Γέννημα θρέμμα
της Νέας Υόρκης, κόρη του κινηματογραφικού αστέρα Χένρι Φόντα και της κοσμικής Φράνσις Σέιμουρ Μπρόκοου, η Τζέιν Σέιμουρ Φόντα προοριζόταν από νωρίς για μια ζωή προνομιακή, ασυνήθιστη και λαμπερή. Παρ’ όλο που γύρισε αμέτρητες ταινίες και βραβεύτηκε δύο φορές με Οσκαρ, την πρώτη για τον ρόλο μιας πόρνης στην ταινία «Η εξαφάνιση» (1971) και τη δεύτερη σαν σύζυγος ενός βετεράνου του Βιετνάμ στην ταινία «Ο γυρισμός» (1978), και προτάθηκε άλλες πέντε ως καλύτερη ηθοποιός, η Τζέιν Φόντα θα μείνει για πάντα η διαστημική σούπερ ερωτική Μπαρμπαρέλα των φαντασιώσεών μας. Τη δεκαετία του ’60 (1968) που γυρίστηκε η ταινία με σκηνοθέτη τον μετέπειτα σύζυγό της Ροζέ Βαντίμ, η Φόντα ήταν ήδη μία από τις ωραιότερες γυναίκες ηθοποιούς της εποχής. Η υπερχειλίζουσα σεξουαλικότητά της αναδείχθηκε ακόμη περισσότερο από τα εντυπωσιακά κοστούμια του έργου φέρνοντας ρίγη ανεκπλήρωτου πόθου σε εκατομμύρια αρσενικούς θαυμαστές της. Απρόβλεπτη και πολυπρόσωπη η Τζέιν Φόντα λίγο μετά τις κινηματογραφικές της επιτυχίες θα δεχθεί τα πυρά των φιλοπόλεμων συμπατριωτών της σε μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες περιόδους της ζωής της. Από ερωτικό σύμβολο θα μεταμορφωθεί σε ένθερμη υποστηρίκτρια του κινήματος κατά του πολέμου του Βιετνάμ, ενώ η επίσκεψή της στο Βόρειο Βιετνάμ και στο μάτι του κυκλώνα θα της αφήσει το παρατσούκλι «Χάνοϊ Τζέιν». Η απόφοιτος του αριστοκρατικού Βάσαρ που έπινε τσάι φορώντας λευκά γαντάκια και πέρλες στον λαιμό θα αναμειχθεί ακόμη πιο αποφασιστικά στην πολιτική μετά τον γάμο της με τον ακτιβιστή Τομ Χέιντεν, προκαλώντας επί σειρά ετών κύματα διαμαρτυρίας από τους άλλοτε θαυμαστές της. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 ίδρυσε τη δική της εταιρεία παραγωγής και πρωταγωνίστησε σε «έξυπνους» και δυναμικούς ρόλους σε ταινίες όπως το «Σύνδρομο της Κίνας» και «Στη χρυσή λίμνη» που ήταν η μοναδική ταινία στην οποία συμπρωταγωνίστησε με τον διάσημο πατέρα της. Τη δεκαετία του ’80 η Τζέιν Φόντα άφησε για μία ακόμη φορά το στίγμα της λανσάροντας μια σειρά βιντεοκασέτες αεροβικής γυμναστικής δικής της παραγωγής, που ξεπέρασαν κάθε φαντασία σε πωλήσεις. Σε μια εποχή που άλλες ηθοποιοί της γενιάς της παραπονούνταν για έλλειψη σημαντικών ρόλων εκείνη έπαιρνε βραβείο ΕΜΜΥ για τη δραματική τηλεοπτική σειρά «The dollmaker» (1984) και γύριζε τη μία γνωστή ταινία μετά την άλλη («Η Αγνή του Θεού» – 1985, «Το επόμενο πρωινό» – 1986…). Το 1991 παντρεύτηκε τον βασιλιά των μίντια Τεντ Τέρνερ με τον οποίο χώρισε επισήμως δέκα χρόνια μετά. Απέκτησε μία κόρη με τον πρώτο της σύζυγο, τη Βανέσα Βαντίμ, και έναν γιο και μία ακόμη κόρη από τον δεύτερο. Το 1992 αποσύρθηκε από την καριέρα, όχι όμως και από τα φώτα της δημοσιότητας, τα οποία απαρέγκλιτα την ακολουθούν σε όλα τα στάδια της ζωής της.