Είναι το παραμύθι κάτι που η πίστη θα έπρεπε να εξορίζει από τη ζωή μας; Δίχως αμφιβολία, ο τρόπος με τον οποίο έχουμε μάθει να αντιλαμβανόμαστε την αφήγηση της Γέννησης του Ιησού είναι πολυδιάστατος, πολλές από τις παραμέτρους που τον συνθέτουν ωστόσο σίγουρα δεν πηγάζουν από την πίστη στην ύπαρξη του Θεανθρώπου – είτε αυτή είναι κατά κάποιον τρόπο «ελεύθερη» και «προσωπική» είτε κατά γράμμα προσκολλημένη στις ιεροτελεστίες της χριστιανικής Εκκλησίας. Ενα μέρος της αντίληψής μας για τη Θεία Γέννηση είναι προϊόν της πολύ ανθρώπινης συνήθειας να γοητευόμαστε από ένα καλό παραμύθι (με την έννοια ότι το κατά πόσον είναι «αληθινό» δεν είναι το κύριο σημείο του ενδιαφέροντός μας).
Και βέβαια μάλλον θα στερούσαμε μεγάλες απολαύσεις από τον εαυτό μας αν θεωρούσαμε πως το γεγονός ότι γοητευόμαστε από ένα συναρπαστικό παραμύθι υποβαθμίζει την πίστη μας. Φυσικά, θα ήταν επικίνδυνο να υπεισέλθει κανείς σε συγκρίσεις με τις αντίστοιχες αφηγήσεις στις παραδόσεις άλλων θρησκειών, η Αγία Γραφή πάντως – για να μη μιλήσουμε για τα ασύλληπτης ομορφιάς φιλοσοφικά και πολιτικά μελετήματα που μας έχουν κληροδοτήσει οι ανά τους αιώνες λειτουργοί της Εκκλησίας – αποτελεί αφήγημα πλήρες λογοτεχνικής σαγήνης, άσχετα από τις επιπτώσεις της στην κοινωνία των ανθρώπων και στη σχέση τους με τον Θεό στον οποίο πιστεύουν. Ισως είναι δύσκολο να δει κανείς ως καλλιτέχνημα κάτι το οποίο είτε έχει μάθει να το πιστεύει πολύ βαθιά είτε, ακριβώς επειδή δεν το πιστεύει και τόσο βαθιά, το έχει συνδέσει με μια διαρκή αίσθηση καταπίεσης. Αν το έκανε όμως, η ανταμοιβή θα ήταν σημαντική.
Ισως ο νοηματικός χώρος τον οποίο βρίσκει να καταλάβει το «παραμύθι» της Θείας Γέννησης σχηματίζεται ακριβώς στα κενά της «επίσημης» αφήγησης: οι Ευαγγελιστές είναι μάλλον φειδωλοί με τις λεπτομέρειες της ιστορίας. Ο πιο γενναιόδωρος με την αφήγησή του είναι ο Λουκάς. Ακόλουθος του Παύλου, εικάζεται ότι είχε επικοινωνήσει με συγγενείς του Ιωάννη του Βαπτιστή, καθώς και με την ίδια τη Θεοτόκο, και έτσι συγκέντρωσε με ακρίβεια τα περιστατικά της Γέννησης και της νεαρής ηλικίας του Ιησού. Μορφωμένος – ήταν γιατρός το επάγγελμα – και εργατικός ως συγγραφέας – πιστεύεται ότι είναι επίσης ο συγγραφέας των Πράξεων των Αποστόλων- ο Λουκάς μάς αφηγείται, μεταξύ άλλων, τον Ευαγγελισμό («χαίρε, κεχαριτωμένη· ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί»), την απογραφή («και επορεύοντο πάντες απογράφεσθαι»), τη φάτνη («και έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εσπαργάνωσεν αυτόν και ανέκλινεν αυτόν εν τη φάτνη»), καθώς και την υπέροχη σκηνή με τους ποιμένες που φοβούνται και τους αγγέλους που τους καθησυχάζουν, τραγουδώντας: «δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία».
Ο Ματθαίος, ο φοροεισπράκτορας στην Καπερναούμ που άκουσε τον Χριστό να του λέει «ακολούθει μοι», μας επισημαίνει απλώς ότι προτού προλάβουν ο Ιωσήφ και η Μαρία να «συνευρεθούν» («πριν ή συνελθείν»), η νεαρά Παρθένος «ευρέθη εν γαστρί έχουσα εκ Πνεύματος Αγίου». Για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, ούτε λόγος. Μας διηγείται βέβαια ό,τι συνέβη ανάμεσα στον Ηρώδη και στους Μάγους, καθώς και την Προσκύνηση. Το Θείο Βρέφος όμως έχει ήδη γεννηθεί και ο Ματθαίος δεν αναφέρει λέξη για απογραφή, δυσκολία στην ανεύρεση καταλύματος, φάτνη, άλογα ή ποιμένες.
Ο Μάρκος δεν ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Ιησού ούτε φαίνεται να τον γνώρισε προσωπικά. Αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων ως συνοδός του Παύλου και του Βαρνάβα στην Αντιόχεια (Πραξ. ιβ’ 25), μελετητές όμως φαίνονται να πιστεύουν ότι τα περισσότερα σχετικά με τη ζωή του Ιησού τα έμαθε από τον Απόστολο Πέτρο. Για τη Θεία Γέννηση δεν μας λέει τίποτε. H αφήγησή του ξεκινάει με το πρόσωπο του Ιωάννη του Βαπτιστή και τη Βάπτιση του Ιησού στον Ιορδάνη ποταμό.
Τέλος, ο Ιωάννης, γιος του Ζεβεδαίου, ο «μαθητής ον ηγάπα ο Ιησούς», δεν μας λέει ούτε αυτός κουβέντα για τη Γέννηση. Μετά από μια ποιητική εισαγωγή, μας συστήνει και αυτός στον Ιωάννη τον Βαπτιστή και μας αφηγείται το περιστατικό κατά το οποίο ο Βαπτιστής αντικρίζει για πρώτη φορά τον Ιησού, ενήλικο πια, και αναφωνεί: «ίδε ο αμνός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».
Με βάση αυτές τις ελλειπτικές αφηγήσεις έχουν σκαρώσει οι άνθρωποι το παραμύθι τους, περίπλοκο, γεμάτο εντάσεις και ανατροπές. Από πολύ μικρή ηλικία, όλοι γνωρίζουμε τις ίδιες εικόνες: τη φάτνη, το άχυρο, τα άλογα, τους μάγους, τους βοσκούς, τα αγγελάκια με το τραγούδι τους, όλα τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τη Γέννηση, όλους τους «δευτεραγωνιστές» της Θείας ιστορίας. Ο ανθρώπινος πολιτισμός μας επινόησε παράλληλες αφηγήσεις με αυτούς τους ήρωες, παιχνίδια που ίσως θα ήταν ασεβές να επινοήσει με τους πρωταγωνιστές. Τι δουλειά έχει άραγε ο αναβάτης με το μανιασμένο άλογο στην «Προσκύνηση των μάγων» του Λεονάρντο ντα Βίντσι ή η φιγούρα που «χορεύει» στην «Προσκύνηση των ποιμένων» του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου; Γιατί φρουρείται από ενόπλους η Γέννηση, κατά τον Πίτερ Μπρύγκελ, και τι να ψιθυρίζει άραγε ένας παρευρισκόμενος στο αφτί του Ιωσήφ; Μήπως ο Τζιορτζόνε βρήκε αφορμή στη Θεία Γέννηση για να ζωγραφίσει ένα θαυμάσιο τοπίο; Και μήπως τον γοήτευσαν πιο πολύ από όλα ο γάιδαρος και το βόδι, ώστε να τα ζωγραφίσει με τόση αγάπη;
H Θεία Γέννηση είναι μια καταπληκτική ιστορία. Ακόμη περισσότερο, είναι μια ιστορία που έχει εμπλουτισθεί από τόσα χρόνια εικονογραφίας και πολιτισμού. Από τα χάρτινα αστέρια της παιδικής ηλικίας ως την αυστηρή γλώσσα τού «ετέχθη υμίν σήμερον σωτήρ, ός εστι Χριστός Κύριος», η Γέννηση του Ιησού Χριστού είναι μια ιστορία που, μολονότι την πιστεύουμε θεόπνευστη, αποκαλύπτει σίγουρα πολλά για τον άνθρωπο και τον πολιτισμό του.



