Ο λόρδος με τη φωτογραφική μηχανή Θεωρείται ένας από τους πλέον καταξιωμένους βρετανούς φωτογράφους μόδας. Στα νιάτα του, όπως υποστηρίζουν η Μαίρη Κουάντ και πολλοί άλλοι, υπήρξε επίσης γοητευτικότατος. Και βέβαια… σαγήνευσε (ως γνωστόν) την πριγκίπισσα Μαργαρίτα. Τη νυμφεύθηκε, έλαβε τον τίτλο «λόρδος του Σνόουντον» και αργότερα, ύστερα από 18 χρόνια για την ακρίβεια, χώρισαν…







«Ολα αυτά τα περί αναγωγής της φωτογραφίας σε τέχνη εγώ τα θεωρώ ανοησίες… Στον καιρό μου γινόμασταν φωτογράφοι επειδή απλώς δεν ζωγραφίζαμε καλά» λέει σήμερα ο κύριος Αρμστρονγκ-Τζόουνς ή αλλιώς, λόρδος Σνόουντον. Ο φωτογράφος, ο οποίος κατέφθασε από το Κέιμπριτζ στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’50 οδηγώντας τη μοτοσικλέτα του με τη φιλοδοξία να αναταράξει τα νερά της συντηρητικής ως τότε ­ στην τεχνική και στην άποψη ­ φωτογραφίας μόδας. Ο φωτογράφος ο οποίος, όπως σήμερα δηλώνει, μισεί τις φωτογραφικές μηχανές, διότι απλώς χαλούν πολύ συχνά. Υποστηρίζει ότι το μέσο αλλά και ο δημιουργός δεν έχουν καμία απολύτως σημασία στο τελικό αποτέλεσμα. Τη δύναμη σε μια φωτογραφία τη δίνει το αντικείμενο ή το πρόσωπο που επιχειρεί να απαθανατίσει εκείνος που βρίσκεται πίσω από τον φωτογραφικό φακό… Και φυσικά ουδείς αμφισβητεί τα λεγόμενά του. Αντιθέτως τον καιρό αυτόν γράφονται και λέγονται διθύραμβοι γύρω από αυτόν και το έργο του. Οι πάντες τον θυμούνται και οι πάντες τον εκτιμούν. «Για εμένα ο Σνόουντον είναι πάντα ένας εξαίρετος φίλος, ένα λαχταριστό φλερτ, η καλύτερη παρέα και ένας μεγάλος φωτογράφος» λέει μισοκλείνοντας τα μάτια με νάζι η Μαίρη Κουάντ ενώ ταυτόχρονα το στόμα της στολίζει ένα πλατύ, σχεδόν φιλήδονο χαμόγελο… Ο ίδιος όμως σε ανύποπτη στιγμή (σε πρόσφατη συνέντευξή του) της δίνει τη φλεγματική του απάντηση μάλλον με φαινομενική μετριοπάθεια: «Εγώ επιτυχημένος; Σιγά τώρα… Ολα όσα προσπάθησα να δημιουργήσω κατέληξαν σε παταγώδεις αποτυχίες. Το μοναδικό πράγμα που δεν θεωρώ ότι απέτυχε ήταν μια διάλεξη που έδωσα στο Βασιλικό Θέατρο στο Μπαθ, η οποία ετιτλοφορείτο “Αποτυχίες”. Το πλήθος συνέρρευσε στη διάλεξη αυτή κατά κοπάδια!».


Ωστόσο στην πραγματικότητα ο κύριος αυτός προσέφερε πολύ περισσότερα (από όσα διατείνεται) στη φωτογραφία… και δη στη φωτογραφία μόδας. Υπήρξε ένας από τους βασικότερους εκφραστές του λεγόμενου «νέου νατουραλισμού» γύρω στα μέσα του παρελθόντος αιώνος, τότε που προσπάθησε να εφεύρει (δίχως να «αποτύχει παταγωδώς») έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων. Ειδικότερα, ως τότε τα μοντέλα που πόζαραν στις φωτογραφίες μόδας έπρεπε να μένουν στητά απέναντι στον φακό, ακίνητα, με παγωμένο χαμόγελο και βλέμμα δήθεν «πολλά υποσχόμενο» (και όλο σνομπισμό), όμως στην πραγματικότητα απλώς ατένιζαν πολύ αφηρημένα στο κενό. Ο Σνόουντον αυτό δεν το άντεχε. Εβαζε τις ωραίες γυναίκες που φωτογράφιζε να τρέχουν μέσα στο κάδρο, να γελούν, να φιλούν τον παρτενέρ τους ή να στέλνουν φιλιά στον αέρα και να κοιτάζουν κάτι συγκεκριμένο… Γενικότερα προτιμούσε την κίνηση στη φωτογραφία έστω και αν η κίνηση αυτή ήταν σκηνοθετημένη. Για την ακρίβεια ήταν απόλυτα σκηνοθετημένη. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια από τις φωτογραφίες μόδας που τον χαρακτήρισαν ως σήμερα, η οποία δημοσιεύθηκε σε τεύχος της βρετανικής «Vogue» το 1957 και ετιτλοφορείτο «Ποτήρια σαμπάνιας». Η φωτογραφία αυτή δίνει την εντύπωση ότι είναι απολύτως φυσική. Το μοντέλο, που δείχνει υπέροχο μέσα στο πουαντιγέ φόρεμά του, σκύβει επάνω από το τραπέζι ενός εστιατορίου για να αγκαλιάσει τον «σερβιτόρο», ο οποίος κρατά έναν δίσκο με ποτήρια γεμάτα σαμπάνια. Το ένα μάλιστα από τα ποτήρια αυτά πέφτει από τον δίσκο. Πραγματικά κοιτάζοντας προσεκτικά τη φωτογραφία αυτή ο ανυποψίαστος θεατής επιθυμεί να συγχαρεί τον φωτογράφο για την ετοιμότητά του να απαθανατίσει μια τόσο ζωντανή στιγμή τόσο άρτια και τόσο επαγγελματικά… Ωστόσο τίποτε σε εκείνη τη φωτογραφία δεν ήταν τυχαίο. Το ποτήρι που «πάγωσε» ο φακός κυριολεκτικά στον αέρα αιωρείτο για αρκετή ώρα στη συγκεκριμένη θέση, επειδή ακριβώς ήταν κρεμασμένο από ένα (αόρατο στο κάδρο) δοκάρι με μια διάφανη κλωστή. Το μοντέλο έλαβε ειδικές «σκηνοθετικές» οδηγίες από τον φωτογράφο για το πώς ακριβώς θα έπρεπε να σκύψει επάνω από το τραπέζι, έτσι ώστε το φόρεμα να μη στραπατσαριστεί και να φαίνεται σε όλο του το μεγαλείο (αυτός άλλωστε είναι και ο βασικός στόχος μιας φωτογράφισης μόδας) προεκτείνοντας τα χέρια προς τον σερβιτόρο, που ήταν επίσης μοντέλο, με τον σωστό τρόπο (για να δείχνουν το άψογο μανικιούρ)… Αυτό ποιος θα το χαρακτήριζε «παταγώδη αποτυχία»; Ουδείς. Πόσο μάλλον η ιστορία, που επιβεβαίωσε τον Σνόουντον δημιουργώντας μια νέα σχολή φωτογραφίσεων μόδας. Εκτοτε οι περισσότερες εξ αυτών είναι αυτό που λέμε «σκηνοθετημένες».


Αυτή τη δεξιοτεχνία και την εφευρετικότητα διέκρινε στον Τόνι Αρμστρονγκ-Τζόουνς η αδελφή της βασίλισσας Ελισάβετ. Η ωραία ­ τότε ­ πριγκίπισσα Μαργαρίτα. Η οποία ανέκαθεν έτρεφε καλλιτεχνικές ανησυχίες. Και όταν γνώρισε τον φωτογράφο τού εξέφρασε την εκτίμησή της για το έργο του. Εκείνος μπήκε αμέσως στο νόημα… Και προτίμησε να αυτοσαρκαστεί ενώπιόν της προκειμένου να φανεί μετριοπαθής και ευφυής. Μια χαρά τα κατάφερε. Το 1960 τη νυμφεύθηκε. Και έδωσε την αφορμή στον συνάδελφό του Σέσιλ Μπίτον να του αποδώσει τον περίφημο χαρακτηρισμό «Σταχτοπούτα της εποχής μας».


Το παλάτι φυσικά δεν τον απεδέχθη τόσο εύκολα. Στην πραγματικότητα οι πάντες εκεί έτρεφαν ανησυχία για την έκβαση του γάμου. Διότι ο λόρδος Σνόουντον (αυτό θα ήταν εφεξής το όνομά του) ήταν πολύ ωραίος, πολύ σέξι και πολύ γοητευτικός για να τον έχει κατ’ αποκλειστικότητα στο κρεβάτι (ή έστω) και στο παλάτι της… μία μόνο γυναίκα. Η οποία βέβαια γυναίκα έγινε και μητέρα των δύο παιδιών του. Ωστόσο έξω από ανάκτορο του Κένσινγκτον υπήρχε για τον μποέμ λόρδο ένας ολόκληρος κόσμος, αποτελούμενος από υπέροχα μοντέλα-περιφερόμενους «πειρασμούς» και ενδιαφέρουσες καλλιτέχνιδες που πολύ θα ήθελαν να περάσουν έστω μία νύχτα μαζί του. Και δεν ήταν μόνο γένους θηλυκού οι «θαυμαστές» της γοητείας του, τους οποίους σύμφωνα με τις φήμες που κατέκλυζαν το παλάτι ο φωτογράφος «άφηνε να τον πλησιάζουν “απειλητικά”»… Η Μαργαρίτα κατέβαζε το βλέμμα όταν η Ελισάβετ τής εφιστούσε την προσοχή στα νυχτοπερπατήματα του συζύγου της. Κατά βάθος ένιωθε πικρία… Την οποία πικρία όμως δεν ομολογούσε στην αγέρωχη αδελφή της. Ο Σνόουντον ήταν ο άνδρας που αγαπούσε. Ή μάλλον ο άνδρας που εξακολουθούσε δεκαοκτώ χρόνια μετά τον γάμο της μαζί του (ως τότε που εκδόθηκε το οριστικό διαζύγιό τους, δηλαδή το 1978) να μονοπωλεί τον έρωτά της. Και ο ίδιος ήταν υπερήφανος απέναντι στο παλάτι και στην υπεροψία της Ελισάβετ από την αρχή. Ο διάλογος μεταξύ τους στην πρώτη συνάντηση που είχαν, όταν η Μαργαρίτα ανήγγειλε στο βασιλικό σόι ότι ήθελε να τον παντρευτεί, αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο:


Ελισάβετ: «Τι επαγγέλλεσθε ακριβώς λοιπόν;».


Σνόουντον: «Είμαι φωτογράφος, κυρία».


Ελισάβετ: «Τι ενδιαφέρον, ο γαμπρός μου, ο λόρδος του Σνόουντον, είναι φωτογράφος».


Σνόουντον: «Τι αστείο, η κουνιάδα μου είναι βασίλισσα…».


Το ίδιο υπερήφανος υπήρξε πάντοτε και στον επαγγελματικό τομέα. Κάποτε, όπως ο ίδιος διηγείται, και συγκεκριμένα στην πρώτη του έκθεση, της οποίας χορηγός ήταν γνωστή φίρμα φωτογραφικών φιλμ, υποχρεώθηκε να παραστεί σε μια σύσκεψη των ιθυνόντων της εταιρείας, για να συζητήσουν όλοι μαζί τα διαδικαστικά θέματα και να επιλέξουν τις φωτογραφίες που επρόκειτο να εκτεθούν. Αφού μελέτησαν προσεκτικά οι ιθύνοντες τις φωτογραφίες που ο Αρμστρονγκ-Τζόουνς είχε παραθέσει για την έκθεση του είπαν:


­ Λοιπόν κοιτάξτε, σχετικά με αυτή την έκθεση, οι φωτογραφίες που μας φέρατε έχουν πολύ κόκκο. Και δεν θεωρούμε ότι είναι οι κατάλληλες διότι τα δικά μας φιλμ είναι αρίστης ποιότητος και ελαχιστοποιούν τον κόκκο στο τελικό αποτέλεσμα…


Οιοσδήποτε άλλος νέος φωτογράφος στη θέση του θα ένιωθε να τον περιλούζει κρύος ιδρώτας στο άκουσμα των ως άνω, καθώς θα έβλεπε την προοπτική της πρώτης έκθεσής του να σβήνει από τον ορίζοντα… σωστά; Ε λοιπόν ο Αρμστρονγκ-Τζόουνς τότε ευθαρσώς τους απήντησε το εξής:


­ Τι πειράζει; Εξάλλου χρησιμοποίησα άλλης εταιρείας φιλμ για να τραβήξω αυτές τις φωτογραφίες…


Εκτοτε φυσικά διέπρεψε… Φωτογράφισε (και εξακολουθεί να φωτογραφίζει ως σήμερα) για τα μεγαλύτερα και εγκυρότερα περιοδικά σημαντικές προσωπικότητες, σημαντικά γεγονότα και σημαντικά αντικείμενα. Ναι, είναι ένας φωτογράφος μόδας, αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Είναι επίσης ένας εξαίρετος φωτογράφος πορτρέτων. Ο ίδιος εξάλλου έχει τραβήξει και τα ωραιότερα ενσταντανέ τόσο μέσα στα βρετανικά ανάκτορα όσο και έξω από αυτά… Στο στούντιό του δηλαδή ή σε φυσικούς χώρους, όπου πήγαιναν ­ καθ’ υπόδειξιν του ιδίου ­ μέλη της βασιλικής οικογένειας ή και άλλοι, για να τους απαθανατίσει.


Και σήμερα, ύστερα από 50 χρόνια πίσω από τον φωτογραφικό φακό, ο άλλοτε γοητευτικός και σέξι «τυχοδιώκτης» των βρετανικών ανακτόρων, έχοντας υιοθετήσει, στα 69 έτη του, την εικόνα ενός συμπαθητικού και υπερήφανου γεράκου με φουσκωτά μαγούλα, λευκά μαλλιά και εκλεπτυσμένο φλέγμα, γκρινιάζει: «Δεν ήθελα να μπει η λέξη “αναδρομή” (σ.σ: retrospective) στον τίτλο της εκθέσεώς μου… Τι θα πει “αναδρομή”; Οτι τελείωσαν όλα; Αφού εγώ εξακολουθώ να λατρεύω τη δουλειά… Με συνεπαίρνει το γεγονός ότι ξυπνώ κάθε πρωί για να ζήσω μία ακόμη ημέρα φωτογραφίζοντας. Και η συγκεκριμένη σκέψη με ανακουφίζει τόσο πολύ, γιατί αισθάνομαι ακόμη ζωντανός. Ξέρετε, αυτό είναι ωραίο…».


«Photographs by Snowdon: Α retrospective». Εκθεση φωτογραφίας του Τόνι Αρμστρονγκ-Τζόουνς, γνωστότερου και ως λόρδου Σνόουντον, στη National Portrait Gallery στο Λονδίνο. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη έκθεσή του, με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων του στον χώρο της φωτογραφίας. Διάρκεια έως τις 4 Ιουνίου 2000.