτέ δουλειά για να ξέρω. Εμένα το όνειρό μου ήταν να φύγω. Τελεία. Και να κάνω κάτι που μου άρεσε».

_Μετανιώνετε που δεν σπουδάσατε ιατρική;

«Οχι. Μου αρέσει η λεπτομέρεια και θα μου άρεσε να κάνω εγχειρήσεις εγκεφάλου ή ματιών. Αλλά φαντάζεσαι πόσο δύσκολο θα ήταν, με τη δυστυχία που βλέπεις, με όλους αυτούς τους αρρώστους από το πρωί ως το βράδυ… Αν το είχα επιλέξει βέβαια, θα το είχα συνηθίσει και θα μου άρεσε πάρα πολύ».

_Τι πιστεύετε ότι μπορεί να προσφέρει η τέχνη στην περίοδο κρίσης που διανύουμε;

«Η τέχνη είναι πολύτιμη για ορισμένους ανθρώπους. Δεν μπορώ να πω για όλους, διότι δεν αρέσουν σε όλους οι τέχνες και η ζωγραφική. Αν όμως σου αρέσουν, σου αλλάζουν τη ζωή εντελώς, είναι το πιο σπουδαίο πράγμα. Εξαρτάται και από το τι μαθαίνεις στο σχολείο ή από το αν είσαι τυχερός και έχεις μάθει κάποια πράγματα από το σπίτι σου».

_Πιστεύετε ότι οι Ελληνες έχουν υψηλό πολιτιστικό επίπεδο;

«Ναι, έχουν. Οι Ελληνες βέβαια είναι και λίγο απόλυτοι. `Η άσπρο ή μαύρο. Εκείνοι που ενδιαφέρονται έχουν πολλές γνώσεις. Εκείνοι, πάλι, που δεν ενδιαφέρονται τα γελοιοποιούν τα πράγματα. Δεν υπάρχει ανοχή και σεβασμός στη γνώμη του άλλου. Μπορεί βέβαια και να κάνω λάθος».

_Αφότου αποφοιτήσατε πού εργαστήκατε;

«Αρχισα να ζωγραφίζω και μετά δημιουργήσαμε το ΟΜΑ με τον Ρεμ, τον Ηλία και τη Μαντελόν. Ο Ρεμ και ο Ηλίας είχαν ιδέες με τις οποίες συμμετείχαν σε διαγωνισμούς. Στην αρχή ήταν paper architecture (αρχιτεκτονική του χαρτιού). Εγώ με τη Μαντελόν, η οποία είναι επίσης ζωγράφος, κάναμε τα ζωγραφικά σχέδια. Μοιραζόμασταν τη δουλειά. Η μία έκανε τη ζωγραφική της προοπτικής, η άλλη τις κατόψεις. Αναλόγως. Το γραφείο ουσιαστικά συντηρήθηκε από τις πωλήσεις αυτών των έργων που κάναμε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και στο Γκούγκενχαϊμ για αρκετό καιρό. Αργότερα, όταν άρχισε το γραφείο να χτίζει, σταματήσαμε με τη Μαντελόν να ζωγραφίζουμε για το ΟΜΑ. Θα ήταν αρνητικό για το γραφείο να ταυτίζονται με την paper architecture. Ηθελαν να αποδιώξουν αυτό το στοιχείο της ουτοπίας. Οπως και έγινε».

_Με τον Ρεμ Κούλχας πώς γνωριστήκατε;

«Ηταν μαθητής του Ηλία, ώριμος φοιτητής στη σχολή αρχιτεκτονικής Αrchitectural Αssociation, όπου δίδασκε ο Ηλίας. Ηταν τόσο ταλαντούχος, ώστε ο Ηλίας θέλησε να συνεργαστεί μαζί του. Ετσι ξεκίνησε. Μας ζήτησαν, από εμένα και τη Μαντελόν, να ζωγραφίσουμε και έτσι αυτή η συνεργασία συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, έως ότου διαλύθηκε το γραφείο επειδή έφυγε ο Ηλίας τη δεκαετία του ’80».

_Ποια ήταν η δυναμική της ομάδας;

«Ο Ρεμ ήταν, χωρίς συζήτηση, η κυρίαρχη δύναμη του γκρουπ και είναι ακόμη και η κυρίαρχη δύναμη του γραφείου του. Είναι πέρα από κάθε περιγραφή. Εχει πολύ μεγάλη δύναμη. Μαζί με τον Ηλία συζητούσαν και αποφάσιζαν για τις τάσεις στην αρχιτεκτονική. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Μετά όλοι μαζί αποφασίζαμε πώς θα γίνει η παρουσίαση. Την οποία εκτελούσαμε μαζί με τη Μαντελόν».

_Πώς ήταν η εμπειρία τού να συμμετέχεις σε μια δημιουργική ομάδα που επιθυμούσε να αλλάξει ριζικά τον κόσμο;

«Ο Ηλίας και ο Ρεμ συζητούσαν για θεωρίες, τι είχε κάνει ο αρχιτέκτονας Ιβάν Λεονίντοφ, ο ένας και ο άλλος, και μετά προχωρούσαν σε προσχέδια. Εκαναν ταυτόχρονα διαλέξεις που εξηγούσαν τις θεωρίες τους. Ο Ρεμ ήταν ερωτευμένος με τη Νέα Υόρκη, μια πόλη-θαύμα, με όλον τον συνωστισμό της. Ναι, στις αρχές πιστεύαμε ότι θα αλλάζαμε τον κόσμο. Νομίζω ότι ο Ρεμ ακόμη για αυτό εργάζεται».

_Συμμετείχατε καθόλου στη δημιουργία του «Delirious New York»;

«Οχι, το έγραψε μόνος του ο Ρεμ. Και είναι πολύ ωραία γραμμένο. Τα σχέδια που χρησιμοποίησε στο βιβλίο προϋπήρχαν, δεν τα ζωγραφίσαμε ειδικά για την έκδοση».

_Το γραφείο ΟΜΑ είχε δραστηριοποιηθεί και στην Ελλάδα;

«Είχαμε κάτι δουλειές στον Κούταβο της Κεφαλλονιάς και στην Αντίπαρο, στο χωριό Σωρός. Εκεί επρόκειτο να γίνουν πολλά σπίτια, αλλά έγινε τελικά μόνο ένα. Τα σχέδια τα έχει όλα ο ιδιοκτήτης, ο Ιων Σιώτης. Το σχέδιο ήταν στο εξώφυλλο του “Architecture d’ aujourd’ hui”, τον Δεκέμβριο του 1984, και στο εξώφυλλο του “AA files”, το φθινόπωρο του 1985. Το σχήμα του οικοπέδου ήταν σαν παϊδάκι. Pork chop! Η Ζάχα Χαντίντ το βάφτισε έτσι. Εχει την ικανότητα να δίνει τέτοια ονόματα σε όλα τα πράγματα. Eνα από αυτά τα “pork-chop paintings” έχει η Ζάχα Χαντίντ».

_Την είχατε γνωρίσει;

«Μαζί δουλεύαμε! Πρώτα απ’ όλα υπήρξε κομμάτι του ΟΜΑ για λίγο. Τέτοιες προσωπικότητες όμως δεν μπορούν να συγχρωτιστούν για πολύ καιρό. Αρχικά ήταν φοιτήτρια του Ηλία και του Ρεμ και έτσι μπήκε στο ΟΜΑ. Εμεινε μόνο μερικούς μήνες, γιατί φαγώθηκαν όλοι μεταξύ τους. Εφυγε και άνοιξε το δικό της γραφείο. Τότε έπιασε δουλειά στην ΑΑ και δίδασκε. Τότε συνεργαζόμασταν γιατί διδάσκαμε στο δικό της το έτος “Χρώμα”, μαζί με τη Μαντελόν. Είμαστε στενές φίλες».

_Είναι τόσο εκρηκτική όσο φαίνεται;

«Εκρηκτικότατη αλλά και αστειότατη. Και πολύ καλή και γνήσια φίλη. Μπορεί να μην τη δεις τρία χρόνια, αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτε. Είναι πολύ αληθινός άνθρωπος. Αλλά επειδή είναι και γυναίκα, πρέπει να πατήσει το πόδι της. Βλέπεις όμως ότι την ίδια στιγμή που βάζει τις φωνές πεθαίνει και στα γέλια. Είναι πολύ δυνατός χαρακτήρας. Είναι απίθανη».

_Μείνατε για κάποιο διάστημα μαζί με τους Κούλχας-Βρίζεντορπ στη Νέα Υόρκη. Πώς το βιώσατε το Μανχάταν;

«Ηταν μαγευτικό. Τώρα βέβαια όλες οι πόλεις έχουν αποκτήσει τους ουρανοξύστες τους αλλά και πάλι η Νέα Υόρκη σού κάνει πάντα πολύ μεγάλη εντύπωση. Το Μανχάταν μοιάζει να είναι χτισμένο οριζόντια και έχει όλα αυτά τα φώτα… Βλέπεις αυτή την εικόνα και δεν το πιστεύεις, ιδίως όταν έρχεσαι με το πλοίο ή όταν περνάς μια γέφυρα. Πηγαίνεις στην κορυφή ενός ουρανοξύστη, κοιτάς κάτω και είναι σαν να βλέπεις το πλάνο του Θεού».

_Την εξέλιξη του Κούλχας πώς τη βλέπετε; Σας αρέσουν τα κτίρια που χτίζει;

«Αλλα μου αρέσουν, άλλα πάλι όχι. Μου άρεσε το κεντρικό κτίριο της κινεζικής τηλεόρασης CCTV στο Πεκίνο. Είδες πρόσφατα που ξέσπασε πυρκαϊά στο νέο σύμπλεγμα κτιρίων TVCC που χτιζόταν δίπλα του, πάλι σε σχέδιο του Ρεμ; Το κτίριο του Ρεμ ήταν τόσο καλά σχεδιασμένο και, μολονότι κάηκε, δεν έπεσε».

_Σας αρέσει η δουλειά άλλων αρχιτεκτόνων;

«Να σου πω την αλήθεια, δεν με απασχολεί τόσο η αρχιτεκτονική όσο η ζωγραφική».

_Επιμένω λίγο στις ερωτήσεις περί αρχιτεκτονικής, επειδή και στη ζωγραφική σας υπάρχει το αρχιτεκτονικό στοιχείο.

«Ναι, επειδή ήμουν μέσα σε αυτό το κλίμα, σε αυτό το περιβάλλον, έγινε αφετηρία για την προσωπική δουλειά μου. Θέλω να εκφράσω την ποίηση του χτισμένου περιβάλλοντος, να βρω επιτυχημένες σχέσεις μεταξύ σχήματος και γραμμής, γραμμής και φωτός, φωτός και σκιάς, σκιάς και χρώματος. Η ζωγραφική μου δημιουργεί ατμόσφαιρα. Επιδιώκω, μέσω αυτής, να φέρω ανάταση, γαλήνη και χρωματική αρμονία. Προσπαθώ να μετατρέψω τα αρνητικά αισθήματα που υπάρχουν στον κόσμο, όπως η μοναξιά, η μελαγχολία, σε κάτι θετικό, θελκτικό και ελκυστικό. Αλλωστε και η μελαγχολία μπορεί να είναι θετική. Υπάρχει μια ευχαρίστηση στη μελαγχολία. Εμένα μου αρέσει να μελαγχολώ. Ιδίως όταν το βλέπεις στην τέχνη, είναι πολύ όμορφο, σε συγκινεί. Οπως σε ορισμένα έργα του Μονέ και άλλων ιμπρεσιονιστών ή σε τοπία του Γκέινσμπορο, του Τέρνερ. Ολα αυτά τα στοιχεία όμως τα εξελίσσω κατά τέτοιον τρόπο, ώστε δεν έχουν νόημα αρχιτεκτονικό».

_Τι ακριβώς διδάσκατε στο μάθημα «colour» με τη Μαντελόν ;

«Διδάξαμε περίπου 13 χρόνια. Οι φοιτητές έρχονταν σε εμάς για να μάθουν να μη βλέπουν ένα σχέδιο σαν μαύρες γραμμές επάνω σε άσπρο χαρτί. Να μπορούν να ζωγραφίσουν όλα τα υλικά, μάρμαρο, γυαλί, καθρέφτες, μέταλλα, για να μπορούν να εκφράσουν στον πελάτη την αλήθεια. Τώρα όλα γίνονται με τους υπολογιστές. Γι’ αυτό έχουν και τόσο μεγάλη αξία αυτά τα έργα του ΟΜΑ. Μακάρι να είχαμε πολλά, αλλά έχουν πουληθεί τα περισσότερα».

_Πώς σας φαίνονται τα σχέδια από τον υπολογιστή; Σήμερα φαίνεται ότι όλοι μπορούν να κάνουν σχέδια έτσι.

«Δεν νομίζω. Πρέπει να ξέρεις να ζωγραφίζεις για να κάνεις όλα αυτά τα περίπλοκα σχέδια που βγαίνουν από έναν υπολογιστή. Για παράδειγμα, σαν αυτά της Ζάχα. Πρέπει οπωσδήποτε να έχεις παιδεία στο σχέδιο και να είσαι καλός σχεδιαστής, αλλιώς δεν μπορείς να βάλεις τίποτε στο κουτί. Για να κάνεις κάτι καλά, πρέπει να έχεις γνώση».

_Σας άρεσε η διδασκαλία;

«Στην αρχή πάρα πολύ, και σε μένα και στη Μαντελόν. Από τους φοιτητές παίρνεις όσο δίνεις. Επειτα από 13 χρόνια όμως βαριέσαι λίγο τα ίδια και τα ίδια, αν δεν είσαι γεννημένος για δάσκαλος. Και εγώ είμαι γεννημένη μόνο για να ζωγραφίζω».

_Δεν αισθάνεστε περισσότερη μοναξιά;

«Οταν ζωγραφίζεις, δεν είσαι ποτέ μόνος. Δεν χρειάζεσαι κανέναν. Εχεις πάντα συντροφιά, και είναι πολύ μεγάλη τύχη να το έχεις αυτό. Η συντροφιά σου είναι η μουσική και το ράδιο. Δεν λες ποτέ “έπληξα”».l


Εργα της Ζωής Ζέγγελη εκτίθενται στην Gallery K του Λονδίνου, στο πλαίσιο της έκθεσης «Lost Heritage», ως τις 30 Απριλίου 2009. www. zoezenghelis.com

Η συνέντευξη της Ζωής Ζέγγεληδημοσιεύτηκε στο BHMagazino, τεύχος 444, 19/4/09