Ημέρες ανακούφισης. Φτάνω στο Μπέλφαστ, στη Βόρεια Ιρλανδία, λίγες ώρες αφότου ο IRA άφησε μια διεθνή επιτροπή ελέγχου να επιθεωρήσει τις κρυψώνες με τον οπλισμό του. Η επιτροπή μπόρεσε να βεβαιωθεί ότι τα όπλα δεν χρησιμοποιούνται ούτε μπορούν να χρησιμοποιηθούν εν αγνοία της. Η πιο μακρόχρονη, η πιο άγρια εμφύλια σύγκρουση της Ευρώπης οδηγείται στο τέλος της. Ενας αποχαιρετισμός στα όπλα… Τα δελτία ειδήσεων είναι θριαμβευτικά. Ο Μπλερ δηλώνει την ικανοποίησή του. Δεν πρόκειται ακόμη για αφοπλισμό, αλλά θα μπορούσε να είναι η αρχή. Μετά τον IRA θα ακολουθήσουν ίσως οι παραστρατιωτικές οργανώσεις της άλλης πλευράς ­ των προτεσταντών, που θέλουν να παραμείνει το Ολστερ στη Βρετανία. Την ώρα που γράφω αυτές τις γραμμές, λίγα χιλιόμετρα νοτιότερα, στο Αρμαγκ μια μεγάλη έκρηξη δεν έχει ευτυχώς θύματα. Προχθές το βράδυ στο Ντέρι ανταλλαγή πυροβολισμών. Οι ξυλοδαρμοί στους δρόμους, οι συγκρούσεις δεν έχουν εκλείψει, ακόμη και αν έχουν μειωθεί. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει μια ένταση. Ενταση μαζί με ελπίδα.



Παράξενη χώρα, παράξενοι άνθρωποι. Η βία έχει ποτίσει τις φυσιογνωμίες τους. Καμία σχέση με τους Ιρλανδούς που έχω γνωρίσει στο Δουβλίνο ή αλλού. Ανθρωποι αυστηροί, σκληροί, συγκρατημένοι, αγέλαστοι. Δεν με εκπλήσσει. Χρειάζεται μια ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία για να σκοτώνεσαι 30 χρόνια με τον γείτονά σου. Τριάντα χρόνια και τρεις αιώνες.


Στο Δυτικό Μπέλφαστ ένας δρόμος χωρίζει το Φολς από το Σάνκιλ. Δυο γειτονιές ίδιες. Η μία, το προπύργιο του IRA και των καθολικών. Η άλλη, το φρούριο των προτεσταντών. Επεφτε το σούρουπο και αρκούσε να περάσεις τη Σάνκιλ Ρόουντ για να βρεθείς στον αντίπαλο. Πήγαινες, σκότωνες και, αν δεν προλάβαιναν να σε σκοτώσουν, γύριζες πίσω.


Η τρομοκρατία είχε μεταβληθεί σε μια προσωπική, αυτόνομη υπόθεση. Πάντα είχες κάποιον να εκδικηθείς, σκοτώνοντας κάποιον άλλο. «Τιτ-φορ-τατ» το λένε εδώ. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού θα λέγαμε εμείς. Από μια στιγμή και μετά οι βάσεις της σύγκρουσης περνάνε σε δεύτερο πλάνο. Η θρησκεία, η δημοκρατία, το στέμμα, η Ιρλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο. Μένει μόνο το αίμα.


Το αίμα έτρεξε ποτάμι. Εχει ποτίσει την ιρλανδική γη. Τέσσερις χιλιάδες νεκροί, περισσότεροι από 30.000 τραυματίες, χιλιάδες οι φυλακισμένοι, αυτοί που αναγκάστηκαν να βρουν οδό διαφυγής στη μετανάστευση. Και μιλάμε μόνο για την τελευταία περίοδο, από το 1970 και μετά. Γέροι, νέοι, παιδιά, γυναίκες, καθολικοί ή προτεστάντες, αδιάφορο. Αίμα χωρίς φύλο, θρησκεία ή ηλικία. Αίμα που απλώς τρέχει.


Ο εμφύλιος είναι κάτι σαν παράδοση, σαν συνήθεια. Εδώ και 1.000 χρόνια, από το 1066 και τον Γουλιέλμο της Νορμανδίας, κανένας ξένος εισβολέας δεν πάτησε το πόδι του στα βρετανικά νησιά. Εδώ και 1.000 χρόνια σκοτώνονται αναμεταξύ τους. Σχεδόν χωρίς ανάσα και χωρίς αναστολή.


«The troubles», «τα προβλήματα»… Με μια περίεργη σεμνοτυφία οι Ιρλανδοί δίνουν το ίδιο κοινότοπο όνομα σε κάθε εμφύλια αιματοχυσία που έχουν ζήσει. Το 1921-1923 στον Νότο ή το 1968-1998 στον Βορρά. «Ηταν η εποχή των “προβλημάτων”» σου λένε και φαντάζεσαι, ας πούμε, ότι εννοούν μια οικονομική δυσπραγία ή μια κοινωνική δυσχέρεια. Ο εμφύλιος πόλεμος στα όρια της κανονικότητας.


Και τώρα; Ο Γουίλιαμ Ιούαρτ Γλάδστον, ο βρετανός πολιτικός που ασχολήθηκε περισσότερο με το «ιρλανδικό ζήτημα» τον 19ο αιώνα, ήταν μονίμως απηυδισμένος. «Κάθε φορά» έλεγε «που φτάνουμε κοντά στη λύση, οι Ιρλανδοί κάνουν κάτι και αλλάζουν το πρόβλημα». Σε όλη του τη ζωή και τη μακρά πρωθυπουργία του μόνο μία φορά πάτησε το πόδι του στο Πράσινο Νησί. Ο μεγάλος αντίπαλός του, ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι, δεν πήγε ποτέ. Πού να μπλέκεις…


Γύρισα τη Βόρεια Ιρλανδία με συγκεχυμένες εντυπώσεις και ανάμεικτα συναισθήματα. Με την αίσθηση μιας παράνοιας. Η ειρήνευση μοιάζει και να φεύγει και να έρχεται. Ο φανατισμός και εξασθενεί και ενισχύεται. Η πρόκληση είναι πανταχού παρούσα. Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής δεν κατέλυσε την παράνοια: προσπαθεί προς το παρόν να την οργανώσει.


Μιλάς με τόσο κόσμο και σου αλλάζουν συνεχώς το πρόβλημα. Είναι το θρήσκευμα; Κανενός η θρησκευτική ελευθερία δεν φαίνεται να απειλείται.


Είναι η μεταχείριση της μειονότητας; Μα είναι αμφίβολο αν υπάρχει πια μειονότητα. Η τελευταία απογραφή έδωσε περίπου 57% προτεστάντες (όλων των επί μέρους αποχρώσεων) και 43% ρωμαιοκαθολικούς. Υπολογίζουν ότι η απογραφή του 2001 θα τους βγάλει μισούς μισούς.


Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια παλιννόστηση των καθολικών, κάτι που υποδηλώνει τουλάχιστον ότι η διακριτική μεταχείριση σε βάρος τους έχει ελαχιστοποιηθεί.


Είναι η απειλή της συγχώνευσης με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας; «Η Ιρλανδία δεν τρομάζει πια» εξηγεί ο Τέρι Μακ Κάσκερ, διευθυντής του γραφείου του (προτεστάντη) πρωθυπουργού Ντέιβιντ Τριμπλ. «Η επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας έχει εξασθενήσει πολύ ενώ και η οικονομία της πηγαίνει πολύ καλά».


Πολλοί Βορειοΐρλανδοί, ακόμη και ακραιφνείς προτεστάντες του Ολστερ, θα προτιμούσαν τα «ευρώ» του Δουβλίνου από τις στερλίνες του Λονδίνου. Το σημειώνει με ένα υπαινικτικό χαμόγελο ο Μαρκ Ντάρκαν, υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Τριμπλ και πιθανότερος διάδοχος του Χιουμ στην αρχηγία των Σοσιαλδημοκρατών.


* Η εκδίκηση της μικρής Ιρλανδίας…


Είναι μήπως η δημοκρατία; Είναι το στέμμα; Είναι η ιστορία; Είναι το αίμα που έχει χυθεί; Είναι ένα πείσμα; Μια υπερηφάνεια που αναζητεί ασταμάτητα νικητές και ηττημένους, θύτες και θύματα; Ή μήπως είναι όλα αυτά ταυτοχρόνως, ένα πρόβλημα που αλλάζει συνεχώς υφή;


Η μόνη ουσιαστική ελπίδα ίσως βρίσκεται στον απλό κόσμο που θέλει να βγει από τον εφιάλτη, έστω και αν δεν τολμάει να το πολυφωνάξει. Στα νέα παιδιά που περιμένουν να πέσει το σούρουπο όχι για να καθαρίσουν τον γείτονά τους, αλλά για να γεμίσουν τις «παμπ» του Μπέλφαστ με τα συγκροτήματα που παίζουν ανάμεικτα ροκ και ιρλανδική παραδοσιακή μουσική. Το 46% του πληθυσμού της Βόρειας Ιρλανδίας είναι κάτω των 30 ετών. Το 25% κάτω των 16.


Εδώ και ενάμιση χρόνο οι τιμές των ακινήτων ανεβαίνουν ραγδαία στο Μπέλφαστ. Μήνυμα εμπιστοσύνης και αισιοδοξίας. Η ανεργία έπεσε από το 17,2% στο 6,6%. Οι καθολικοί βρίσκουν πια δουλειές ­ το μεγάλο τους παράπονο. Αρχίζουν και δημιουργούν μια μεσαία τάξη, αυτούς που ψηφίζουν το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα του Τζον Χιουμ. Μια μεσαία τάξη που αποστρέφεται τα όπλα και τα εκρηκτικά του IRA.


Η οικονομία κάνει βήματα και αυτή έχει συνήθως τον τελευταίο λόγο. Η κόπωση και το κόστος μιας ατέλειωτης αιματοχυσίας είναι εμφανής. Ιδίως όταν οι πεποιθήσεις των μεν και των δε αρχίζουν να διατυπώνονται μέσα από πιο ήπιες διαδικασίες.


Ο Κεν Μακ Ιλρόι, τοπικός δημοσιογράφος και συγγραφέας, θέτει μια νέα διάσταση των πραγμάτων. «Η μεγάλη πλειονότητα των προτεσταντών δεν θα είχαν πρόβλημα να ζήσουν μέσα στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Κάποιοι ίσως θα έφευγαν, οι περισσότεροι θα έμεναν. Δεν θέλουν όμως να γίνει κάτι τέτοιο με το πιστόλι στον κρόταφο».


Οι διαδικασίες λοιπόν… Ο Αλεξ Κέιν είναι προτεστάντης, βουλευτής του Νότιου Μπέλφαστ με το κόμμα του Τριμπλ. «Είμαι δημοκράτης» μου λέει. Εχω τις απόψεις μου, τις πεποιθήσεις μου. Αλλά, αν η πλειοψηφία αποφασίσει δημοκρατικά να προσχωρήσουμε στην Ιρλανδία, να φύγουμε από το Ηνωμένο Βασίλειο, θα το δεχτώ. Δεν θέλω όμως κανένας να μου το επιβάλει με τα όπλα».


Γυρίζουμε λοιπόν στα όπλα. Σ’ αυτόν τον αναγκαίο και δύσκολο αποχαιρετισμό. Η Μαίρη Μακ Λάφλιν είναι κοντά στα 70. Ασχολείται με τα κοινά στο Ντέρι Λοντόντερι (είναι η επίσημη ονομασία του, αλλά κανείς δεν θα χρησιμοποιούσε το συνθετικό «Λόντον», «Λονδίνο», σε αυτό το άντρο του ιρλανδικού εθνικισμού), όπου διευθύνει ένα κέντρο για την ιστορική ανάπλαση της πόλης.


Ο άνδρας της είναι παπουτσής. Εχουν επτά παιδιά, τα έξι είναι αγόρια. Το ζεύγος Μακ Λάφλιν είναι μέλη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και υπήρξαν από μικρά παιδιά φανατικοί εθνικιστές. Οταν κοιτάς αυτή τη μαζεμένη και γλυκιά ηλικιωμένη γυναίκα με τα έξυπνα γαλάζια μάτια και τα άσπρα μαλλιά, δεν σου είναι εύκολο να φανταστείς ότι πρωτοστατούσε στις κινήσεις για τα πολιτικά δικαιώματα της δεκαετίας του ’60 και του ’70. Η Βρετανία δεν την τρόμαξε ποτέ…


Την τρόμαξαν όμως τα όπλα. «Ακόμη και τώρα» μου λέει «πετάγομαι ξαφνικά από τον ύπνο μου. Από τον φόβο μήπως τα αγόρια μου μπλέξουν με τον IRA, μήπως μέσα στην απόγνωση στραφούν στη βία, στις δολοφονίες, στα εκρηκτικά. Ξυπνάω και τότε συνειδητοποιώ ότι αυτά τα έχουμε πίσω μας. Οτι πάει, πέρασε αυτός ο φόβος. Οτι δεν υπάρχει πια απόγνωση». Κοντοστέκεται και με κοιτάζει. «Αυτό τουλάχιστον ελπίζω…».


Τι θα κάνει ο κ. Π. Ο’ Νιλ Οι άνθρωποι του IRA και οι επόμενες κινήσεις τους



«Στις συνομιλίες και στις διαπραγματεύσεις υπάρχουν και εκπρόσωποι του IRA; Πώς ξέρετε σε τι συμφωνεί και σε τι διαφωνεί; Τι δέχεται και τι όχι; Ποιος τον εκφράζει και ποιος δεν τον εκφράζει;». Η αφελής αυτή απορία προκάλεσε τα ευγενικά χαμόγελα των συνομιλητών μου στο κυβερνητικό μέγαρο του Στόρμοντ.


Λίγες ημέρες αργότερα, ολοκληρώνοντας αυτή τη βορειοϊρλανδική περιήγηση, είχα καταλάβει ότι ο IRA υπάρχει χωρίς να υπάρχει. Βρίσκεται παντού χωρίς να είναι πουθενά. Σε όλα τα χωριά, σε όλες τις καθολικές γειτονιές όλοι ξέρουν ποιος είναι ο υπεύθυνος του IRA, ποιοι είναι οι άνθρωποι του IRA, ποιοι έχουν περάσει από τον IRA ή απλώς τον βοηθούν χωρίς ποτέ να έχει ειπωθεί τίποτε σχετικό.


«Εχουμε να κάνουμε με την πιο επιτυχημένη και αποτελεσματική τρομοκρατική οργάνωση που γνώρισε ο δυτικός κόσμος» θα ομολογήσει κάποια στιγμή ο Στίβεν Γουέμπ, ο υπεύθυνος για θέματα ασφαλείας στη γραμματεία της Βόρειας Ιρλανδίας. «Είμαστε μικρός τόπος. Ολοι ξέρουμε τα πάντα για όλους» μου έλεγε λίγο αργότερα με περιπαικτική διάθεση η Τζέιν Μόρις, πρώην δημοσιογράφος και σημερινή αντιπρόεδρος της Βουλής.


Εδώ και 30 χρόνια ο IRA μιλάει μόνο με ανακοινωθέντα προς τον Τύπο, τα οποία υπογράφει κάποιος «Π. Ο’ Νιλ». Το πρόσωπο είναι ανύπαρκτο, αλλά το όνομα καθιερώθηκε. Δεν είναι λίγες οι φορές, σε κάποιες από τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις των τελευταίων μηνών, που κάποιος από τους μετέχοντες θα ρωτήσει την ομήγυρη:


­ Μπορεί κανείς να υποθέσει ποια θα είναι η αντίδραση του κ. Π. Ο’ Νιλ σε αυτή την περίπτωση;


Κάποιος από την αντιπροσωπεία του Σιν Φέιν θα πάρει ως συνήθως τον λόγο για «να υποθέσει» ότι ο κ. Π. Ο’ Νιλ θα αντιδράσει έτσι ή αλλιώς.


­ Σε κάθε αντιπροσωπεία του Σιν Φέιν υπάρχει ένας εκπρόσωπος της Στρατιωτικής Επιτροπής του IRA. Πώς τον ξέρουμε; Συνήθως είναι αυτός που δεν ανοίγει το στόμα του. Σε όλες τις διαπραγματεύσεις της τελευταίας τριετίας, π.χ., έρχεται πάντα και ο Τζέρι Κέλι, αλλά δεν έχει μιλήσει ποτέ.


Περίεργη τριμελής επιτροπή. Ο Τζέρι Ανταμς, πρόεδρος του κόμματος Σιν Φέιν. Ο Μάρτιν Μακ Γκίνες, υπουργός Παιδείας της κυβέρνησης Τριμπλ. Και ο Τζέρι Κέλι, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του Σιν Φέιν, βουλευτής στην τοπική Βουλή του δυτικού Μπέλφαστ, ο «άνθρωπος του IRA» στην ηγεσία του κόμματος. Μόλις το περασμένο Σάββατο ο Κέλι ήρθε στα χέρια με την αστυνομία προσπαθώντας να εμποδίσει μια πορεία προτεσταντών να περάσει από την εκλογική του περιφέρεια.


Τον συνάντησα στα γραφεία του Σιν Φέιν στη Βουλή. Μια φυσιογνωμία που νομίζεις ότι βγαίνει κατευθείαν από κινηματογραφική ταινία. Στεγνός, ψυχρός, αγέλαστος, με τη σκληράδα του ανθρώπου που έχει περάσει τα πάντα στη ζωή του. «Εχω κάνει φυλακή» θα μου πει. «Με έχουν κατηγορήσει για πολλά που έκανα και για άλλα που δεν έκανα. Η οικογένειά μου αποδεκατίστηκε. Από τα 16 μου χρόνια ζω αυτόν τον πόλεμο». Πίσω από την πλάτη του κρέμεται ένα σύνθημα: «Η ισότητα είναι δικαίωμα, όχι προνόμιο».


Μιλάει μέσα από τα σφιγμένα δόντια του με μια έντονη ιρλανδική προφορά και μια ορολογία που αιφνιδιάζει. Λέει για τη «βρετανική αποικιοκρατική κατοχή». Για τους «αιχμαλώτους πολέμου» που κρατούνται ακόμη στη φυλακή του Μέιζ ­ αν και δεν έχουν μείνει πολλοί: περίπου 300, οι μισοί καθολικοί και οι άλλοι μισοί προτεστάντες. Οι περισσότεροι αφέθηκαν σταδιακά ελεύθεροι μετά τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής.


Είναι ψυχολογικά έτοιμος να ζήσει ειρηνικά με τους εχθρούς τόσων χρόνων; «Ψυχολογικά είμαι απόλυτα έτοιμος. Δεν τους εμπιστεύομαι όμως ούτε τους ζητώ να με εμπιστευθούν. Η εμπιστοσύνη είναι θέμα χρόνου. Το πρόβλημα είναι θεσμικό, όχι προσωπικό. Εγώ δεν έκανα πόλεμο με τους προτεστάντες. Εκανα πόλεμο με την αποικιοκρατία, την οποία οι προτεστάντες υποστηρίζουν. Ασφαλώς και μπορούμε να ζήσουμε μαζί, αλλά στη βάση της ισότητας. Οσο συνεχίζονται οι διακρίσεις όμως, θα είναι δύσκολο».


Γιατί ο IRA δεν παραδίδει τα όπλα, να μπει ένα τέλος στον κύκλο της βίας; «Είμαστε σε πόλεμο με τη βρετανική κυβέρνηση» εξηγεί. «Η συνεισφορά του IRA στην ειρήνη είναι η κατάπαυση του πυρός, η ανακωχή. Είναι δύσκολο για έναν στρατό που δεν ηττήθηκε να παραδώσει τα όπλα του».


«Η απόφαση του IRA να αφήσει μια διεθνή επιτροπή να επιθεωρήσει τα οπλοστάσιά του, να βεβαιωθεί ότι δεν γίνεται χρήση των όπλων και των εκρηκτικών είναι μια ιστορική απόφαση. Μια έντιμη και θαρραλέα απόφαση» προσθέτει.


Δηλαδή ο IRA δεν θα δώσει τα όπλα; Επιφυλακτικότητα… «Δεν μπορώ να πω. Είναι θέμα του IRA και θα αποφασιστεί όταν έρθει η στιγμή. Πιστεύω όμως πως, αν η συμφωνία “λειτουργήσει”, αν οι θεσμοί “λειτουργήσουν”, αν αντιμετωπιστούν τα θέματα που υποχρέωναν τον IRA να καταφύγει στα όπλα, τότε δεν θα υπάρχει κανένας λόγος να ξαναχρησιμοποιηθούν τα όπλα αυτά».


Κάτι ανάμεσα σε υπεκφυγή και απειλή. «Ξέρετε, είμαι βουλευτής του Δυτικού Μπέλφαστ. Το ένα πέμπτο από όλα τα θύματα του πολέμου το είχαμε σε αυτή την περιοχή. Οι άνθρωποι φοβούνται, δεν θέλουν να μείνουν χωρίς προστασία. Ο IRA είναι η προστασία τους».


Αισθάνεται ίσως ότι υπάρχει ένα κενό στη λογική του. Επανέρχεται… «Συζητούμε για τα όπλα του IRA όταν σε αυτόν τον τόπο 170.000 άνθρωποι οπλοφορούν νομίμως. Στη συντριπτική πλειονότητά τους βεβαίως προτεστάντες… Εγινε τόση φασαρία με τα οπλοστάσια του IRA όταν οι παραστρατιωτικές οργανώσεις των Ενωτικών δεν έχουν παραδώσει ούτε ένα όπλο. Η Βασιλική Αστυνομία του Ολστερ, οι ειδικές δυνάμεις, κανείς από όλους αυτούς που πολέμησαν στην πρώτη γραμμή της αποικιοκρατίας δεν έχει αφοπλιστεί. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει πρόβλημα;».


IRA ή Σιν Φέιν; «Δεν είναι το ίδιο πράγμα» υποστηρίζει ο Κέλι. «Προερχόμαστε από την ίδια κοινότητα. Μετέχουμε στο ίδιο κίνημα. Εχουμε τον ίδιο στόχο. Αλλά το Σιν Φέιν είναι πολιτικό κόμμα. Χειρίζεται πολιτικά τα θέματα».


Τι λένε οι προτεστάντες


«Πότε φορούν το ένα καπέλο, πότε το άλλο. Ανάλογα με ό,τι τους βολεύει» λέει ο Αλεν Μακ Βι, ο άνθρωπος που χειρίστηκε όλες τις διαπραγματεύσεις από την πλευρά της βρετανικής κυβέρνησης. Είναι ένα παιχνίδι που φαίνεται ότι το έχουν αποδεχθεί οι συνομιλητές τους όσο και το ότι «ο κ. Π. Ο’ Νιλ» αφήνει τους πολιτικούς να μιλούν για λογαριασμό του.


Αντιθέτως ο Σεντ Κλερ Μακ Αλιστερ δεν έχει καμία αμφιβολία. «Ποιον πάνε να κοροϊδέψουν; Το Σιν Φέιν είναι ο IRA. Είναι τρομοκράτες οι ίδιοι. Ο Ανταμς και ο Μακ Γκίνες ήταν μέλη της Στρατιωτικής Επιτροπής του IRA. Η συντριπτική πλειονότητα των στελεχών του Σιν Φέιν έχουν καταδικαστεί για τρομοκρατικές ενέργειες ή έχουν κάνει φυλακή ως μέλη του IRA».


Ο Μακ Αλιστερ είναι ο εκπρόσωπος του DUP, του ακραίου προτεσταντικού κόμματος του Ιαν Πέισλι. Ενός κόμματος που απέρριψε τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, αλλά μετέχει με δύο υπουργούς στην κυβέρνηση, χωρίς να λαμβάνει μέρος στα υπουργικά συμβούλια για να μην αναγκαστεί να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με τους «τρομοκράτες» υπουργούς του Σιν Φέιν.


Το DUP μαζεύει υπογραφές για να τεθούν οι «τρομοκράτες» του Σιν Φέιν εκτός Βουλής. Την ίδια στιγμή όμως σε προτεσταντικές συνοικίες και χωριά απειράριθμα σπίτια υψώνουν υπερήφανα τις σημαίες των παραστρατιωτικών οργανώσεων των Ενωτικών. Τις σημαίες των Ελεύθερων Εθελοντών του Ολστερ, του Στρατού Αμύνης, των Ελεύθερων Δυνάμεων, ακόμη και του Τάγματος της Οράγγης. Παράνοια…


­ Πώς θα αντιδράσει τελικά με όλα αυτά ο κ. Π. Ο’ Νιλ; ρωτάω τον Τζέρι Κέλι φεύγοντας.


«Μαθαίνετε γρήγορα» σχολιάζει αντί να απαντήσει.


Ξαφνικά μου φάνηκε σαν να διέκρινα ένα είδος χαμόγελου στο πρόσωπό του.