Οπότε. Τότε. Πότε; Κάποτε κάποιες λέξεις, ανεβαίνοντας δεν ξέρω από πού, επιπλέουν στο μυαλό, προκαλώντας, με τον αινιγματικό τους συνειρμό, μικροπανικό. Τι μπορεί τελικώς να σημαίνουν στην προκειμένη περίπτωση οι επτά αυτές συλλαβές, μοιρασμένες στα τρία; Καθώς μάλιστα στο πλάι τους έχουν ήδη σχηματιστεί δύο άλλες κανονικές προτάσεις. Η μία αποφαίνεται πως σε κρίσιμες ώρες η σκέψη είναι πιο δύσκολη από την πράξη. Η δεύτερη ισχυρίζεται πως δύσκολα ζευγαρώνουν η εσωστρέφεια με την εξωστρέφεια· κι όταν αυτό σπανίως συμβαίνει, το αποτέλεσμα παραμένει εξ ορισμού μπάσταρδο. Συμπέρασμα: μπερδεμένο κουβάρι, κι άντε να βρεις την άκρη του.


Επιμένω εντούτοις πρώτα στο οπότε. Μπορεί να χτυπά σαν καμπανάκι· ένα σταμάτημα στη μέση του δρόμου, που έλεγε και ο μεγάλος φλωρεντινός. Κοιτάζεις πίσω μπρος, και μένεις άγαλμα, σαν να παρέλυσαν τα πόδια σου και δεν θέλουν να ρίξουν άλλο βήμα, προτού προκύψει το απροσδόκητο. Τι σόι θα είναι, δεν το ξέρεις, αλλά το περιμένεις. Τότε, και μόνο τότε, υπάρχει ελπίδα να λυθούν ξανά τα μέλη σου.


Οπότε έπεται το πότε, που αν κατέβει μια συλλαβή ο τόνος του, ζήτω που καήκαμε. Πάντως διόλου απίθανο να αλλάξει στα σβέλτα το πότε σε ποτέ. Κι ίσως γι’ αυτό σκέφτεσαι πως ο πιο τίμιος συγγραφέας του αιώνα μας, που όπου να ‘ναι σβήνει, ήταν ο Μπέκετ. Τι απομένει; σωτήρια φλυαρία, μάλλον μονόλογος, κάπως ακατανόητος.


Ο Νάσος θα έλεγε ότι σ’ αυτό το σταυροδρόμι αλλάζει το πολιτικό πρόβλημα σε υπαρξιακό. Εμένα ωστόσο αυτή η διάζευξη δεν μου πάει. Προτιμώ την άλλη, που ξαφνικά χωρίζει τη σκέψη από την πράξη. Μιλώ για ανισόρροπη αντιστροφή: αναστολή της πράξης και διαστολή της σκέψης· εν γνώσει βέβαια πως η σκέψη δεν είναι φαγητό να το χορτάσεις. Που πάει να πει: λίγο πολύ, παραλήρημα. Αλλά, όπως και να το κάνουμε, είναι βαριά τα εβδομήντα χρόνια. Κάτι που ομολογήθηκε προχθές και δημοσία, μαζί με κάποιους υπαινιγμούς για αφαίρεση των υποστυλωμάτων· ώστε να φανεί επιτέλους το πραγματικό υπόλοιπο του σώματος ­ το ξόδεμα μέσα στον χρόνο.


Ομως, καλού κακού, αλλάζω φύλλο απότομα, ξαναγυρίζοντας στη δημοσιογραφική εξωστρέφεια, που έχει πάντως σχέση με το δασκαλίκι· την καλή μοίρα της ζωής μου, που δίχως αυτή μπορεί και να βούλιαζα στο κενό. Αφορμή για να ξυπνήσει πάλι το ντέρτι του δασκάλου: ένα αφιέρωμα ιστορικό της κυριακάτικης «Καθημερινής».


Σίγουρα είναι κάπως άκομψο να διαφημίζεις μια άλλη εφημερίδα από τη στήλη της δικής σου. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση αξίζει πιστεύω ο κόπος της εξαίρεσης. Μιλώ λοιπόν για το κόψιμο του αιώνα μας σε δεκάχρονες φέτες, ώστε να φαίνεται τι έγινε και τι δεν έγινε από δεκαετία σε δεκαετία στον τόπο μας, σε όλους τους βασικούς τομείς: στην πολιτική, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό. Προηγήθηκε η δεκαετία 1900-1910. Την περασμένη Κυριακή προχώρησε η ιστορική αναδρομή στη δεύτερη δεκαετία των βαλκανικών πολέμων, του βενιζελικού εκσυγχρονισμού και του εθνικού διχασμού· εκεί πάνω στην κόψη μιας μεγάλης ιδέας, που οριστικά κατέρρευσε με τη Μικρασιατική Καταστροφή.


Τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο αφιέρωμα είναι συνταγμένα με γνώση και με φρόνηση: σύντομα, καλογραμμένα κατά κανόνα, υπεύθυνα κείμενα, που τα υπογράφουν ώριμοι αλλά και νέοι επιστήμονες, καθένας ειδικός στον χώρο του.


Σκεφτόμουνα λοιπόν το όφελος που θα είχε το Σχολείο, αν τα αφιερώματα αυτά, όταν συμπληρωθούν, δεθούν σ’ ένα τομίδιο και πέσουν μέσα στην τάξη, ως συμπληρωματικό βοήθημα ιστορίας για τους μαθητές του Λυκείου. Μήπως και σπάσουν έτσι τα στεγανά της ενδοσχολικής και της εξωσχολικής παιδείας· φυσήξει άλλος αέρας, που θα φρεσκάρει την επιχειρούμενη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.