Μετά τη φυγή του Αμπντουλάχ Οτσαλάν στην Ιταλία η παγκόσμια κοινότητα αναγκάστηκε να ανακαλύψει το κουρδικό ζήτημα. Στη χώρα μας το έχουμε ανακαλύψει εδώ και πολύν καιρό. Πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα σήμερα για τους κούρδους πρόσφυγες στην Ελλάδα;



«Εφθασα στην Ελλάδα από την Τουρκία με τα πόδια» λέει ο Μουχρεντίν, ένας 20χρονος Κούρδος που μιλάει αρκετά καλά αγγλικά αλλά καθόλου ελληνικά. «Κατάγομαι από το Νότιο Κουρδιστάν, δηλαδή το ιρακοκρατούμενο κομμάτι του Κουρδιστάν. Μας πήρε έξι μέρες για να περάσουμε στο ελληνικό έδαφος. Είμαι δύο μήνες στην Ελλάδα και μένω εδώ στην πλατεία». Αναφέρεται στην πλατεία Κουμουνδούρου, η οποία τον τελευταίο καιρό έχει μεταμορφωθεί σε έναν αυτοσχέδιο καταυλισμό για κούρδους πρόσφυγες ιρακινής καταγωγής.


Στην πλατεία βρίσκονται περίπου 500 άτομα, αποκλειστικά άνδρες. Οι περισσότεροι κάθονται σε μικρές παρέες στα παγκάκια και συζητούν. Οταν ο καιρός το επιτρέπει, κουρεύονται και ξυρίζονται σε μικρά αυτοσχέδια μπαρμπέρικα. Κάποιοι έχουν στήσει πρόχειρους πάγκους και ψήνουν σουβλάκια. Μερικοί ξεδιπλώνουν μικρά χαλιά, τα στρέφουν προς την κατεύθυνση της Μέκκας και αρχίζουν να προσεύχονται με τον παραδοσιακό μουσουλμανικό τρόπο. Την ημέρα οι περισσότεροι είναι μαζεμένοι στην πλατεία. Οταν βραδιάζει, καταφεύγουν σε πρόχειρα καταλύματα στις εισόδους των γύρω πολυκατοικιών, προσπαθώντας να προστατευθούν από το κρύο και τις απροσδόκητες νεροποντές. Οι κάτοικοι της περιοχής, παρ’ όλο που παραδέχονται ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν τους δημιουργούν κανένα πρόβλημα, ομολογούν πως θα προτιμούσαν η πολιτεία να δώσει μια καλύτερη λύση στο πρόβλημά τους. «Καταλαβαίνουμε τα βάσανα και τις ταλαιπωρίες που έχουν περάσει οι άνθρωποι αυτοί για να φτάσουν ως εδώ, αλλά το να μένουν στην πλατεία με αυτές τις συνθήκες δεν είναι λύση. Γιατί η πολιτεία δεν φροντίζει να κάνει κάτι για αυτούς; Είναι κρίμα» λέει μια γειτόνισσα που μένει ακριβώς πίσω από την πλατεία. «Η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ ευγενικοί και ως τώρα δεν έχουν δημιουργήσει κανένα πρόβλημα» καταλήγει.


Οι γυναίκες και τα κορίτσια είτε πουλούν τσιγάρα στην περιοχή της Ομόνοιας είτε βρίσκονται στο στρατόπεδο της Πεντέλης, μαζί με τις υπόλοιπες οικογένειες. «Αυτό που συμβαίνει στην πλατεία Κουμουνδούρου είναι φοβερό» μας λέει η Σούζαν Μορούτσι, μια Αμερικανίδα από τη Βαλτιμόρη, η οποία τα τελευταία χρόνια βρίσκεται κοντά στους κούρδους πρόσφυγες ως μέλος της οργάνωσης Γιατροί του Κόσμου. «Τις οικογένειες τις παίρνουμε εδώ στην Πεντέλη, αλλά, όπως καταλαβαίνετε, δεν μπορούμε να τους φιλοξενήσουμε όλους. Μακάρι να μπορούσαμε, αλλά είναι αδύνατον».


Ενας υπερήφανος λαός


Στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων στην Παλαιά Πεντέλη, οι Γιατροί του Κόσμου φιλοξενούν 280 πρόσφυγες από το Κουρδιστάν του Ιράκ. Εδώ φιλοξενούνται κατά προτεραιότητα οικογένειες με μικρά παιδιά, ανάπηροι και ηλικιωμένοι.


«Υπάρχουν περίπου 70 παιδιά στο κέντρο, τα 20 από αυτά μωρά» λέει ο Στέφανος Σοφούογλου, ο οποίος εργάζεται επίσης για τους Γιατρούς του Κόσμου. «Αυτός είναι ο πιο μικρός φιλοξενούμενός μας» συνεχίζει, και μας δείχνει ένα μωρό τεσσάρων μηνών.


Πάνω στην Πεντέλη κάνει τσουχτερό κρύο και οι περισσότεροι πρόσφυγες βρίσκονται μέσα στις σκηνές, που είναι σκεπασμένες με χοντρό πλαστικό για την περίπτωση της βροχής. Μια από αυτές τις σκηνές έχει διαμορφωθεί σε αυτοσχέδιο περίπτερο, το οποίο πουλάει αβγά, τσιγάρα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Μέσα στη σκηνή βρίσκεται ένας νεαρός πρόσφυγας και από πίσω του μπορεί κανείς να διακρίνει ένα κρεβάτι και ένα μικρό τραπέζι. Αγοράζουμε ένα πακέτο τσιγάρα και του λέμε να κρατήσει τα ρέστα. Αρνείται επίμονα και συμβιβάζεται μόνο με την ιδέα να αγοράσουμε άλλα δύο πακέτα.


«Οι Κούρδοι είναι περήφανος λαός» μας εξηγεί ο Αμπντούλ, ένας από τους πρόσφυγες, που μιλάει λίγα ελληνικά. Για να προστατευθεί από το κρύο φοράει δυο-τρία πουλόβερ και ένα μπουφάν, αλλά στα πόδια του μόνο ένα ζευγάρι σαγιονάρες, χωρίς κάλτσες.


«Είμαι στην Ελλάδα σχεδόν εννέα μήνες. Από το Βόρειο Ιράκ πέρασα στην Τουρκία με τα πόδια και από εκεί ήρθα με πλοίο ως την Κάλυμνο. Μετά ήρθα στην Αθήνα» συνεχίζει. «Οι Ελληνες μας αντιμετωπίζουν με πολύ καλό τρόπο. Μας βοηθούν πολύ. Ακόμη και οι αστυνομικοί, όταν σταματούν κάποιον από εμάς και τους λέμε πως είμαστε Κούρδοι, μας αφήνουν ήσυχους».


Στη χώρα μας βρίσκονται περίπου 2.500-3.000 κούρδοι πρόσφυγες, μοιρασμένοι σε στρατόπεδα στην Πεντέλη, στην Πάτρα, στην Κρήτη, στη Θεσσαλονίκη, στο Ναύπλιο και στη Χαλκίδα. Περίπου 700 από αυτούς προέρχονται από το τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν και οι υπόλοιποι από το Νότιο Κουρδιστάν. Υπάρχουν επίσης και μερικοί, φοιτητές κυρίως, από τη Συρία.


Αλλοι έρχονται εδώ με τα πόδια. Αλλοι έρχονται με σαπιοκάραβα. Το ταξίδι με το πλοίο μπορεί να είναι πιο επικίνδυνο, αλλά διαρκεί λιγότερο. Στην καλύτερη περίπτωση ένα διήμερο, αν και δεν είναι σπάνιες οι φορές που οι άνθρωποι αυτοί θαλασσοδέρνονται επί ημέρες προτού τους αδειάσουν σε κάποιο απομακρυσμένο ξερονήσι. Αλλοι δεν φθάνουν ποτέ. Πολλές φορές οι αδίστακτοι λαθρέμποροι που αναλαμβάνουν να τους περάσουν σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα τούς στέλνουν επίτηδες μέσα από ναρκοπέδια, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς να σκοτώνονται ή να τραυματίζονται σοβαρά. Αλλοτε πάλι τους πετούν στη θάλασσα. Για τις «υπηρεσίες» τους αυτές χρεώνουν 1.000-3.000 δολάρια το άτομο.


«Τα ποσά αυτά, όπως καταλαβαίνετε, είναι για μας μια περιουσία. Για πολλούς είναι οι οικονομίες μιας ζωής. Θα μπορούσα να πω ότι εμείς που είμαστε εδώ είμαστε από τους τυχερούς» λέει ο Αμπντούλ. «Πριν από λίγες ημέρες οι λαθρέμποροι έριξαν στη θάλασσα 70 πρόσφυγες, οι οποίοι βγήκαν στην Κρήτη. Βλέπαμε στις ειδήσεις πως οι αρχές και οι κάτοικοι τους βοήθησαν και τους συμπαραστάθηκαν. Περιμέναμε κάποιες από αυτές τις οικογένειες εδώ, στην Πεντέλη, αλλά στη συνέχεια μάθαμε ότι τους έστειλαν πίσω».


Τι σημαίνει όμως «τους έστειλαν πίσω»; Πού ακριβώς είναι αυτό το «πίσω»;


Είναι η χώρα από την οποία πέρασαν στην Ελλάδα ή η χώρα από την οποία ξεκίνησαν; «Είναι η χώρα από την οποία πέρασαν στην Ελλάδα, κυρίως η Τουρκία» λέει ο Αμπντούλ. «Μερικοί από αυτούς καταφέρνουν να ξεφύγουν από την τουρκική αστυνομία και προσπαθούν να βρουν τρόπο να ξαναγυρίσουν. Αλλοι κλείνονται στις φυλακές, άλλοι εξαφανίζονται και χάνονται τα ίχνη τους».


«Το 30% των προσφύγων ιρακινής καταγωγής είναι πολιτικοί πρόσφυγες, άνθρωποι που δεν μπορούν να ξαναγυρίσουν πίσω. Οι υπόλοιποι είναι οικονομικοί πρόσφυγες, άνθρωποι δηλαδή που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα» λέει ο Στέφανο. «Το ζήτημα είναι ότι όσοι προέρχονται από το τουρκοκρατούμενο Κουρδιστάν αναγνωρίζονται ως πολιτικοί πρόσφυγες και φιλοξενούνται στο στρατόπεδο προσφύγων στο Λαύριο, όπου οι συνθήκες είναι σαφώς καλύτερες. Αν μη τι άλλο, οι άνθρωποι αυτοί έχουν μια στέγη πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Οι υπόλοιποι, όσοι έρχονται από το ιρακοκρατούμενο Κουρδιστάν, χαρακτηρίζονται ως λαθρομετανάστες».


Ελπίδα για το μέλλον



Η παρουσία των ανθρώπων αυτών στη χώρα μας και στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι καθόλου τυχαία. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα των Κούρδων αυτή τη στιγμή είναι αυτή η πολιτική εκκένωσης του Κουρδιστάν. Είναι μια πολιτική της Τουρκίας που σκοπό έχει να εκκενώσει την περιοχή και να μεταφέρει εκεί τουρκικό πληθυσμό για να ανατρέψει τα πληθυσμικά δεδομένα και να έχει λόγο στις περιοχές αυτές, όπως έκανε και στην Κύπρο» λέει η Μέλσα Ντενίς, μέλος του Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ), η οποία εργάζεται στα γραφεία του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του Κουρδιστάν στην Αθήνα.


Στην πλατεία Κουμουνδούρου οι άνθρωποι ζητούν δουλειά και μια ελπίδα για το μέλλον. Στην πλατεία Κλαυθμώνος οι απεργοί πείνας, οι οποίοι πριν από λίγες ημέρες σταμάτησαν την απεργία που έκαναν, ζητούσαν την απελευθέρωση του Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Οι απεργίες πείνας, πολλές φορές μέχρι θανάτου, καθώς επίσης και οι αυτοπυρπολισμοί, που τόσο σοκάρισαν την κοινή γνώμη τον τελευταίο καιρό, είναι μερικά ακόμη όπλα στον αγώνα ενός λαού που βάλλεται από παντού.


«Οι αγωνιστές που θέλουν να συμμετάσχουν σε μια απεργία πείνας μέχρι θανάτου είναι πολλοί. Από αυτούς που δηλώνουν συμμετοχή λίγοι μπορούν να πάρουν μέρος, ενώ άλλοι δεν πρέπει να πάρουν μέρος. Τελικά την ευθύνη την έχει η οργάνωση» διαβάζουμε στον «Αγώνα», ένα μηνιαίο έντυπο που πρόσκειται στο Επαναστατικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο του Κουρδιστάν (DHK-C).


«Δεν είναι πολιτική του Εργατικού Κόμματος» λέει η κυρία Ντενίς. «Ανάμεσα στους απεργούς ή στους αυτοκτονούντες υπάρχουν και μέλη του κόμματος και οπαδοί, αλλά πρωταρχικά είναι κούρδοι πατριώτες. Ο ίδιος ο πρόεδρος Οτσαλάν ζήτησε να σταματήσουν αυτά τα κρούσματα, άσκησε κριτική και δήλωσε ότι εμείς δεν θέλουμε τον λαό μας να αυτοσφαχθεί. Τα κρούσματα δεν σταμάτησαν, όχι γιατί αυτό ήταν εντολή του κόμματος, αλλά γιατί οι άνθρωποι αυτοί πίστευαν πως με αυτόν τον τρόπο θα βοηθήσουν τον κουρδικό αγώνα. Παρ’ όλα αυτά θεωρούμε ότι η απόφαση αυτή είναι μια έκφραση της επιθυμίας αυτών των ανθρώπων να δώσουν τη ζωή τους για το Κουρδιστάν και ότι τα ονόματά τους θα γραφτούν με χρυσά γράμματα στην ιστορία του λαού μας».


Πόλεμος και τρομοκρατία


Οι τελευταίες εξελίξεις μετά τη φυγή του Οτσαλάν στην Ευρώπη και το αίτημά του για πολιτικό άσυλο στην Ιταλία σηματοδοτούν μια νέα φάση στον πολύχρονο αγώνα των Κούρδων. «Είναι πολύ σημαντικό βήμα ο ερχομός του προέδρου στην Ευρώπη. Σημαίνει πως το Κουρδικό διεθνοποιείται και από εδώ και στο εξής μπαίνει στην ημερησία διάταξη της παγκόσμιας κοινής γνώμης» λέει ο Μπουλέντ, που συμμετείχε στην απεργία πείνας. «Πολλοί λένε ότι αυτό σημαίνει στρατιωτική ήττα του ΡΚΚ. Ούτε όμως η ανακωχή ούτε η αναχώρηση του προέδρου σημαίνει πως αφήσαμε τα όπλα. Δεν πρόκειται να αφήσουμε τα όπλα παρά μόνο αν καθήσουμε με την Τουρκία στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Δεν είμαστε πολεμοχαρείς, δεν αγαπάμε τον πόλεμο, μας ανάγκασαν να μπούμε σ’ αυτόν τον πόλεμο. Και ως λαός θα συνεχίσουμε να αμυνόμαστε. Ο πόλεμος ήταν για μας ο μόνος τρόπος για να επιβάλουμε την ταυτότητά μας. Χάρη σ’ αυτόν τον πόλεμο καταφέραμε να σταματήσουμε τον εκτουρκισμό του κουρδικού λαού, και οι Κούρδοι έχουν αποκτήσει εθνική ταυτότητα. Μπορεί οι σύμμαχοι των Τούρκων να μας αποκαλούν τρομοκράτες, αλλά εμείς αγωνιζόμαστε για την ελευθερία μας. Ζητούμε ειρήνη και θέλουμε να επιστρέψουμε μια μέρα στο ελεύθερο Κουρδιστάν».


«Εγώ δεν θέλω να επιστρέψω στο Κουρδιστάν» λέει ο Μουχρεντίν. «Θέλω να μείνω εδώ, να βρω ένα σπίτι, μια δουλειά. Αυτό όμως είναι δύσκολο, γιατί δεν μιλάμε τη γλώσσα. Οι Ελληνες μας αντιμετωπίζουν φιλικά, αλλά τις δουλειές που θα μπορούσαμε να κάνουμε εμείς τις δίνουν στους Αλβανούς, ίσως γιατί εκείνοι μιλάνε πιο καλά ελληνικά. Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας, ιδίως τώρα που χαλάει ο καιρός, είναι να βρούμε μια στέγη. Τα βράδια κοιμόμαστε στις εισόδους των πολυκατοικιών».


Η απόκτηση της άδειας


Το πρόβλημα με τους Αλβανούς δεν είναι μόνο ότι τους παίρνουν τις δουλειές, αλλά, όπως και οι Ελληνες, πέφτουν και αυτοί θύματα της εγκληματικότητας των Αλβανών. Πριν από μερικές ημέρες αναγκάστηκαν να δημιουργήσουν ομάδες περιφρούρησης για να προστατευθούν από αδίστακτους Αλβανούς οι οποίοι επανειλημμένως έχουν επιχειρήσει να κλέψουν τα ελάχιστα υπάρχοντά τους.


Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη διάρκεια της παρουσίας των κούρδων προσφύγων στη χώρα μας ουδέποτε έχουν απασχολήσει τις διωκτικές αρχές, ουδέποτε έχουν πάρει μέρος σε εγκληματικές ενέργειες, γεγονός που αποδεικνύει το ήθος και την περηφάνια αυτού του λαού.


«Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτών των ανθρώπων είναι ότι δεν βρέθηκαν εδώ με τη θέλησή τους» λέει η κυρία Ντενίς. «Αναγκάζονται σ’ αυτή τη φυγή από τον εχθρό. Αρα το μεγαλύτερο πρόβλημά τους είναι ότι στις περιοχές όπου ζούσαν, στην πατρίδα τους, υπάρχουν οι συνθήκες που τους αναγκάζουν σ’ αυτή τη φυγή. Τώρα, όταν βρεθούν εδώ, φυσικό είναι τα πάντα να γίνονται πρόβλημα: η στέγη, η τροφή, η υγεία, η απασχόληση, τα πάντα».


«Οι άνθρωποι εδώ δεν ενδιαφέρονται και τόσο πολύ για τα πολιτικά. Αυτό που τους ενδιαφέρει κυρίως είναι τι θα απογίνουν. Πολλοί από αυτούς θέλουν να βρεθούν στην Ολλανδία ή στη Γερμανία, όπου έχουν συγγενείς και γνωστούς για να τους στηρίξουν. Το ζήτημα είναι πως η μία μετά την άλλη οι ευρωπαϊκές χώρες κλείνουν τα σύνορά τους στους ανθρώπους αυτούς» λέει ο Στέφανος. «Ταξιδεύουν χωρίς χαρτιά και διαβατήρια. Είναι πολύ σημαντικό γι’ αυτούς να αποκτήσουν τις άδειες που χρειάζονται προκειμένου να μένουν και να εργάζονται νόμιμα στη χώρα όπου καταλήγουν. Σίγουρα πολλοί από αυτούς θα προτιμούσαν να μείνουν στην Ελλάδα, γιατί η ελληνική νοοτροπία είναι πιο κοντά στη δική τους απ’ ό,τι των Ολλανδών ή των Γερμανών». Στην πλατεία Κουμουνδούρου σκοτεινιάζει και έχουν αρχίσει να ανάβουν μικρές φωτιές για να ζεσταθούν. Στο στρατόπεδο της Πεντέλης το κρύο και η ανέχεια δεν φαίνεται να είναι ικανά να τους καταβάλουν. Σε μερικές σκηνές ακούγονται γέλια και τραγούδια.


«Δεν είναι λαός που το βάζει εύκολα κάτω» λέει ο Στέφανος. «Παρ’ όλα αυτά έχουμε άμεση ανάγκη για τρόφιμα, φάρμακα, πάνες για μωρά και είδη πρώτης ανάγκης, όπως σαπούνια και απορρυπαντικά. Τώρα τον χειμώνα χρειαζόμαστε κυρίως καθαρό πετρέλαιο, πλαστικές σακούλες απορριμμάτων και νάιλον θερμοκηπίου για την προστασία των σκηνών. Οσοι ενδιαφέρονται και μπορούν να μας βοηθήσουν, μπορούν να μας τηλεφωνήσουν στο 8035.996». Στην πλατεία Κλαυθμώνος η απεργία πείνας έχει λήξει, αφού μετά τις τελευταίες εξελίξεις φαίνεται ότι τα πράγματα οδηγούν σε μια αναζήτηση πολιτικής λύσης. Η αυριανή ημέρα μπορεί να είναι καλύτερη για τον κουρδικό αγώνα. Για αυτούς τους ανθρώπους όμως;