Η είδηση της δολοφονίας του Τζιάνι Βερσάτσε διανθίστηκε από εικασίες για τα πιθανά «σεξουαλικά κίνητρα» του νεκρού πλέον δολοφόνου. Δεν ήταν η πρώτη φορά. Αρκετοί διάσημοι ­ αλλά και άσημοι ­ ομοφυλόφιλοι είδαν τον θάνατο στο πρόσωπο του εραστή τους


«Χτύπησαν το κουδούνι. Δύο αδέλφια: ο Λίνκολν είκοσι τριώ κι ο Αντριου δεκαεφτά χρονώ. Ανοιξε την πόρτα ο ίδιος. Ο Ραμόν Βασκέζ, το παλιό αστέρι του βωβού κινηματογράφου. Ηταν κοντά στα εξήντα τώρα, αλλά ακόμα διατηρούσε την ντελικάτη του ομορφιά. Τον παλιό καιρό, στις ταινίες και στη ζωή του, λάδωνε τα μαλλιά του με βαζελίνη και τα χτένιζε προς τα πίσω. Με το μουστακάκι του, τη μακριά λεπτή μύτη και με τον τρόπο του να κοιτάει βαθιά στα μάτια των κυριών, ε, ήταν το κάτι άλλο. Τον θεωρούσαν «Μεγάλο Εραστή». Οι κυρίες έλιωναν όταν τον έβλεπαν στο πανί. «Ελιωναν», έτσι έλεγαν οι δημοσιογράφοι. Αλλά στην πραγματικότητα ο Ραμόν Βασκέζ ήταν ομοφυλόφιλος. Τώρα τα μαλλιά του ήταν άσπρα και το μουστάκι του πιο παχύ.


Ηταν ένα κρύο καλιφορνέζικο βράδυ και το σπίτι του Ραμόν βρισκόταν πάνω στους λόφους. Τ’ αγόρια φόραγαν στρατιωτικά παντελόνια και άσπρες μακό μπλούζες. Και οι δυο τους φαίνονταν καρδαμωμένοι κι είχαν ευχάριστα πρόσωπα, ευχάριστα κι απολογητικά»


Ετσι αρχίζει ο Τσαρλς Μπουκόφσκι το διήγημα με τίτλο «Η δολοφονία του Ραμόν Βασκέζ», που περιλαμβάνεται στη συλλογή διηγημάτων «Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας» (εκδ. Οδυσσέας). Πρόκειται περί μυθιστορηματικής μεταφοράς της δολοφονίας του Ραμόν Νοβάρο, του δεύτερου μεγαλύτερου μύθου του βωβού κινηματογράφου μετά τον Ροδόλφο Βαλεντίνο. Γεννήθηκε στο Μεξικό το 1899 και η μεγαλύτερη επιτυχία του ήταν ο πρωταγωνιστικός ρόλος στην επική ταινία «Μπεν Χουρ». Η έλευση του ήχου στις σκοτεινές αίθουσες εξαφάνισε ένα μεγάλο μέρος της γοητείας του, κάτι που συνέβη με τους περισσότερους σταρ του βωβού ­ με μοναδική εξαίρεση την Γκρέτα Γκάρμπο. Ο Νοβάρο με το πέρασμα των δεκαετιών έγινε αλκοολικός και το 1968 δολοφονήθηκε από δύο αδέλφια, ενώ προσπαθούσαν να βρουν πού έχει κρύψει τα χρήματά του. Οι δολοφόνοι συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν δύο φορές ισόβια.


Ο Μπουκόφσκι περιγράφει με τον συνηθισμένο του ωμό, χυδαίο και «ανεπιτήδευτα απαράδεκτο» τρόπο τα τελευταία λεπτά της ζωής του ηθοποιού. Δέχτηκε στο σπίτι του τα δύο παιδιά, τους ετοίμασε φαγητό, τους πρόσφερε γαλλικό κρασί. «Εχεις άλλο κρασί;» τον ρώτησε άγρια ο μεγαλύτερος εκ των δύο, όταν είχαν ήδη αρχίσει να τον καθυβρίζουν με τα χειρότερα λόγια. «Ναι, έχω! Πάρτε το όλο. Δέκα – δώδεκα μπουκάλια από το καλύτερο γαλλικό κρασί. Πάρτε το και φύγετε! Σας παρακαλώ!».


Οι νεαροί είχαν διαβάσει στο περιοδικό «Screen» ότι ο ηθοποιός κρατά πάντα στο σπίτι του 5.000 δολάρια. Δεν τα έβρισκαν. Και γι’ αυτό τον βίασαν και τον κακοποίησαν σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος τον σκότωσαν. Με τη φράση «ο Μεγάλος Εραστής ήταν νεκρός» αρχίζει ο Μπουκόφσκι το τέλος του διηγήματός του. Και συνεχίζει: «Αλλά θα ‘ρχονταν άλλοι, καινούριοι. Κι ακόμα, κάμποσοι μικροί. Κυρίως αυτοί. Κάπως έτσι ήταν τα πράγματα. Ή δεν ήταν».


Φυσικά, αυτό που συνέβη στον Ραμόν Νοβάρο θα μπορούσε να συμβεί στον οποιοδήποτε μοναχικό ένοικο μιας κατοικίας. Επιπλέον, θα πρέπει να τονιστεί πως τα σεξουαλικά εγκλήματα «τρίτου τύπου» δεν έχουν την παραμικρή διαφορά σε σχέση με τα εγκλήματα «δεύτερου» ή «πρώτου» τύπου, δηλαδή, με δυο λόγια, με τα εγκλήματα που συμβαίνουν σε ετεροφυλόφιλα ζευγάρια. «Η διαφορά», λέει ο κ. Γιώργος Χρονάς, εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός», «υπάρχει μόνο για τα μέσα ενημέρωσης. Και προέρχεται από την ιδέα της αμαρτίας που υπέβαλε στον δυτικό πολιτισμό η Αγγλικανική Εκκλησία. Μην ξεχνάτε πως στον αρχαίο κόσμο δεν υπήρχε η έννοια της αμαρτίας μεταξύ ζευγών. Ετσι, σήμερα, που ασφαλώς και κακώς υπάρχει, υπάρχει ταυτόχρονα η τάση να χρησιμοποιείται μια διαφορά προκειμένου να προκληθεί το ενδιαφέρον του κόσμου». Ωστόσο, όταν μιλάμε για τέτοιου είδους εγκλήματα φυσικά και δεν τα αντιμετωπίζουμε ως εφαρμογή της «θείας δίκης» για την τιμωρία ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, αλλά ως μοιραίο αποτέλεσμα εξαιρετικά παρακινδυνευμένων επιλογών, που σε μερικές περιπτώσεις σαφώς συνοδεύουν τον συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Και οι δολοφονίες του συγγραφέα Κώστα Ταχτσή και του ιταλού σκηνοθέτη Πιερ Πάολο Παζολίνι αυτές ακριβώς τις επιλογές φωτογραφίζουν.


Η «αυτοκτονική» δολοφονία του Κώστα Ταχτσή


Είκοσι τέσσερις ώρες μετά τη δολοφονία του Κώστα Ταχτσή, ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε σε κλειστό κύκλο φίλων πως «ο Ταχτσής βρήκε έναν θάνατο αντάξιο των ιδανικών του». Οι σχέσεις του γνωστού ζωγράφου με τον συγγραφέα δεν ήταν πάντα καλές και ήπιες, βοηθούμενες από το γεγονός πως και οι δύο δεν έχαναν την ευκαιρία να διανθίζουν τις επί παντός κρίσεις τους με αρκετό «βιτριόλι». Πάντως, σε εντελώς ανύποπτο χρόνο ­ όταν ο Ταχτσής ήταν 20 ετών ­ ο Τσαρούχης είχε πει μπροστά του πως «ο Ταχτσής κάνει γκελ με την άβυσσο». Ο ίδιος ο συγγραφέας πολύ αργότερα θυμόταν και πάντοτε προσυπέγραφε αυτή την επιγραμματική φράση του ζωγράφου.


Στις 27 Αυγούστου 1988 ο Κώστας Ταχτσής βρέθηκε δολοφονημένος. Πιο συγκεκριμένα, στραγγαλισμένος. Οι εφημερίδες γέμισαν με σχόλια και περιγραφές για τη συνήθεια του συγγραφέα να αναζητά εραστές τής μιας νύχτας. Επιπλέον, οι ιατροδικαστές είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα πως βρισκόταν υπό την επήρεια «βαριάς μέθης» και ως εκ τούτου ήταν «έρμαιο στα χέρια του δολοφόνου». Ακόμη, κυκλοφόρησαν για καιρό αρκετές φήμες που μιλούσαν για «ύποπτη δολοφονία», αφού ο Ταχτσής ετοιμαζόταν να αποκαλύψει αρκετά μυστικά επωνύμων στο αυτοβιογραφικό βιβλίο που τότε ετοίμαζε ­ και που, αν πιστέψουμε τις φήμες, ήταν τελείως διαφορετικό από το «Φοβερό βήμα», που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του. Τις συγκεκριμένες μάλιστα εικασίες περί «ύποπτης δολοφονίας» αναπαρήγαγε και η γαλλική εφημερίδα «Λιμπερασιόν» την επομένη του θανάτου του.


Ως γνωστόν η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή δεν έχει εξιχνιαστεί και ο δολοφόνος δεν βρέθηκε ποτέ. Τα τελευταία χρόνια όμως κυκλοφόρησε ευρέως μια νέα υπόθεση, σύμφωνα με την οποία δεν δολοφονήθηκε αλλά αυτοκτόνησε. Πιο συγκεκριμένα, επικρατεί τελευταία η άποψη πως «ο Ταχτσής επέλεξε τον δολοφόνο του». Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε γνωρίσει και είχε προσεγγίσει ερωτικά έναν μονόχειρα, μάλλον Ρουμάνο, στην Τζια. Στην ίδια παρέα βρισκόταν και ο ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης, ο οποίος λίγο καιρό πριν από το τέλος της ζωής του αποκάλυψε σε στενό κύκλο το εν λόγω μυστικό. Αν και αρκετοί είναι αυτοί που δεν πείθονται από τη συγκεκριμένη εκδοχή, λέγεται πως ο συγγραφέας είχε φτάσει σε ένα προσωπικό αδιέξοδο και προτίμησε ­ παρ’ ότι πάντα απεχθανόταν τους σκηνοθέτες ­ να σκηνοθετήσει τη δολοφονία του!


Το «παζολινικό τέλος» του Παζολίνι


«Σήμερα πάρα πολλοί άνθρωποι πιστεύουν πως πρέπει να σκοτώνουν», δήλωσε ο Πιερ Πάολο Παζολίνι λίγες ώρες πριν από τη δολοφονία του σε συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδα «Λα Στάμπα». «Ο θάνατος τείνει να γίνει ένας τρόπος μαζικής συμπεριφοράς». Το ίδιο βράδυ βρέθηκε νεκρός. Ηταν Σάββατο 2 Νοεμβρίου 1975. «Ηθελε να του κάνω έρωτα και εγώ δεν ήθελα», δήλωσε την επομένη ο 17χρονος δολοφόνος Τζιουζέπε Πεζόλι. Εκείνο το βράδυ ο σκηνοθέτης οδηγούσε την Alfa Romeo του στους δρόμους της Ρώμης. Ο νεαρός Πεζόλι βρισκόταν με τους φίλους του σε κάποιο καφέ. Ο Παζολίνι σταμάτησε και του πρότεινε να κάνουν μια βόλτα. Οπως δήλωσε αργότερα, ο νεαρός είχε αναγνωρίσει τον σκηνοθέτη και δέχτηκε την πρόταση. Αφού γευμάτισαν σε ένα εστιατόριο, συνέχισαν τη βόλτα. Το αυτοκίνητο σταμάτησε στην Οστια της Ρώμης. Αφού περπάτησαν για λίγο, άρχισαν να μαλώνουν. Ο Πεζόλι ισχυρίστηκε πως ο σκηνοθέτης τον χτύπησε στο κεφάλι με ένα κομμάτι ξύλο. «Τυφλωμένος από το αίμα που έτρεχε στο πρόσωπό μου ξεκόλλησα και εγώ ένα κομμάτι ξύλο από ένα φράκτη και άρχισα να τον χτυπώ ώσπου τον είδα να πέφτει. Εκείνη τη στιγμή, τρομοκρατημένος, προσπάθησα να διαφύγω. Μπήκα στο αυτοκίνητο όπου το κλειδί ήταν στη θέση του και έφυγα όσο πιο γρήγορα μπορούσα».


Από τότε οποιαδήποτε δολοφονία ομοφυλόφιλου, που συνδέεται έμμεσα ή άμεσα με σεξ, χαρακτηρίζεται «παζολινική». Και φυσικά όσοι αναζητούν εραστές στα πάρκα και στις «χαρακτηρισμένες» πλατείες σκέφτονται ίσως ότι φλερτάρουν με ένα «παζολινικό τέλος». Και ακόμη, ίσως αυτό να προσθέτει ενδιαφέρον και ένταση στην αναζήτηση. Αλλωστε το ρίσκο φαίνεται πως ερεθίζει την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση απέναντι σε κάθε είδους δραστηριότητα. Η συγκεκριμένη άλλωστε ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διαπράχθηκε η δολοφονία του σκηνοθέτη είχε σκιαγραφηθεί από τον ίδιο σε αρκετές από τις ταινίες του. «Από μια άποψη», δήλωσε τότε ο επίσης ιταλός σκηνοθέτης Μικελάντζελο Αντονιόνι, «ο Παζολίνι έπεσε θύμα ενός από τους χαρακτήρες που δραματοποίησε με τις ταινίες του. Ηταν μια τέλεια τραγωδία».


Ο θάνατος ενός αναρχικού ταλέντου


«Ο Θεός είναι αριστοκράτης. Προτιμά τις ξανθές». «Σήμερα όλες οι κοινωνικές τάξεις είναι εγκληματικές. Ζούμε την εποχή της ισότητας». «Σε έναν κόσμο που τον διευθύνουν παράφρονες, το μόνο που απομένει στον συγγραφέα είναι να εξιστορήσει τα καμώματα των παραφρόνων και των θυμάτων τους». Τρεις ενδεικτικές ρήσεις του Τζο Ορτον, ενός από τους πιο σημαντικούς άγγλους θεατρικούς συγγραφείς. Η σταδιοδρομία του ήταν σύντομη και θυελλώδης. Τα έργα του ήταν καταιγιστικά, προκλητικά, εύστοχα. Ηταν ένας φαρσέρ. Πίστευε πως «η κωμωδία είναι όπλο πιο επικίνδυνο από την τραγωδία. Αλλωστε γι’ αυτό οι τύραννοι την υποβλέπουν». Πίστευε ακόμη πως «οι λέξεις είναι πιο δραστικές από το πράττειν. Στα κατάλληλα χέρια τα ρήματα και τα ουσιαστικά είναι ικανά να προκαλέσουν πανικό». Και φυσικά είχε ο ίδιος προκαλέσει πανικό στη Βρετανία της δεκαετίας του ’60 με έργα όπως «Τι είδε ο υπηρέτης», «Τα γούστα του κυρίου Σλόαν» και «Λουτ». Κατά τη διάρκεια της προηγούμενης θεατρικής σαιζόν μάλιστα το έργο «Τι είδε ο υπηρέτης» παίχθηκε στην Αθήνα με πρωταγωνιστή τον Δάνη Κατρανίδη. Ολες αυτές τις πληροφορίες τις αντλούμε από αποσπάσματα από κριτικές και από τη βιογραφία του Ορτον, γραμμένα από τον Τζον Λαρ, μεταφρασμένα από τον Παύλο Μάτεσι και τυπωμένα ως εισαγωγή σε όσα θεατρικά έργα του κυκλοφορούν στην Ελλάδα.


Ο Τζο Ορτον γεννήθηκε το 1933 στο Λέστερ της Βρετανίας. Ηταν ο πρωτότοκος μιας οικογένειας με τέσσερα παιδιά. Η μητέρα του ήταν εργάτρια σε εργοστάσιο και ο πατέρας του κηπουρός. Παρ’ ότι ήταν ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες, επέμενε σκληρά, κατόρθωσε να μορφωθεί και να στραφεί προς το θέατρο, ένα πεδίο δημιουργίας που κατάλαβε ότι τον είλκυε έντονα. Κατόρθωσε μάλιστα να εισαχθεί στη «Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης» του Λονδίνου, με υποτροφία από το Δημοτικό Συμβούλιο του Λέστερ. Στη Βασιλική Ακαδημία γνωρίστηκε με τον Κένεθ Χάλιγουελ, ο οποίος τον προέτρεψε να γράψει, ενώ ως τότε αυτό που ονειρευόταν ήταν να γίνει ηθοποιός.


Για πρώτη φορά γνωρίζουν και οι δύο τα φώτα της δημοσιότητας όταν το 1962 μπήκαν στη φυλακή. Πήγαιναν στις δημόσιες βιβλιοθήκες και έκλεβαν τις ζωγραφιές, με αποτέλεσμα να καταδικαστούν για την καταστροφή 83 βιβλίων. «Πριν μπω στη φυλακή είχα αόριστη μόνο συναίσθηση για κάτι σάπιο ολόγυρά μου. Η φυλακή με βοήθησε να το συγκεκριμενοποιήσω. Η γριά πόρνη Κοινωνία σήκωσε τη φούστα της και η μπόχα ήταν αηδιαστική. Οχι πως με κακομεταχειρίστηκαν στη φυλακή. Αλλά η παραμονή μου εκεί στάθηκε για μένα μια αποκάλυψη για το τι ουσιαστικά κείτεται κάτω από την επιφάνεια της βιομηχανικοποιημένης κοινωνίας μας». Ο Ορτον έλεγε πάντα πως ήθελε να πεθάνει νέος. Στις 9 Αυγούστου 1967, κατά τη διάρκεια ενός καβγά, ο Κένεθ Χάλιγουελ τον σκοτώνει με μερικές σφυριές στο κεφάλι.


Ο δολοφόνος του Τζιάνι Βερσάτσε


«Ο καθένας έχει τη δική του εκδοχή για το ποιος είμαι» φέρεται πως είχε δηλώσει σε φίλους του ο νεκρός πλέον νούμερο ένα ύποπτος για τη δολοφονία του Τζιάνι Βερσάτσε, Αντριου Κιουνάναν. «Κανένας δεν ξέρει την πραγματική αλήθεια». Ακόμη και αν δεν μάθουμε ποτέ την πραγματική αλήθεια για τη συγκεκριμένη δολοφονία (κάτι που είναι σχεδόν σίγουρο), τουλάχιστον ξέρουμε πως ο εν λόγω 27χρονος θεωρήθηκε υπεύθυνος για τη δολοφονία τεσσάρων ακόμη ανθρώπων. Και αυτό ήταν γνωστό πολύ πριν από τον θάνατο του σχεδιαστή και συγκεκριμένα από τις 2 Μαΐου, όταν ο Κιουνάναν εξαφανίστηκε αφού δολοφόνησε τον 33χρονο πρώην εραστή του και γνωστό αρχιτέκτονα στην πόλη Μινεάπολη των ΗΠΑ, Ντέιβιντ Μάντσον.


Μάλιστα, μία εβδομάδα πριν από την επίθεση στον σχεδιαστή, το αμερικανικό εβδομαδιαίο περιοδικό «People» (τεύχος της 7ης Ιουλίου) δημοσίευσε ένα πορτρέτο του Κιουνάναν με όλες τις λεπτομέρειες για την ως τότε δράση του. Περιγράφεται ως ένας χαμαιλέων που αλλάζει διαρκώς ταυτότητα και για αρκετά χρόνια επέπλευσε στους κόλπους της υψηλής κοινωνίας προσφέροντας σεξουαλικές υπηρεσίες σε ανθρώπους που είχαν τη δυνατότητα να υποστηρίξουν τον πολυτελή και σπάταλο βίο του. Το περιοδικό τον χαρακτήρισε τον «περισσότερο καταζητούμενο άνθρωπο στις ΗΠΑ» και πληροφόρησε τους αναγνώστες πως το FBI τον έχει κατατάξει στην ειδική λίστα δέκα θέσεων που διατηρεί για τέτοιου είδους εγκληματίες. Ο Κιουνάναν μάλιστα ήταν ο 449ος άνθρωπος που εισήχθη σε αυτή τη λίστα από το 1950, όταν το FBI εγκαινίασε αυτή την τακτική «αναζήτησης». Αν βλέπατε τη σελίδα του FBI στο Internet, θα διαπιστώνατε επιπλέον πως η υπηρεσία τον είχε επικηρύξει προς 10.000 δολάρια.


Φυσικά κανένας δεν διεκδίκησε το ποσόν. Την Πέμπτη 24 Ιουλίου, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, ο Αντριου Κιουνάναν αυτοκτόνησε. Βρισκόταν σε ένα διώροφο πλωτό σπίτι στην παραλία του Μαϊάμι, μόλις τέσσερα χιλιόμετρα από την έπαυλη του Βερσάτσε. Κάποια στιγμή οι γείτονες άκουσαν έναν πυροβολισμό και κάλεσαν την αστυνομία. Επειτα από κάποιες ώρες βρήκαν το πτώμα του Κιουνάναν. Δίπλα του υπήρχε το ίδιο περίστροφο με το οποίο είχαν δολοφονηθεί τρία από τα πέντε θύματά του. Ακόμη και αν η δολοφονία του Βερσάτσε και η πρόσφατη αυτοκτονία του βασικού υπόπτου κάνει πολλούς να μιλούν για «τέλειο έγκλημα», θα ήταν ενδιαφέρον να βλέπαμε το ψυχολογικό πορτρέτο του Αντριου Κιουνάναν. Ο υπεύθυνος του προγράμματος του Πανεπιστημίου Northeastern για τη μελέτη της βίας και συγγραφέας τριών βιβλίων πάνω στους κατά συρροήν δολοφόνους, καθηγητής Τζακ Λιβάιν, έκανε μια προσπάθεια να το σκιαγραφήσει. «Το ότι η μητέρα του ήταν πόρνη ίσως προκάλεσε την ανάπτυξη ενός δολοφονικού μίσους στην ψυχή του. Οι περισσότεροι κατά συρροήν δολοφόνοι υποφέρουν από μια αίσθηση απώλειας ή από ένα έντονο παιδικό τραύμα. Είναι ακόμη πιθανό πως ήταν φορέας του ιού HIV και ως εκ τούτου επεδίωκε να εκδικηθεί μεγαλυτέρους του επιτυχημένους ομοφυλόφιλους, που του θύμιζαν τους πελάτες του, ανθρώπους που τους θεωρούσε υπεύθυνους για την ασθένειά του». Και ο κ. Λιβάιν καταλήγει με ένα εντυπωσιακό συμπέρασμα, το οποίο στέκεται ανεξάρτητα από το αν ο σχεδιαστής γνώριζε προσωπικά τον Κιουνάναν ή όχι: «Ο Βερσάτσε ήταν ένα συμβολικό θύμα. Αντιπροσώπευε κάτι που ο κατά συρροήν δολοφόνος απεχθανόταν, ακριβώς γιατί ο ίδιος δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ ένας Βερσάτσε».