Ο Τζόναθαν και η Ελίζαμπεθ, το νεαρό, αφελές, αρραβωνιασμένο ζευγάρι, οριακά ανιαροί ως ενάρετοι εκπρόσωποι του Καλού. Εκείνος συμβολαιογράφος χαμηλών απαιτήσεων, εκείνη, ρομαντική, καλή, όμορφη, το μόνο που τη διασώζει από τον χωρίς όνειρα ύπνο της μετριότητας είναι η ακατανίκητη έλξη που αισθάνεται για τον Δράκουλα.
Ο δρ Βαν Χέλσινγκ, ξακουστός επιστήμων, ειδικός στις ανεξιχνίαστες ασθένειες του αίματος, ατρόμητος διώκτης ανθρωπόμορφων τεράτων, εξοπλισμένος με τον παγωμένο κυνισμό των γιατρών που δεν διστάζουν να κόψουν κεφάλια ή να μπήξουν παλούκια προκειμένου να εξοντώσουν την εγκληματική παραφωνία της φύσης.
Και, τέλος, ο ίδιος ο Δράκουλας, άρχοντας του σκότους, τρομερός αλλά και γοητευτικός, να αναδίδει τον σκοτεινό ερωτισμό του θανάτου, πέρα από την ηθική, εκεί όπου η ζωή παραδίδεται ηδονικά στην εκπνοή του τέλους.
Αντλώντας έμπνευση από τις κινηματογραφικές εκδοχές του μύθου – κυρίως από τον «Δράκουλα» του Κόπολα για την αφήγηση της ιστορίας αλλά και από τον «Νοσφεράτου» του Μουρνάου για την ασπρόμαυρη όψη με εξπρεσιονιστική διάθεση – η ομάδα ex animo δημιούργησε την εντελώς δική της, πρωτότυπη και ευφάνταση εκδοχή που αποδομεί με τρυφερότητα και απίστευτο χιούμορ την κλασική οπτική.
Στον κόσμο του «Νοσφεράτους Διδόντικους» η Ελίζαμπεθ μεταμορφώνεται σε χαζοχαρούμενη, προκομμένη νεαρή κοπέλα με φωνητικά προσόντα αλλά χωρίς όραση (Κωνσταντίνα Λαδοπούλου). Αρραβωνιασμένη με τον χαριτωμένο και σπιρτόζο Τζόναθαν (Παύλος Εμμανουηλίδης), αποφασίζει να τον χωρίσει όταν βρει το φως της, θαύμα που επιτελείται αμέσως μετά τη δολοφονία του Δράκουλα. Εκείνη γίνεται διάσημη ντεκορατρίς, ενώ εκείνος κτηματομεσίτης στην Τρανσυλβανία.
Ο δρ Βαν Χέλσινγκ (Ζήσης Ρούμπος) είναι ο πανικός προσωποποιημένος. Τρέμει σύγκορμος όταν η «νυχτερίδα διδόντικους» πεταρίζει στο κλουβί δίπλα του, ενώ μια σταγόνα αίματος του προκαλεί ολοκληρωτική εφίδρωση. «Ω, Θεέ μου, τι θα κάνουμε τώρα;» είναι η φράση που εκτοξεύεται συχνά από τα χείλη του.
Ο Δράκουλας (Δημήτρης Ζωγραφάκης) εμφανίζεται με μπότες μπάικερ, μαλλιά καρφάκια και τεράστια γαμψά νύχια, μαραζωμένος, να κλαίει και να οδύρεται, σαν πληγωμένο ζώο, να ξεφυσάει και να αναπολεί τον χαμένο του έρωτα στα ρουμάνικα: «Ελιζαμπέτα!».
Οσο για τη Λούσι, αδελφική φίλη της Ελίζαμπεθ, αυτή παραμένει σεξουαλικά ασυγκράτητη, μόνο που εδώ καταλήγει με τον κακάσχημο Ιγκορ, παμπόνηρο και καπάτσο υπηρέτη του Δράκουλα. Η λάγνα Λούσι (Φωτεινή Τιμοθέου) και ο Ιγκορ (Ροζαμάλια Κυρίου) παντρεύονται και κάνουν 23 δρακουλόπαιδα.
Η παράσταση δανείζεται επιπλέον από την κινηματογραφική γλώσσα την τεχνική του παράλληλου μοντάζ (το φρενήρες ταξίδι των τριών ζευγαριών προς τον πύργο), τα γκαγκ (το θορυβώδες τηλεγράφημα, το άτυχο προβατάκι) αλλά και τη σημειολογία του βωβού (τις μελοδραματικές χειρονομίες, τις αντεστραμμένες παλάμες, το κοίταγμα προς το κοινό ύστερα από ένα αστείο, τους ρυθμούς κίνησης σε επιτάχυνση). Ο Αϊζενστάιν είχε εκφράσει τη φοβία πως, όταν ο κινηματογράφος έπαυε να είναι βωβός, θα υπέκυπτε σε τρομακτική λογοδιάρροια. Βλέποντας τους ηθοποιούς να ξεγλιστρούν γύρω από τα έπιπλα έχεις την αίσθηση πως η «κατάρα» έπιασε και ξαφνικά οι ήρωες μιας βωβής ταινίας άρχισαν να μιλούν ακατάπαυστα.
Με κεκτημένη ταχύτητα πηδάμε από το βωβό στο ομιλών και από το ομιλών στο DVD: από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης είναι όταν ο Τζόναθαν συλλαμβάνει την Ελίζαμπεθ σε άσεμνη στάση με τον γιατρό και αποφασίζουν να γυρίσουν πίσω και να αρχίσουν τη σκηνή από την αρχή εκτελώντας κάθε κίνηση ανάποδα – λες κι έχουν καταπιεί το τηλεκοντρόλ και ενεργοποιούν το κουμπί του rewind ανά πάσα στιγμή με τα ίδια τους τα σώματα. Γενικότερα το εγχείρημα αποδεικνύεται εξαιρετικά χορογραφημένο, με μια τελειότητα που καταφέρνει να μοιάζει αυθόρμητη παρά την ακρίβειά της: η σκηνή του τρένου, με τους ηθοποιούς-ατμομηχανές, το παιχνίδι των ερωτήσεων («απαγορεύονται οι ρητορικές»), το πέταγμα στα φτερά του Δράκουλα, είναι όλες εκτελεσμένες αβίαστα.
Σε σκηνικό ουσιαστικό ανύπαρκτο, όπου όλα είναι άσπρα ή μαύρα, και με τους ήχους συχνά αυτοσχέδιους (με μόνη αληθινή ηχητική «πηγή» το πιάνο στο πατάρι) η ομάδα ex animo κάνει τη θεατρική πράξη να φαντάζει σαν παιχνίδι που δεν θες να τελειώσει ποτέ. Μία ακόμη νέα ομάδα εισέρχεται στο θεατρικό τοπίο γεμάτη υποσχέσεις ανανέωσης.



