«Η ΡΩΣΙΑ είναι ένας γρίφος τυλιγμένος σ’ ένα μυστήριο μέσα σ’ ένα αίνιγμα», είχε πει ο Τσώρτσιλ σ’ ένα ραδιοφωνικό μήνυμά του, στις αρχές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (1.10.1939).


Εξήντα χρόνια αργότερα, η Ρωσία δεν αποτελεί πια «μυστήριο». Θα μπορούσες να πεις ­ στα χνάρια του σχηματικού αφορισμού του «Πατέρα της νίκης» ­ πως είναι μια αντίφαση, τυλιγμένη σε αντιθέσεις μέσα σε πολλή πίκρα. Ολα, σε μεγέθη τεράστια, όσο και της χώρας το μέγεθος.


Ακόμα και μερικές σύντομες, λιγοήμερες επισκέψεις, φτάνουν για ν’ αντιληφθείς αυτές τις φοβερές αντιθέσεις και αντιφάσεις. Που δεν άρχισαν, βέβαια, τώρα ­ αλλά σφραγίζουν την αχανή χώρα, σ’ όλη την ιστορική διαδρομή της.


ΓΝΩΣΤΗ είναι η ζοφερή τοιχογραφία της Ρωσίας, στους αιώνες της τσαρικής απολυταρχίας: Μεσαιωνική κοινωνική, πολιτική, οικονομική συγκρότηση ­ και, ταυτόχρονα, «ευρωπαϊκές» φιλοδοξίες και μιμήσεις… απέραντος φυσικός πλούτος, τεράστιες δυνατότητες ­ και απέραντη άγνοια των δυνατοτήτων αυτών ή αδράνεια στην αξιοποίησή τους… μια ολιγάριθμη «αριστοκρατία», που κορυβαντιούσε μέσα στη χλιδή και το χαροκόπι ­ και εκατομμύρια λαού που έρευαν μέσα στα κουρέλια, την πείνα και την βρόμα… ένας στενός κύκλος ξενομανών «μορφωμένων» ­ και μυριάδες μυριάδων βυθισμένες στην πιο σκοτεινή αμάθεια και δεισιδαιμονία…



Κι ανάμεσα στις συμπληγάδες αυτές, μερικοί συγγραφείς, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, που οιστρηλατούνταν από αγάπη για τη χώρα τους και τον λαό τους, για ελευθερία, για δικαιοσύνη, για παιδεία, και πάλευαν, με μόνη τη δύναμη της τέχνης τους, να καταλύσουν την Υδρα της τυραννίας, που γεννούσε την αθλιότητα, την αγραμματοσύνη, τη βαρβαρότητα, τη σκλαβιά. Και, φυσικά, δέχονταν απάνω τους όλη την οργή των τυράννων, την ηλίθια λογοκρισία τους, τις φυλακές, τις εξορίες, τον θάνατο ακόμα. Χαρακτηριστική είναι η «συμβουλή» που έδωσε ο Πατιόμσκιν, ο ευνοούμενος της Αικατερίνης Β’ (της «μεγάλης») στον πρώτο σημαντικό ρώσο δραματουργό, τον Ντιμίτρι Φονβίζιν: «Πέθανε ή μη γράφεις πια!». Μα οι ρώσοι λογοτέχνες έγραφαν, ξέροντας πως ο θάνατος, με τη μια ή την άλλη μορφή του, ήταν η κοινή τους μοίρα… Ολόκληρη η ρώσικη λογοτεχνία έμοιαζε άλλος Προμηθέας, καρφωμένος στον Καύκασο από έναν αυταρχικό δεσπότη, και για την ίδια αιτία: επειδή πάσχιζε να μεταδώσει στους ανθρώπους τη φωνή της γνώσης, της αλήθειας, της ελευθερίας. Κι όπως ο Τιτάνας, αποδείχθηκε, κι αυτή, ακατάβλητη, και γέννησε τη μεγάλη στρατιά των λογοτεχνών και καλλιτεχνών που, και μέσα στη φοβερή μέγγενη, έμεναν ελεύθεροι, επειδή ήθελαν ελεύθεροι να είναι και να ελευθερώσουν τους άλλους…


ΑΚΟΜΑ πιο γνωστή είναι η εξίσου τραγική συνέχεια ­ όταν την γκρεμισμένη τσαρική απολυταρχία ήρθε να τη διαδεχθεί μια άλλη, στο όνομα τώρα της «λαϊκής» σοβιετικής κυριαρχίας… μ’ εκατομμύρια πάλι θύματα, διωγμούς, γκουλάγκ, με απόλυτο στραγγαλισμό κάθε σκέψης… με όλα τα «δοκιμασμένα» δεσμά που, συχνά, ξεπερνούσαν εκείνα της τσαρικής εποχής.


Η Ρωσία, μεγάλη μέσα στις «Μεγάλες Δυνάμεις» του 19ου αιώνα, γινόταν «υπερδύναμη… ο λαός της σύντριβε τους εξωτερικούς εχθρούς, από τον Ναπολέοντα ως τον Χίλτερ… αλλά ο ίδιος έμενε και πάλι δέσμιος της αυταρχίας, της στέρησης, της εκμετάλλευσης ­ που άλλαζαν όνομα, αλλά δεν άλλαζαν μέσα… Ο «Παράδεισος» που του είχαν υποσχεθεί, ήταν, άλλη μια φορά, ο Καύκασος, το Κράτος, η Βία…


ΚΑΙ τώρα, μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, οι Ρώσοι απόκτησαν την πολυπόθητη ελευθερία έκφρασης, αλλά εξακολουθούν να παραδέρνουν μέσα σε αντιθέσεις οδυνηρές.


Τους τσαρικούς αυθέντες και φεουδάρχες, τους σοσιαλ-τυράννους και την κομματική «νομενκλατούρα», τους διαδέχθηκαν διεφθαρμένοι πολιτικάντηδες και βαρόνοι της μαφίας… Από την ασφυκτική κρατική οικονομία του σοβιετισμού, πέρασαν στην ασύδοτη οικονομία της μαύρης αγοράς… Μια άλλη «αριστοκρατία» πλούτου οργιάζει επιδεικτικά, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι ζουν (τρόπος του λέγειν) με μισθούς πείνας (200-1.000 ρούβλια τον μήνα, δηλαδή 2.400-12.000 δραχμές!)… η επαιτεία και η πορνεία γίνονται το καταφύγιο των πιο αδύναμων… Ακόμα και η «όψη» των κτιρίων βοά: μεγαλόπρεπα «αυτοκρατορικά» ανάκτορα και οικοδομήματα, που οι σοβάδες τους καταρρέουν… πλατύτατοι δρόμοι, πάρκα, κανάλια (προπάντων, στην επιβλητική Πετρούπολη) παραδομένα στην εγκατάλειψη… τεράστια θέατρα και ξενοδοχεία που και τα υδραυλικά τους είναι προβληματικά… υπόγειοι σταθμοί με φανταχτερή διακόσμηση και, πιο πέρα, άλλοι που μοιάζουν με κατακόμβες.


ΚΑΙ οι άνθρωποι… τόσο εγκάρδιοι και φιλόξενοι στους φίλους αλλά και στους απλούς γνωστούς ­ ακόμη και στο πιο στερημένο σπίτι να πας, θα στρώσουν αμέσως τραπέζι, όποια ώρα και να ‘ναι, με όσα «καλούδια» έχουν και δεν έχουν. Αλλά το χαμόγελο σπάνια ανθεί στα πρόσωπά τους. Νιώθεις, παντού, ανθρώπους πικραμένους ­ όχι επειδή η Ρωσία έπαψε να είναι «υπερδύναμη» (αυτό, δεν σκοτίζει παρά τους δημοκόπους του εθνικισμού) αλλά επειδή ζούνε, τώρα όπως και πάντα, στην άκρια της ανάγκης


ΠΕΤΩΝΤΑΣ πάνω απ’ τις ατέρμονες εκτάσεις της ρώσικης γης, πάνω απ’ αυτόν τον τεφροπράσινο γίγαντα που μοιάζει κοιμισμένο ηφαίστειο, αναθυμάσαι την «έκρηξη» του Γκόγκολ στις Νεκρές ψυχές του:


«Ω Ρωσία, Ρωσία μου… Γιατί αδιάκοπα αντηχεί στ’ αυτί μου το μελαγχολικό τραγούδι σου; Ποια είναι η γοητεία σου; Πώς στενάζει, πώς θρηνεί έτσι, και μ’ αγγίζει την καρδιά;… Πόσο η δύναμη της απεραντοσύνης σου μ’ αγκαλιάζει, πόσο συγκλονίζει όλο μου το είναι με την άγρια και παράξενη γοητεία της, κι αστράφτει στα μάτια μου με λάμψη υπερφυσική! Ω, τι θαυμαστή, τι υπέργεια θεά! Ω Ρωσία, ω χώρα μου!».


Η «ερωτική» έξαρση του μεγάλου συγγραφέα για την πατρίδα του, διαποτίζεται από την αίσθηση της μελαγχολίας, του στεναγμού, του θρήνου. Που, ενάμιση αιώνα αργότερα, δεν παύουν να ηχούν, όσο κι αν άλλαξαν επιφανειακά οι συνθήκες.


Κι ίσως, περισσότερο από πολλούς άλλους, «μεταλαβαίνουμε» εμείς αυτή την πίκρα… εμείς, που ζήσαμε τόσες δουλείες, ολέθρους, κατατρεγμούς, ανέχειες. Κι ακόμα περισσότερο, επειδή οι Ρώσοι δεν ζουν, όπως εμείς, σ’ έναν μικρό τόπο «κλεισμένο από βουνά», αλλά σε μια πελώρια, πολύχυμη χώρα, που θα μπορούσε να τους προσφέρει απλόχερα τα πάντα, κι όμως, αυτοί, δεν έχουν σχεδόν τίποτα…