Είναι πλέον καθεστώς, κατά τους θερινούς μήνες, σε μέρη όπου παρατηρείται έντονη τουριστική κίνηση να παρουσιάζονται και φαινόμενα αισχροκέρδειας. Και δεν μιλάμε βεβαίως για τα διάφορα καταστήματα παροχής υπηρεσιών, αφού σε αυτά οι υποχρεωτικοί τιμοκατάλογοι και το δελτίο παραπόνων, σύμφωνα με τις απόψεις των αρμοδίων του υπουργείου Ανάπτυξης, έχουν περιορίσει σε σημαντικό βαθμό το πρόβλημα.


Ο λόγος για τα καταστήματα μονοπωλιακής θέσης και διάθεσης, δηλαδή τις καντίνες και τα άλλα, διάφορα σημεία πώλησης, όπως περίπτερα, μέσα μεταφοράς (πλοία κτλ.), που κατά κύριο λόγο διαθέτουν εμφιαλωμένα νερά και αναψυκτικά, πολλές φορές σε τιμές που είναι αρκετά υψηλότερες από τις ενδεικτικές τιμές που είναι υποχρεωμένες οι εταιρείες να αναγράφουν πάνω στις συσκευασίες, σύμφωνα με τις διατάξεις του υπουργείου.


Για τις τιμές των ειδών αυτών, δηλαδή των εμφιαλωμένων νερών και των αναψυκτικών, έχουν γίνει στο παρελθόν και συνεχίζουν να γίνονται καταγγελίες. Π.χ., υπάρχουν καταναλωτές οι οποίοι για ένα μπουκάλι εμφιαλωμένου νερού συσκευασίας μισού λίτρου έχουν πληρώσει 200 δρχ. ή και 250 δρχ. έναντι 100 δρχ. που είναι η επικρατέστερη τιμή πώλησης σε παντοπωλεία, σε γαλακτοπωλεία ή σε περίπτερα. Βεβαίως υπάρχει και η δυνατότητα του καταναλωτή όταν διαπιστώσει ότι το προϊόν που αγοράζει κοστίζει υπερβολικά να μην το αγοράσει αλλά να πάει σε άλλο κατάστημα. Η περίπτωση αυτή όμως είναι σπάνια αφού, όπως παραδέχεται και το υπουργείο Ανάπτυξης, σε πολλά μέρη που υπάρχει έντονη τουριστική κίνηση, όπως αεροδρόμια, λιμάνια, αρχαιολογικοί χώροι, σταθμοί τρένων, ακόμη και σημεία στο δίκτυο των εθνικών οδών, υπάρχουν επιχειρήσεις που συνεννοούνται να πωλούν στην ίδια τιμή αυτά τουλάχιστον τα είδη, διαμορφώνοντας έτσι μονοπωλιακές καταστάσεις, κοινώς «καρτέλ». Τα φαινόμενα αυτά αισχροκέρδειας, όπως είναι φυσικό, γίνονται αντιληπτά και από τους αλλοδαπούς τουρίστες, με αποτέλεσμα η χώρα μας να εκτίθεται διεθνώς.


Για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού το υπουργείο Ανάπτυξης, όπως προαναφέρθηκε, έχει καθιερώσει από διετίας την υποχρέωση αναγραφής ενδεικτικής τιμής στις ατομικές συσκευασίες των εμφιαλωμένων νερών και των αναψυκτικών που διατίθενται από σημεία λιανικής πώλησης. Ετσι όλοι οι καταναλωτές που βρίσκονται σε διακοπές, ή σε παραλίες εντός Αττικής ή ακόμη θα πάνε σύντομα σε κάποιο τουριστικό θέρετρο, θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι επάνω στη συσκευασία των εμφιαλωμένων νερών και των αναψυκτικών θα πρέπει να αναγράφεται ευανάγνωστα η ενδεικτική τιμή. Την τιμή αυτή θα πρέπει και να αναζητούν. Ετσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο θα γνωρίζουν πόσο κοστίζει το εμφιαλωμένο νερό ή το αναψυκτικό και πόσο το πληρώνουν. Η αναγραφή της ενδεικτικής τιμής στα νερά και στα αναψυκτικά είναι υποχρεωτική βάσει της αγορανομικής διάταξης 2/1997. Η ίδια διάταξη καθορίζει ότι, εκτός από τις εταιρείες παραγωγής και διανομής των προϊόντων αυτών, υπεύθυνοι για την αναγραφή της τιμής επάνω στη συσκευασία είναι και οι λιανοπωλητές.


Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται τα εστιατόρια και άλλα καταστήματα μαζικής εστίασης καθώς και τα ξενοδοχεία, δεδομένου ότι σε αυτά υπάρχει η υποχρέωση της ύπαρξης τιμοκαταλόγων.


Το μέτρο αυτό, σύμφωνα με το υπουργείο Ανάπτυξης, αποσκοπεί στην αποτελεσματικότερη προστασία του καταναλωτή αλλά και στον περιορισμό των φαινομένων αισχροκέρδειας. Πάντως και στην περίπτωση αυτή, αν ο καταναλωτής διαπιστώσει μεγάλη διαφορά μεταξύ της αναγραφόμενης ενδεικτικής τιμής και της τιμής που πρέπει να πληρώσει, δεν μπορεί να κάνει τίποτε, δεδομένου ότι μετά την απελευθέρωση της αγοράς δεν υπάρχει πλέον ορισμός της έννοιας υπερβολικού κέρδους, αφού οι τιμές διαμορφώνονται ελεύθερα, σύμφωνα με τον ανταγωνισμό. Διαθέτοντας όμως ένα μέτρο σύγκρισης μπορεί, αν θέλει, να προμηθευθεί το αναψυκτικό ή το εμφιαλωμένο νερό από άλλο κατάστημα, σε χαμηλότερη τιμή.


Αντίθετα όμως, στην περίπτωση που δεν υπάρχει αναγραφόμενη ενδεικτική τιμή στην ατομική συσκευασία του εμφιαλωμένου νερού ή του αναψυκτικού, μπορεί να κάνει σχετική καταγγελία στις αρμόδιες υπηρεσίες των κατά τόπους νομαρχιών.