Η μεγαλύτερη μέχρι στιγμής εμπορική επιτυχία της νέας κινηματογραφικής σεζόν είναι η δεύτερη ταινία της πειρατικής τριλογίας «Πειρατές της Καραϊβικής». Με τον υπότιτλο «Το σεντούκι του νεκρού» και πρωταγωνιστή τον Τζόνι Ντεπ, η ταινία σε παγκόσμια κλίμακα έχει αγγίξει το αστρονομικό ποσό των 421 εκατ. δολαρίων, ενώ μόνο στη χώρα μας τα εισιτήρια που έκοψε φθάνουν τις 660.000.


Αν όμως θέσει κανείς το ερώτημα «ποιος σκηνοθέτησε τους “Πειρατές της Καραϊβικής: Το σεντούκι του νεκρού”;», οι πιθανότητες λένε ότι η απάντηση θα είναι «δεν ξέρω», «δεν θυμάμαι», «τι μου λες τώρα;», «τώρα σώθηκες» – πάντως όχι «ο Γκορ Βερμπίνσκι» (εννοείται ότι το ερώτημα θα πρέπει να γίνει σε απλούς θεατές που δεν ασχολούνται επαγγελματικά με τον χώρο του κινηματογράφου ή δεν ανήκουν στη μειοψηφία των «κολλημένων» κινηματογραφόφιλων και «σινεφάγων»).


Επιχειρώντας ένα πρόχειρο γκάλοπ, έκανα την ερώτηση σε δέκα ανθρώπους που είχαν υπόψη τους την ταινία.


Κανείς δεν ήξερε ποιος τη σκηνοθέτησε.


Δεν είναι κάπως παράξενο; Στο κάτω κάτω, ο Γκορ Βερμπίνσκι δεν «έσκασε» ουρανοκατέβατος. Πριν από τρία χρόνια ο ίδιος άνθρωπος σκηνοθέτησε την επίσης επιτυχημένη πρώτη ταινία της πειρατικής τριλογίας και είναι ήδη γνωστό ότι του χρόνου θα έχει έτοιμη την τρίτη. Στο ενεργητικό του βρίσκονται επίσης το επιτυχημένο θρίλερ «Σήμα κινδύνου» («The ring») αλλά και ο «Μεξικάνος» με τους Μπραντ Πιτ και Τζούλια Ρόμπερτς. Η καλλιτεχνική ταινία «Εχει ο καιρός γυρίσματα» με τους Νίκολας Κέιτζ και Μάικλ Κέιν είναι επίσης δική του, ενώ η πορεία του Βερμπίνσκι στη σκηνοθεσία έχει ξεπεράσει πλέον τη δεκαετία, εφόσον πρώτη ταινία του είναι η ξύπνια κωμωδία «Οι δύο ατσίδες και το πονηρό ποντίκι», παραγωγής 1997.


Και όμως, ελάχιστοι τον γνωρίζουν και κατά πάσα πιθανότητα περισσότεροι δεν πρόκειται ποτέ να τον μάθουν.


Ταινίες-καρμπόν


Η περίπτωση του Γκορ Βερμπίνσκι δεν είναι η εξαίρεση στον κανόνα, αλλά ο κανόνας ο ίδιος. Στις περισσότερες σύγχρονες αμερικανικές ταινίες υψηλών εμπορικών προδιαγραφών το στίγμα της προσωπικής δημιουργίας απουσιάζει και το στυλ προσωπικής έκφρασης (αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι) είναι πανομοιότυπο. Είναι βέβαιον ότι ουδείς θυμάται πως η πολεμική περιπέτεια «Pearl Harbor» σκηνοθετήθηκε από τον Μάικλ Μπέι, όπως ουδείς συνδυάζει το όνομα του Μάικλ Μπέι με μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του ’90, όπως ο «Βράχος», το «Con Air» και η αστυνομική κωμωδία «Τα κακά παιδιά». Δεν έχει σημασία ποιος σκηνοθετεί αυτές τις ταινίες.


Να το θέσω διαφορετικά; Αν ο Μάικλ Μπέι είχε σκηνοθετήσει τους «Πειρατές της Καραϊβικής», την ίδια ακριβώς ταινία με τον Βερμπίνσκι θα έκανε. Το ίδιο ισχύει για τον Στίβεν Σόμερς που σκηνοθέτησε τη «Μούμια» (και την «Επιστροφή» της), τον Ντόμινικ Σένα του «Σε 60 δευτερόλεπτα», τον Τόνι Σκοτ του «Domino», ακόμη και τον Μπράιαν Σίνγκερ που ξεκίνησε με τους αριστουργηματικούς «Συνήθεις υπόπτους» και «προήχθη» σε σκηνοθέτη των ταινιών «Χ-Men» και του «Superman returns». Πού βρίσκονται οι αισθητικές διαφορές όλων αυτών των ταινιών; Πουθενά. Η σκηνοθετική άποψή τους έχει να κάνει κυρίως με την ποσότητα των φακών και τη χρήση των κομπιούτερ. Είναι ταινίες-καρμπόν, τις οποίες υπογράφουν απλώς διαφορετικοί άνθρωποι.


Σκηνοθέτες-υπάλληλοι


Οι σκηνοθέτες χάνονται γιατί στο μεγαλύτερο μέρος του το σύγχρονο κινηματογραφικό σύστημα αντιμετωπίζει πλέον με αδιαφορία την ιδέα της δημιουργίας. Οι περισσότεροι μεγαλοσκηνοθέτες είναι υπάλληλοι (ή μήπως υπηρέτες;) μεγαλοπαραγωγών όπως ο Τζέρι Μπρουκχάιμερ, ο οποίος βρίσκεται πίσω από το «Pearl Harbour», τον «Βράχο» αλλά και τους «Πειρατές».


Οσο μεγαλύτερο το μέγεθος μιας ταινίας, τόσο ευκολότερα αφανίζεται η σκηνοθετική υπογραφή – εκτός αν ο σκηνοθέτης είναι επιπέδου Στίβεν Σπίλμπεργκ ή Πίτερ Τζάκσον ή αν το θέμα της ταινίας είναι θρησκευτικός δυναμίτης, όπως τα «Πάθη του Χριστού» του Μελ Γκίμπσον. Πόσοι θυμούνται τους σκηνοθέτες των ταινιών «Χάρι Πότερ»; Ποιος θυμάται ότι ο (οσκαρικός κιόλας) Ρον Χάουαρντ είναι ο σκηνοθέτης του «Κώδικα Ντα Βίντσι»;


Αν αποπειραθεί κανείς μια καταγραφή των εφετινών ταινιών τις οποίες θα αναζητούσε σύμφωνα με τον σκηνοθέτη τους, θα βρεθεί μπροστά σε ένα αποκαρδιωτικά περιορισμένο σύνολο. Από τα τέλη του περασμένου Αυγούστου (όταν τυπικά άρχισε η σεζόν) ως σήμερα παίχθηκαν στις ελληνικές αίθουσες περί τις 60 ταινίες και μόνον οι έξι έχουν σκηνοθετική σφραγίδα. Τρεις σκηνοθέτες είναι Αμερικανοί (Μπράιαν Ντε Πάλμα – «Μαύρη Ντάλια», Μάικλ Μαν – «Miami Vice», Ολιβερ Στόουν – «Δίδυμοι Πύργοι») και τρεις Ευρωπαίοι: Νάνι Μορέτι – «Αλιγάτορας» (Ιταλία), Ακι Καουρισμάκι – «Φώτα στο σούρουπο» (Φινλανδία) και Πέδρο Αλμοδόβαρ – «Γύρνα πίσω» (Ισπανία). Ανάμεσα στις ταινίες που αναμένουμε λόγω των σκηνοθετών τους είναι «Ο πληροφοριοδότης» (Μάρτιν Σκορσέζε), «Οι σημαίες των προγόνων μας» (Κλιντ Ιστγουντ) και «The Good German» (Τζορτζ Κλούνεϊ).


Ακόμη πιο αποκαρδιωτικό φαίνεται το γεγονός ότι οι προαναφερθέντες σκηνοθέτες δεν είναι νέοι. Ολοι έχουν κλείσει τουλάχιστον 25 χρόνια καριέρας και όλοι τους κατόρθωσαν να επιβάλουν το όνομά τους ενώ ήταν ακόμη νέοι. Σήμερα αυτό ισχύει σπανίως και η έλλειψη αντικαταστατών τους σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανανέωση. Μετρημένοι στα δάχτυλα οι αμερικανοί σκηνοθέτες νεότερων γενιών που έχουν τη φλόγα της δημιουργίας. Ανάμεσά τους ο Ντέιβιντ Φίντσερ, ο Κουέντιν Ταραντίνο, με τον δεύτερο μοναδική ίσως περίπτωση ανασγνωρίσιμου ονόματος από σεβαστό αριθμό θεατών.


Κρίση στους ανεξάρτητους


Ο Ταραντίνο, ο Φίντσερ αλλά και ο Μπράιαν Σίνγκερ που αναφέρθηκε πιο πάνω προέρχονται από τον χώρο του ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου, ο οποίος επίσης αντιμετωπίζει κρίση μετά την έξαρση που σημειώθηκε στη δεκαετία του ’90. Αν το σκηνικό που περιγράψαμε αντανακλά την πραγματικότητα στον εμπορικών προδιαγραφών αμερικανικό κινηματογράφο, η κατάσταση στον ανεξάρτητο εναλλακτικό είναι κάτι σαν μικρογραφία της. Κάποτε οι «εκτός συστήματος» σκηνοθέτες γίνονταν από μόνοι τους κεφάλαια. Ποιον να πρωτοθυμηθείς; Τον Τζον Κασαβέτις, τον Αντι Γουόρχολ, τον Τζιμ Τζάρμους, τον Ντέιβιντ Λιντς ή τον Σπάικ Λι;


Σήμερα, στη συντριπτική πλειονότητά τους οι ανεξάρτητοι, πρωτοεμφανιζόμενοι Αμερικανοί είναι σκηνοθέτες της μιας ταινίας. Εκτός αν σας λένε τίποτε τα ονόματα Πίτερ Χέτζες («Το γλυκό του Απρίλη»), Σάρις Σπρίνγκερ Μπέρμαν, Ρόμπερτ Πουλτσίνι («American Splendor»), Νόα Μπάουμπαχ («Δεσμοί διαζυγίου»), Αναντ Τάκερ («Shopgirl») και πάει λέγοντας… Γυρίζουν με τα χίλια ζόρια μια ταινία, την προβάλλουν στο φεστιβάλ του Sundance, γεύονται την επιτυχία της, αλωνίζουν τα φεστιβάλ ανά τον κόσμο και μετά… χάνονται. Αν κάποιοι είναι τυχεροί, «προάγονται» στα υψηλότερα κλιμάκια του Χόλιγουντ και στην καλύτερη περίπτωση γίνονται υπάλληλοι των μεγαλοκαρχαριών. Οι περισσότεροι πρωτοεμφανιζόμενοι του ανεξάρτητου όμως μετατρέπονται σε πρωτοεξαφανιζόμενους.