Τα κάστρα γεννήθηκαν σε μια εποχή που η απειλή μιας επιδρομής ή μιας πολεμικής σύγκρουσης μπορούσε να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά από την αντοχή των τειχών και την τελειότητα της κατασκευής τους. Τα άπαρτα κάστρα έγιναν μύθοι που δεν βασίστηκαν μόνο στην ψυχή των ανθρώπων που τα υπερασπίστηκαν αλλά και στη δύναμη των υλικών. Τα ζωντανά κάστρα όμως, αυτά τα κάστρα που διατηρούν τη ζωή τους ακόμη και σήμερα, γίνονται αντικείμενο έρευνας. Και μέσω αυτής αναζητείται όχι μόνον η ιστορία τους αλλά και η προσαρμογή και η ένταξή τους στη σύγχρονη ζωή, η αξιοποίησή τους από τις τοπικές κοινωνίες. Στο πλαίσιο του προγράμματος «Raphael» της Ευρωπαϊκής Ενωσης η έρευνα με τίτλο «Ζωντανά κάστρα» μόλις ολοκληρώθηκε με τη συμμετοχή και της Ελλάδας. Το κάστρο των Ιωαννίνων άλλωστε, μαζί με τρία ακόμη κάστρα της Μεσογείου, το κάστρο του Τράνι στην Ιταλία και τα κάστρα του Αλκαλά ντε λα Σέλβα και του Μόρα ντε Ρουμπιέλος στην Ισπανία, υπήρξαν ο στόχος του ερευνητικού προγράμματος, που περιέλαβε επίσης εκπαιδευτικές και ενημερωτικές δραστηριότητες.
Αν η αμυντική λειτουργία υπήρξε ο κοινός παρονομαστής για την ίδρυση και τη ζωή των κάστρων επί αιώνες, η χρηστική τους αξία σήμερα, ακυρωμένη υποχρεωτικά λόγω της εξέλιξης της πολεμικής μηχανής, είναι καθαρά ειρηνική. Υπήρξαν φρούρια, στρατώνες, φυλακές, κατοικίες αρχόντων και έδρες χριστιανικών ταγμάτων κατά τον Μεσαίωνα, χρησιμοποιήθηκαν ακόμη και ως νεκροταφεία. Σήμερα όμως οι άνθρωποι προσέρχονται σε αυτά όχι για προστασία αλλά για γνωριμία με την Ιστορία ή απλώς κατοικούν μέσα στα τείχη τους, που φιλοξενούν τις καθημερινές λειτουργίες και τις δραστηριότητες της σύγχρονης ζωής. Πολύ συχνά άλλωστε γίνονται και χώροι πολιτισμού, όπου δίνονται θεατρικές, μουσικές και άλλες εκδηλώσεις. Σε κάθε περίπτωση, τα κάστρα σφράγισαν τη ζωή των πόλεων που κάποτε κλήθηκαν να υπερασπίσουν. Σε κάθε περίπτωση, και σήμερα, τα κάστρα αποτελούν σημείο αναφοράς των πόλεων στις οποίες ανήκουν.
Το πρόγραμμα «Ζωντανά κάστρα» έτσι παρουσιάζει παραστατικά τον δρόμο τον οποίο ακολούθησαν τα κάστρα, αλλάζοντας λειτουργία και ρόλο από τον 11ο αιώνα ως σήμερα, αλλά και την προσαρμογή, την εξέλιξη και την ανάπτυξή τους μαζί με τις τοπικές κοινωνίες. Ενα ερευνητικό έργο που από ελληνικής πλευράς κλήθηκαν να διεκπεραιώσουν η Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων, η 8η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Ιωαννίνων και η εταιρεία αναπτυξιακών μελετών «Prisma».
Τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας καταδεικνύουν πως τα κάστρα έζησαν στη διάρκεια της ιστορικής τους διαδρομής, εξυπηρετώντας αμυντικές, θρησκευτικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες της τοπικής κοινότητας. Και παράλληλα καταγράφουν τα αρχιτεκτονικά και τα δομικά χαρακτηριστικά καθενός από αυτά, προχωρώντας σε συγκρίσεις με συμπεράσματα ενδιαφέροντα για τον εντοπισμό της κοινής πολιτιστικής ρίζας στην ευρωπαϊκή ιστορία. Η παραγωγή εξάλλου ενός CD-ROM που παρουσιάζει και ερμηνεύει τις παράλληλες διαδρομές των τεσσάρων κάστρων με κείμενα, εικόνες και ήχο θα διανεμηθεί στα μουσεία των χωρών που συμμετέχουν στο πρόγραμμα , η δημιουργία μιας ιστοσελίδας με δείγματα της έρευνας και ένα συνέδριο, το οποίο πραγματοποιήθηκε στα Ιωάννινα, συνιστούν τα πρακτικά οφέλη του προγράμματος.
Η γένεση των οχυρών
Κοινός ασφαλώς είναι ο λόγος της γέννησης των κάστρων. Το κάστρο των Ιωαννίνων οικοδομήθηκε για να προστατεύσει τη βυζαντινή πόλη του 9ου αιώνα, η οποία γνώρισε μεγάλη άνθηση στην υστεροβυζαντινή περίοδο (13ο ως τον 15ο αιώνα) για να ανοικοδομηθεί ριζικά αργότερα, την περίοδο του Αλή Πασά, και να πάρει τη μορφή που έχει σήμερα. Αντίθετα ως αυτόνομο παράκτιο οχυρό χτίστηκε το κάστρο του Τράνι, το 1233, στις παρυφές της πόλης αυτής, που ανήκει στην περιοχή Απουλία της Ιταλίας. Προσκυνητές και έμποροι που έπαιρναν τον δρόμο για την Ανατολή και τους Αγίους Τόπους περνούσαν καθημερινά από το πολυσύχναστο λιμάνι της πόλης και το κάστρο την προστάτευε αποτελεσματικά από τις πάσης φύσεως επιβουλές. Τα δύο κάστρα της Αραγωνίας εξάλλου, τα Αλκαλά και Μόρα, αποτελούν τμήμα ενός οχυρωματικού δικτύου που προστάτευε κατά τον Μεσαίωνα τη δίοδο από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα. Στην κυριαρχία των Αράβων, από τον 8ο αιώνα ως την ένταξή τους στο χριστιανικό βασίλειο της Αραγωνίας, στα τέλη του 12ου αιώνα χρησιμοποιούνταν για χρόνια εναλλάξ από τους μεν και τους δε κατά τους πολέμους μεταξύ τους. Από τον 14ο αιώνα ωστόσο, όταν ανοικοδομήθηκαν, έγιναν έδρα των φεουδαρχών της περιοχής, φιλοξενώντας ευγενείς ή μοναχούς, ακόμη ως και τον 19ο αιώνα.
Στο σύνολό τους άλλωστε τα κάστρα εξέφραζαν την πολιτική εξουσία και τον τρόπο διοίκησης και δομής των τοπικών κοινωνιών, φυσικό επόμενο ήταν λοιπόν να γίνει το κάστρο των Ιωαννίνων η έδρα του Δεσποτάτου της Ηπείρου μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 από τους σταυροφόρους, ενώ δυόμισι αιώνες αργότερα, το 1430, η κατάκτησή του από τους Οθωμανούς σημαίνει την υποταγή του ελληνικού στοιχείου. Στην Ιταλία εξάλλου το κάστρο του Τράνι, αφού τον Μεσαίωνα θα λειτουργήσει ως κατοικία του βασιλιά Φρειδερίκου Β’ της Σουηβίας και της αυλής του κατά τις επισκέψεις τους στην περιοχή, θα αλλάξει στη συνέχεια πολλές φορές χέρια ως την πολιτική ενοποίηση της χώρας τον 19ο αιώνα, όταν πλέον το κάστρο έχει μετατραπεί σε φυλακή.
Η ζωή εντός των τειχών
Εντονη η παρουσία του θρησκευτικού στοιχείου στα κάστρα συνδέθηκε πάντα με την πολιτική εξουσία. Χριστιανικοί ναοί, μοναστήρια και αργότερα μια συναγωγή εξυπηρετούν τις θρησκευτικές ανάγκες χριστιανών και εβραίων στο κάστρο των Ιωαννίνων την εποχή του Δεσποτάτου. Οταν όμως το 1611 οι χριστιανοί διώκονται από τους οθωμανούς, οι χριστιανικές εκκλησίες γκρεμίζονται και κτίζονται τζαμιά, που διαφοροποιούν σημαντικά τη φυσιογνωμία του χώρου μέσα στο κάστρο. Η ισότιμη αντιμετώπιση χριστιανών και εβραίων από τον βασιλιά στο κάστρο του Τράνι, με την παρουσία μάλιστα και της έδρας των φραγκισκανών μοναχών, είναι το χαρακτηριστικό των μεσαιωνικών χρόνων, όταν επικρατεί όπως φαίνεται ένα είδος ανεξιθρησκείας. Στη συνέχεια πάντος το θρησκευτικό στοιχείο περιορίζεται στην ύπαρξη παρεκκλησίου των φυλακών. Συνύπαρξη τέλος όχι πάντα ειρηνική τριών θρησκειών, της χριστιανικής, της εβραϊκής και της μουσουλμανικής, καταγράφεται στα ισπανικά κάστρα, αλλά όταν επικρατούν οι χριστιανοί, στο δεύτερο μισό της μεσαιωνικής περιόδου, τα κάστρα θα παραχωρηθούν στα τάγματα βενεδικτίνων και φραγκισκανών μοναχών. Οι καιροί όμως άλλαξαν και οι βαριές καστρόπορτες δεν είναι πλέον ανάγκη να παραμένουν κλειστές. Το αντίθετο. Η ιστορία που φυλάττουν πρέπει να γίνεται γνωστή και οι νέες χρήσεις είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της ζωής. Τα κτίρια αίφνης που βρίσκονται στο κάστρο των Ιωαννίνων, μετά την ένταξη της πόλης στο ελληνικό κράτος, το 1913, χρησιμοποιήθηκαν από τον ελληνικό στρατό, σήμερα όμως είναι ενταγμένα στον ιστορικό ιστό της πόλης και οργανικά πλέον στη σύγχρονη ζωή. Στην καρδιά της πολιτιστικής και οικονομικής ζωής των τοπικών κοινωνιών είναι κάστρα ζωντανά που διεκδικούν το μέλλον τους.



