«Κομπίνα» 100.000 εισιτηρίων
«One moment, please!». Η ρεσεψιονίστ είναι άμεση και αποτελεσματική σαν γιαπωνέζικο καρτούν. Ο «Mr Goritsas» είναι ήδη στην τηλεφωνική γραμμή. Ακούγεται κεραυνόπληκτος. Νομίζει ότι επικοινωνώ μαζί του από την είσοδο του Capital Tokyo Hotel. Αχ, αυτή η ψηφιακή τεχνολογία κάνει θαύματα. Του εξηγώ τον λόγο του τηλεφωνήματος. Μια συνέντευξη. Οχι, όχι για το «Βαλκανιζατέr» και τις 100.000 εισιτήρια που έχει κόψει. Τουλάχιστον όχι μόνο γι’ αυτό. Μου λέει ότι μετά την προβολή της ταινίας στο Τόκιο, την πόλη με «τα γκρι κοστούμια και την τυπική ή όχι (δεν κατάλαβα) ευγένεια», θα βρίσκεται ξανά πίσω στην Αθήνα.
Ξαναμιλάμε για τα τυπικά της συνέντευξης. Δεν του αποκαλύπτω ότι με το ζόρι σύρθηκα στο «Βαλκανιζατέr». Οτι έβριζα περιμένοντας στην ουρά έξω από το «Οπερα». «Μα πρέπει να στηρίξουμε το ελληνικό σινεμά…» επέμενε η πολιτικώς ορθή φίλη της παρέας. «Βαρέθηκα…». Και κάθησα ψιλοσυνοφρυωμένη στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Σιγά σιγά χαλάρωσα. Και είδα τον Σκιαδαρέση και τον Μάινα, τους διαπιστευμένους ατσίδες με τα λέβα, να κάνουν στάση στα βουλκανιζατέρ ενός ελληνικού σινεμά που τσίριζε πάντα κάπου σε μια γωνίτσα του μυαλού μου. Δεν χειροκρότησα στο τέλος. Δεν υπάρχει λόγος να επευφημούμε αυτό που είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Η βόλτα του Γκορίτσα με ένα σαραβαλιασμένο Πεζό 404 σε βουλγάρικα φυλάκια και αποστειρωμένες ελβετικές πολιτείες με κράτησε ξύπνια. Δεν απέπνεε νεοελληνική μιζέρια. Αυτό φρόντισα να του το πω. Τι να κάνουμε, είναι καταπραϋντικό να βλέπεις στην οθόνη έργα, όχι «φούμαρα».
Αλήθεια, κύριε Γκορίτσα, γιατί αυτή η… αλλεργία στις συνεντεύξεις;
«Είναι κάπως ανόητο να εξηγώ σε μια συνέντευξη γιατί δεν μου αρέσουν οι συνεντεύξεις. Μοιάζει με το… “ολίγον έγκυος”. Να πω απλά ότι ατυχώς μας περισσεύουν οι συνεντεύξεις, οι “σωτήριες” απόψεις και οι βαθιοί προβληματισμοί και μας λείπουν οι ταινίες. Δεν επιμένω όμως άλλο διότι και εγώ ο ίδιος είμαι εδώ τώρα και “δίνω συνέντευξη”».
Μια και η πρώτη συνδιάλεξή μας ήταν τηλεφωνική ( Αθήνα – Τόκιο), μπορείτε να μου δώσετε μερικά «καρέ» από την πρωτεύουσα του Ανατέλλοντος Ηλίου;
«Φώτα, πολλά φώτα, τεράστιες οθόνες στον δρόμο, ταχύτητα, οργάνωση, γκρι κοστούμια με γραβάτα και τυπική ή όχι (δεν κατάλαβα) ευγένεια. Ενας κόσμος που μου έδωσε την εντύπωση ότι είναι αποφασισμένος και προχωράει τον δρόμο που έχει διαλέξει χωρίς πολλές πολλές αντιρρήσεις και ερωτηματικά. Πάντως συχνά είχα την εντύπωση ότι συμμετέχω σε ταινία καρτούν».
Είστε ακόμη υπό την επήρεια ενός διηπειρωτικού τζετ λαγκ. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς για το ταξίδι του “Βαλκανιζατέr” ευτυχώς η προσγείωση ήταν ομαλή, η ελαφρά ζάλη από την πτήση δείχνει σιγά σιγά να περνάει…
«Κανένα τζετ λαγκ στο “Βαλκανιζατέr”. Ούτε ζαλάδες, ούτε προσγειώσεις, ούτε βέβαια και απογειώσεις… Ενα νήμα ήρεμης χαράς και ευχαρίστησης από το ’94 που άρχισα το σενάριο ως και το τέλος του ’97 που παίζεται η ταινία στις αίθουσες».
Και μετά;
«Αν με ρωτάτε τι θα κάνω στο μέλλον, η απάντηση είναι αυτό που έκανα ως τώρα. Οταν και αν αισθανθώ ότι έχω να πω κάτι που να αξίζει τον κόπο να απασχολήσω τον κόσμο, θα ξανακάνω μια ταινία».
Ας παίξουμε το προσφιλές συνειρμικό παιχνίδι. Σας δίνω λέξεις και μου λέτε τι σας φέρνει καθεμιά στο μυαλό. Πάμε: Κομπίνα.
«Χαριτωμένη και επικίνδυνη αφέλεια».
«Απ’ το χιόνι».
«Εσωτερικός θυμός».
Ερωτας.
«Ας έχουμε και κάτι κρυφό ο καθένας μας. Συμφωνείτε;»
Ελληνικός κινηματογράφος.
«Τι να σας πω εγώ; Υπάρχουν οι ειδικοί και οι ημερίδες».
Σφαλιάρα.
«Ο καθηγητής μου της Χημείας, ο κ. Λόγγος».
Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
«Οπως όλοι μας. Με τα καλά μας και με τα στραβά μας».
«Εμείς θα πιάσουμε την καλή».
«Επάνω τους, παιδιά!».
Ελληνας σκηνοθέτης.
«Ενας συμπαθής κύριος που δεν βρίσκει το δίκιο του».
Θόδωρος Αγγελόπουλος.
«Δεν έχουμε γνωριστεί. Και να είχαμε όμως, δεν μου αρέσει να σχολιάζω πρόσωπα. Ταινίες ναι».
Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
«Οι καλύτερες αναμνήσεις».
Μετά το τέλος της προβολής του «Βαλκανιζατέr», έχοντας επιβιώσει ουρών και στριμώγματος, αναρωτιόμουν τι είναι εκείνο που εμποδίζει τον ελληνικό κινηματογράφο να μπει σε ένα Πεζό 404 και να κάνει μια βόλτα στην Ευρώπη.
«Είδατε την ταινία. Με ρωτάτε τώρα να πω με δύο λέξεις αυτό που προσπάθησα να πω στην οθόνη επί δύο ώρες. Αδυνατώ. Χοντρικά νομίζω ότι στον ελληνικό κινηματογράφο συμβαίνει ό,τι και στους δύο ήρωες της ταινίας».
Γιατί είναι ελάχιστοι οι σκηνοθέτες που υιοθετούν τη «γραμμή» Αγγελόπουλου αναζήτηση ξένου χρηματοδότη, πέρασμα των συνόρων;…
«Δεν νομίζω ότι είναι ελάχιστοι ούτε ότι είναι “γραμμή” Αγγελόπουλου. Δεν μπορώ όμως να σας απαντήσω για λογαριασμό άλλων. Μπορώ όμως να σας πω για τον εαυτό μου. Αναζήτησα ξένους χρηματοδότες και πέρασα τα σύνορα γιατί αυτό υπαγορευόταν από το σενάριο της συγκεκριμένης ταινίας που ήθελα να κάνω. Το κόστος της δηλαδή ήταν τέτοιο που δεν γινόταν να καλυφθεί μόνο από έλληνες χρηματοδότες. Δεν νομίζω ότι είναι πανάκεια η αναζήτηση ξένων χρηματοδοτών. Στο “Απ’ το χιόνι”, π.χ., δεν επεδίωξα κάτι τέτοιο. Αρκούσε το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, ο Παπαχατζής, εγώ και η ορμή των ανθρώπων που δούλεψαν στην ταινία. Εχουμε δει πανάξιες ελληνικές ταινίες που έχουν γίνει με λίγα ελληνικά χρήματα και έχουμε δει και ελληνικές ανοησίες εκατοντάδων εκατομμυρίων πανευρωπαϊκής προέλευσης».
Οι περισσότεροι εγχώριοι κινηματογραφιστές θίγονται ανεπανόρθωτα όταν γίνεται λόγος για το «χάλι» του ελληνικού σινεμά. Η ταμίας όμως που κόβει εισιτήρια δείχνει να ξέρει καλύτερα.
«Ευτυχώς που θιγόμαστε! Θίγεται το σπίτι μας. Καταλαβαίνετε; Αυθαίρετο; Παράγκα; Γέρνει; Αυτό είναι όμως. Σε αυτό μεγαλώσαμε και γίναμε άνθρωποι. Δεν κατάλαβα δηλαδή. Σε μεζονέτα στην Κηφισιά έπρεπε να είχαμε μεγαλώσει; Και ακόμη πιο ευτυχώς που δεν θιγόμαστε μόνο οι κινηματογραφιστές. Και οι περισσότεροι εγχώριοι γιατροί, δάσκαλοι, αθλητές θίγονται και αυτοί όταν γίνεται λόγος για τα… “χάλια” τους. Και όσο πιο πολύ θιγόμαστε τόσο πιο καλά θα πηγαίνουμε. Γιατί αυτή είναι η απαραίτητη “ντροπή και ευθιξία” που έχουν όλοι όσοι προσπαθούν να κάνουν όσο μπορούν καλύτερα τη δουλειά τους. Αυτή η επιμονή και αυτή η ευθιξία είναι που μας κάνουν να προχωράμε. Οταν πια δεν θα θα υπάρχει αντίδραση σε αυτές τις ισοπεδώσεις για τα “χάλια μας”, θα έχει σημάνει το τέλος. Τότε πια τις τύχες του ελληνικού σινεμά θα τις έχουν αναλάβει οι ταμίες. Αλλη ιστορία τώρα αν θα πρέπει να ερωτώνται και οι ταμίες για την άποψή τους. Εκεί θα συμφωνήσουμε. Οχι όμως ότι η ταμίας είναι εκείνη που ξέρει καλύτερα. Ποτέ δεν ήξερε και ποτέ δεν ξέρει».
Πείτε μου, αλήθεια, ποια είναι η μαγική φόρμουλα που κάνει 100.000 νεοέλληνες να κάνουν ουρές για μια ελληνική ταινία;
«Εγώ δεν ξέρω συνταγές επιτυχίας. Νομίζω δε ότι και κανένας άλλος δεν ξέρει (εκτός βέβαια από τους ειδικούς στις ημερίδες, είπαμε!). Ξέρω όμως μια άλλη συνταγή. Αυτή που λέει να είσαι ο εαυτός σου, να είσαι ειλικρινής και να ακολουθείς τη δική σου προσωπική αλήθεια χωρίς να σκέφτεσαι ούτε “100.000”, ούτε “νεοέλληνες”, ούτε “ουρές”…».
Γιατί το «Βαλκανιζατέr» μιλάει για τα Βαλκάνια χωρίς να αποπνέει βαλκανική μιζέρια;
«Ούτε στη βαλκανική, ούτε στη γιαπωνέζικη, ούτε στην αφρικανική, ούτε σε καμία ζωή δεν υπάρχει η “μιζέρια” που λέτε! Υπάρχει μόνο στα μυαλά και στα μάτια αυτών που “βλέπουν” τη ζωή. Μιλάμε για έναν καθρέφτη δηλαδή. Στο μικρότερο σπίτι, στη μικρότερη σχέση, στη μικρότερη καθημερινότητα υπάρχουν τα πάντα. Και τα μικρά και τα μεγάλα. Αρκεί να μπορέσουμε να διώξουμε τη δική μας “μιζέρια” από μέσα μας και να τα δούμε».
Ποιο είναι το πιο ατυχές σχόλιο που ακούσατε για την ταινία;
«Τα βραβεία, τα σχόλια, οι κριτικές, όπως ξέρετε, χαρακτηρίζουν αυτούς που τα απονέμουν. Δεν χαρακτηρίζουν το έργο. Δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο το έργο επειδή η τάδε επιτροπή, ο τάδε κριτικός ή κάποιος θεατής έχει αυτή ή την άλλη γνώμη για αυτό. Με αυτή την έννοια, ό,τι ακούω ή ότι διαβάζω σχετικά με την ταινία μου αλλά και με κάθε άλλη ταινία δεν τα κρίνω ευτυχή ή ατυχή. Μου “φωτίζουν” απλώς περισσότερο το πρόσωπο που τα λέει ή τα γράφει».
Μπορείτε να μου δώσετε ένα Top 5 με τα αγαπημένα σας rοαd movies;
«Δεν έχω αγαπημένα “road movies”, όπως δεν έχω αγαπημένες κατηγορίες ταινιών, εκτός ίσως από αυτές του ιταλικού νεορεαλισμού. Εχω αγαπημένες ταινίες από πολλά και διαφορετικά είδη».
Κάντε μια βόλτα στη δική σας Αθήνα.
«Είναι προσωπικό θέμα. Δεν μπορώ να σας απαντήσω».
Ποιος είναι ο δημιουργός που σας έχει εμπνεύσει περισσότερο κινηματογραφικά;
«Η οικογένεια, οι φίλοι μου και οι συνεργάτες μου».
Πώς αντιδρούν όταν δηλώνετε π.χ. σε μια παρέα «σκηνοθέτης»;
«Δεν λέω “Γεια σας, είμαι σκηνοθέτης”. Λέω “Γεια σας, είμαι ο Σωτήρης”. Αλλοι γελούν, άλλοι κλαίνε και κάποιοι άλλοι προσπερνούν και πάνε οι άνθρωποι στη δουλειά τους…».
Πείτε μου μια ερώτηση που το ‘χετε καημό δεν σας έχουν κάνει ποτέ;
«Ο καημός μου έχει συνήθως να κάνει με τις ερωτήσεις που μου κάνουν. Οχι με αυτές που δεν μου κάνουν. Πάντως, ναι, υπάρχει μία. Και έχει να κάνει με όλους τους άλλους που όλοι μαζί κάνουμε μια ταινία. Ποτέ κανείς δεν με ρώτησε για όλους αυτούς που γράφονται τα ονόματά τους στην αρχή και στο τέλος της ταινίας· όταν ανάβουν τα φώτα και ενώ ακούγεται από τα μεγάφωνα “έξοδος εμπρός δεξιά”, ο κόσμος έχει ήδη σηκωθεί και φεύγει. Ολους αυτούς δηλαδή που χρόνια τώρα έχουν κατασκευάσει τον ελληνικό κινηματογράφο».



