Ηταν η παρατηρητικότητα ενός κύπριου εστιάτορα ή κάτι πιο συνωμοτικό από τον σκοτεινό κόσμο των μυστικών υπηρεσιών που «έκαψε» τελικά τους δύο ισραηλινούς πράκτορες οι οποίοι συνελήφθησαν σχεδόν επ’ αυτοφώρω από την κυπριακή αστυνομία να κατασκοπεύουν δραστηριότητες της Εθνικής Φρουράς; Και γιατί οι κυπριακές αρχές έσπευσαν να τους συλλάβουν αμέσως μετά τον εντοπισμό τους ­ στο παραλιακό χωριό Ζύγι ­ και δεν τους έθεσαν υπό στενή παρακολούθηση ώστε να διαπιστωθεί με βεβαιότητα το αντικείμενο της αποστολής τους;


Οπως συνήθως συμβαίνει με τον κόσμο των μυστικών υπηρεσιών και των κατασκόπων, οι ερωτήσεις είναι πάντοτε περισσότερες από τις απαντήσεις. Εκείνο που η Λευκωσία θεωρεί βέβαιο, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι ότι πρόκειται για κλασική υπόθεση κατασκοπείας στην οποία κάτι πήγε στραβά. Υψηλά ιστάμενη διπλωματική πηγή είπε στο «Βήμα»: «Ο εξοπλισμός που βρέθηκε στην κατοχή τους είναι τόσο σύγχρονος που διατίθεται μόνο σε μερικές χώρες. Δεν υπάρχει αμφιβολία για το τι ήρθαν να κάνουν εδώ».


Οι δύο Ισραηλινοί έφτασαν στην Κύπρο το πρωί της Παρασκευής (6 Νοεμβρίου) με την πτήση 429 των Κυπριακών Αερογραμμών από το Τελ Αβίβ. Νωρίς το βράδυ της επομένης η αστυνομία έθεσε υπό παρακολούθηση έναν άγνωστο άνδρα, ο οποίος κατευθυνόταν σε τηλεφωνικό θάλαμο που βρισκόταν πλησίον στρατοπέδου της Εθνικής Φρουράς, στη στρατιωτικά ευαίσθητη περιοχή Ζυγίου, μεταξύ Λευκωσίας και Λεμεσού. Ο διοπτροφόρος άνδρας με το ξυρισμένο κεφάλι έκανε ένα τηλεφώνημα και εγκατέλειψε τον θάλαμο. Στο σημείο αυτό σύμφωνα με Κύπριο, πρώην στέλεχος της ΚΥΠ, η αστυνομία διέπραξε το πρώτο λάθος: ένας αστυνομικός επιχείρησε να επαναφέρει τον αριθμό του τηλεφώνου με το οποίο επικοινώνησε ο άγνωστος, όχι μόνο χωρίς αποτέλεσμα, αλλά σβήνοντας από τη μνήμη τον αριθμό, τον οποίο κάποιος ειδικός ενδεχομένως να μπορούσε να εντοπίσει αργότερα.


Ο άγνωστος άνδρας μετέβη από τον θάλαμο σε τουριστικό διαμέρισμα στην περιοχή και γύρω στις 8.30 το βράδυ μαζί με έναν ακόμη, πιο ηλικιωμένο, συνοδό βγήκαν έξω για να παρακολουθήσουν αυτοκινητοπομπή της Εθνικής Φρουράς που διερχόταν εκείνη τη στιγμή από την περιοχή. Και εδώ μπαίνει στην εικόνα ο εστιάτορας Πανίκος Χριστοδούλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι είδε τους δύο άντρες δύο φορές στο παρελθόν στην περιοχή, κάτι υποψιάστηκε και ειδοποίησε την αστυνομία. «Η διαίσθησή μου ποτέ δεν με έχει προδώσει, ήξερα ότι όταν θα ερχόταν η αστυνομία δεν θα έφευγε με άδεια χέρια. Ολοι στο χωριό τούς υποψιαζόμασταν» δήλωσε αργότερα ο Χριστοδούλου. Ωστόσο αστυνομική πηγή ισχυρίστηκε ότι οι αρχές ασφαλείας είχαν ενημερωθεί νωρίτερα, σε ανώτατο μάλιστα επίπεδο. Αν πράγματι συμβαίνει το δεύτερο, εκτιμούν κυβερνητικοί κύκλοι, τότε η αποστολή των δύο Ισραηλινών είχε υπονομευθεί, ενδεχομένως λόγω των εσωτερικών ερίδων που μαστίζουν τον τελευταίο καιρό τη Μοσάντ, σύμφωνα με τον ισραηλινό Τύπο. Εχοντας εντοπίσει τον χώρο διαμονής των δύο, οι αστυνομικοί έσπευσαν να εξασφαλίσουν δικαστικό ένταλμα για να ερευνήσουν το διαμέρισμά τους και λίγο μετά τα μεσάνυχτα κτύπησαν την πόρτα. Τους άνοιξε ο πιο νεαρός, με το ξυρισμένο κεφάλι. Ο σύντροφός του έτρεξε να σβήσει τον ανιχνευτή συχνοτήτων που βρισκόταν στο δωμάτιό του και ήταν συνδεδεμένος με μαγνητόφωνο καταγράφοντας συνομιλίες στα ελληνικά· γλώσσα την οποία γνωρίζει αρκετά καλά, σύμφωνα με αστυνομικές πηγές. Δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσο επιχείρησε να διαγράψει τις μαγνητοφωνημένες συνομιλίες.


Δεν επρόκειτο απλώς για συνομιλίες μεταξύ περιπολικών της αστυνομίας, όπως αφέθηκε να διαρρεύσει αρχικά, αλλά και για την επικοινωνία μεταξύ ενός μεταγωγικού πλοίου που θα εκφόρτωνε οπλισμό στο παραπλήσιο λιμάνι του Βασιλικού και αυτών που ανέμεναν το φορτίο στη στεριά, σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του «Βήματος». Αυτός ήταν και ο λόγος της στρατιωτικής αυτοκινητοπομπής, το βράδυ του Σαββάτου. Ο αρχηγός της Εθνικής Φρουράς (ΕΦ) στρατηγός Δημήτριος Δήμου αποκάλυψε λίγες ώρες μετά το περιστατικό ότι τις μέρες που προηγήθηκαν της σύλληψης των δύο η ΕΦ είχε σοβαρή δραστηριότητα στην περιοχή.


Πέραν των δύο υπερσύγχρονων ανιχνευτών συχνοτήτων (scanners), η αστυνομία βρήκε στο διαμέρισμα ένα φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή, σκληρούς δίσκους και δισκέτες καθώς και φορητά τηλέφωνα GSM. Δεν είναι γνωστό κατά πόσον η αστυνομία έχει καταφέρει να «μπει» μέσα στη μνήμη του υπολογιστή, αλλά στον ελληνοκυπριακό Τύπο διέρρευσε η πληροφορία ότι «τα φορητά τους τηλέφωνα έχουν κωδικούς που δεν «σπάζουν»». Βρέθηκαν επίσης τουριστικοί χάρτες με σημειωμένες διάφορες τοποθεσίες, οι οποίες συμπίπτουν με ευαίσθητες στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε πολλά σημεία του νησιού.


Ωστόσο δεν είναι μόνο ο υπερσύγχρονος εξοπλισμός που έχει πείσει τις κυπριακές αρχές ότι πρόκειται για κλασική υπόθεση κατασκοπείας, αλλά και η συμπεριφορά των δύο. Τόσο ο 37χρονος Ούντι Αργκόβ όσο και ο 49χρονος Ιγκολ Νταμάρ επέδειξαν την αναμενόμενη συμπεριφορά μετά τη σύλληψή τους. Αρνήθηκαν ότι οι χάρτες και ο εξοπλισμός τούς ανήκουν και ως σήμερα δεν έχουν αποκαλύψει κάτι ουσιαστικό στις ανακριτικές αρχές. Κατά την προσαγωγή τους στο δικαστήριο εμφανίστηκαν ψύχραιμοι αλλά αμίλητοι και μόνο με μία στροφή του κεφαλιού τους προσπάθησαν να αποφύγουν τα τηλεοπτικά συνεργεία και φωτογράφους που τους ανέμεναν εναγωνίως. Στους δύο χωριστούς αστυνομικούς σταθμούς όπου κρατούνται εμφανίζονται ευγενικοί, αλλά απόλυτα τυπικοί με τους φύλακές τους. Ισραηλινοί δημοσιογράφοι, που έσπευσαν κατά δεκάδες στην Κύπρο μετά τη σύλληψη, υποστηρίζουν ότι οι Αργκόβ και Νταμάρ είναι jumbers, φρασεολογία που χρησιμοποιεί η Μοσάντ για πράκτορές της που έχουν έδρα το Ισραήλ και μεταβαίνουν για σύντομο χρονικό διάστημα σε άλλες χώρες με αποστολή την άμεση συλλογή πληροφοριών για άτομα ή στρατιωτικές δραστηριότητες. Τους δύο Ισραηλινούς επισκέφθηκαν αμέσως μετά τη σύλληψή τους αξιωματούχοι της ισραηλινής πρεσβείας στη Λευκωσία. Το 1992 είχαν συλληφθεί στη Λευκωσία τέσσερις Ισραηλινοί, δύο άνδρες και δύο γυναίκες, οι οποίοι προσπαθούσαν να εγκαταστήσουν μηχανισμό υποκλοπής τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στην πολυκατοικία που στέγαζε την ιρανική πρεσβεία στην Κύπρο. Στη διάρκεια της σύντομης δίκης οι τέσσερις διέμεναν μέσα στην ισραηλινή πρεσβεία.


Οι Αργκόβ και Νταμάρ φέρονται ως τακτικοί επισκέπτες στην Κύπρο. Διέμεναν στο ίδιο διαμέρισμα στη διάρκεια της μεγαλύτερης άσκησης της ΕΦ, «Νικηφόρος», μεταξύ 15 και 22 Οκτωβρίου, στην οποία συμμετέχει και η ελληνική πολεμική αεροπορία και το ναυτικό. Ενα μεγάλο μέρος του «Νικηφόρου» εκτυλίσσεται στην ευρύτερη περιοχή Ζυγίου, η οποία στο παρελθόν έχει αναφερθεί και ως πιθανή τοποθεσία για τη δημιουργία ναυτικής βάσης.


Το γεγονός ότι οι δύο jumbers δεν έχουν δώσει οποιαδήποτε στοιχεία στις ανακριτικές αρχές έχει προκαλέσει σύγχυση όσον αφορά το πραγματικό αντικείμενο της αποστολής τους. Η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι είχαν πληροφορίες για την εκφόρτωση οπλισμού στο λιμάνι του Βασιλικού και ήθελαν να διαπιστώσουν κατά πόσο επρόκειτο για τμήματα των ρωσικών πυραύλων S-300. Το Ισραήλ έχει εμμέσως εναντιωθεί στην πιθανή εγκατάσταση των πυραύλων στην Κύπρο, κυρίως, σύμφωνα με στρατιωτικούς κύκλους, διότι το ραντάρ του συστήματος θα είναι σε θέση να παρακολουθεί τον ισραηλινό εναέριο χώρο. Ο υπουργός Αμυνας Γιαννάκης Ομήρου εξέφρασε την ανησυχία του για το περιστατικό σύλληψης των Αργκόβ και Νταμάρ, συνδέοντας την όλη υπόθεση με την τουρκοϊσραηλινή συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας, η οποία, όπως είπε, περιλαμβάνει και την ανταλλαγή πληροφοριών.


Μία άλλη εκδοχή που έχει διαρρεύσει, αλλά στηρίζεται ως επί το πλείστον σε εικασίες παρά σε πληροφορίες, είναι ότι το ενδιαφέρον των Ισραηλινών εστιαζόταν στα αμερικανικής κατασκευής όπλα που διαθέτει η Εθνική Φρουρά, ενώ στον κυπριακό Τύπο δημοσιεύθηκε και η εκτίμηση ότι οι δύο πράκτορες αναζητούσαν τις τοποθεσίες όπου αποθηκεύονται οι γαλλικοί πύραυλοι «Εξοσέτ».


«Αν η κυπριακή αστυνομία παρακολουθούσε τους δύο Ισραηλινούς ακόμη λίγες ώρες προτού τους συλλάβει ενδεχομένως να ξέραμε τι ακριβώς έψαχναν» σημείωσε σε επικριτικό τόνο κυβερνητικός αξιωματούχος. Αύριο οι Αργκόβ και Νταμάρ θα παρουσιαστούν εκ νέου στο δικαστήριο και αναμένεται με ενδιαφέρον να διαφανεί κατά πόσο η αστυνομία θα ζητήσει ανανέωση του διατάγματος κράτησής τους για διεξαγωγή περαιτέρω ερευνών ή θα είναι έτοιμη να απαγγείλει το κατηγορητήριο. Πριν από 20 χρόνια


Πριν από 20 χρόνια, τον Ιανουάριο του 1978, οι ισραηλινές αρχές συνελάμβαναν στο Τελ Αβίβ έναν κύπριο δημοσιογράφο ως ύποπτο για κατασκοπεία. Ο Παναγιώτης Πασχάλης, απεσταλμένος της εφημερίδας «Χαραυγή» και ανταποκριτής του κρατικού πρακτορείου ειδήσεων και της τηλεόρασης της τότε Ανατολικής Γερμανίας, είχε βγάλει ένα μεγάλο αριθμό φωτογραφιών κατά την παραμονή του στη γειτονική χώρα· και αυτό ήταν το μόνο τεκμήριο που παρουσιάστηκε εναντίον του στο δικαστήριο.


Παρά τις διεθνείς αντιδράσεις και τις παρεμβάσεις ξένων κυβερνήσεων, το ισραηλινό δικαστήριο καταδίκασε τον κ. Πασχάλη σε φυλάκιση πέντε χρόνων. Τελικά εξέτισε τη μισή ποινή, δυόμισι χρόνια, και του δόθηκε χάρη για καλή διαγωγή. Σε κρίσιμο σημείο οι σχέσεις Λευκωσίας και Τελ Αβίβ


Η περιορισμένη επιτυχία του ισραηλινού προέδρου Εζερ Βάισμαν να πείσει, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του, τη Λευκωσία ότι η στρατιωτική συμφωνία της χώρας του με την Τουρκία δεν στρέφεται καθ’ οιονδήποτε τρόπο κατά της Κύπρου εξανεμίστηκε σε μερικά μόνο εικοσιτετράωρα. Η σύλληψη των δύο Ισραηλινών έγινε μόλις τρεις μέρες μετά την ολοκλήρωση της πρώτης επίσημης επίσκεψης που πραγματοποίησε ισραηλινός πρόεδρος στο νησί. Οι ανησυχίες που υπήρχαν στην Κύπρο για τις επιπτώσεις της τουρκοϊσραηλινής συμφωνίας μετατράπηκαν, κυριολεκτικά εν μια νυκτί, σε σοβαρότατες υποψίες. Σύμφωνα με τον ισραηλινό Τύπο, ο κ. Βάισμαν ­ που συνδέεται φιλικά με τον κύπριο ομόλογό του Γλαύκο Κληρίδη, αφού και οι δύο είναι βετεράνοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με υπηρεσία στη Βρετανική Βασιλική Αεροπορία (RAF) ­ συγκλονίστηκε μόλις πληροφορήθηκε τη σύλληψη των δύο πρακτόρων.


Πρωί πρωί της Δευτέρας έστειλε στη Λευκωσία τον γενικό διευθυντή του γραφείου του Αριέλ Σούμερ, ο οποίος διαβίβασε στον κ. Κληρίδη προσωπικό μήνυμα, σε απολογητικό τόνο, στο οποίο σύμφωνα με πληροφορίες του «Βήματος» δεν αρνείται ότι οι δύο είναι πράκτορες της Μοσάντ, αλλά προτρέπει όπως οι τόνοι κρατηθούν σε χαμηλά επίπεδα ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Η κυπριακή κυβέρνηση είχε ήδη στείλει το μήνυμα ότι ήταν πρόθυμη να χειριστεί το θέμα διά της σιωπηράς, διπλωματικής οδού. Ωρες μόνο μετά τη σύλληψη των Αργκόβ και Νταμάρ, το υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης εξέδιδε μια παράξενη ανακοίνωση, με οδηγίες του υπουργού Νίκου Κάσιη: το υπουργείο διευκρίνιζε ότι από τις ανακρίσεις δεν είχε προκύψει «οτιδήποτε που να συνδέει τις υπό εξέταση ενέργειές τους (των δύο συλληφθέντων) με την κυβέρνηση του Ισραήλ».


Στο Τελ Αβίβ όμως το θέμα είχε αρχίσει να παίρνει διαστάσεις και να εξελίσσεται σε κόντρα μεταξύ του δεξιού πρωθυπουργού Βενιαμίν Νετανιάχου και του Εργατικού προέδρου Βάισμαν, ο οποίος είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων με το μήνυμα, διά απεσταλμένου, στον Γλαύκο Κληρίδη. Ο Νετανιάχου υιοθέτησε τη σκληρή γραμμή, δηλώνοντας ότι η υπόθεση θα διαλευκανθεί «και φυσικά θα τους φέρουμε (τους δύο) πίσω στην πατρίδα». Η δήλωση αυτή εκνεύρισε τη Λευκωσία· ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Κάσιης απάντησε ότι εκείνοι παίζουν το βιολί τους και εμείς το δικό μας. Η παρέμβαση Νετανιάχου άλλαξε άρδην την αρχική συγκαταβατική προσέγγιση της κυπριακής κυβέρνησης.


Την περασμένη Τετάρτη ο γενικός διευθυντής του ΥΠΕΞ Αλέκος Σιάμπος προέβη σε ένα αυστηρότατο διάβημα προς τον ισραηλινό πρέσβη Σέμι Τσουρ, ενώ δημοσίως πλέον η Λευκωσία είναι κατηγορηματική: η υπόθεση έχει πάρει τον δρόμο της προς τα δικαστήρια και δεν θα υπάρξει ούτε θα επιτραπεί παρέμβαση για απόλυση των δύο. Οι διμερείς σχέσεις με το Ισραήλ βρίσκονταν σε ένα ευαίσθητο σημείο πριν από το περιστατικό λόγω της στρατιωτικής συνεργασίας με την Τουρκία και αυτή τη στιγμή κινδυνεύουν να μπουν στο ψυγείο για αρκετό καιρό.


Πολλοί κύκλοι από το Τελ Αβίβ μάς έχουν εκφράσει τις τελευταίες μέρες την επιθυμία να μη διαταραχθούν οι διμερείς σχέσεις, είπε κυβερνητικός αξιωματούχος. «Μας λένε ότι το περιστατικό δεν αφορούσε την Κύπρο, αλλά έχει να κάνει με τα εσωτερικά της Μοσάντ» πρόσθεσε. Λίγη ώρα έπειτα από αυτή τη συνομιλία του «Βήματος» με τον κυβερνητικό αξιωματούχο, ο υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Κασουλίδης διαμηνούσε ότι, σε περίπτωση που διαπιστωθεί πως οι δύο συλληφθέντες διενεργούσαν κατασκοπεία, θα επηρεαστούν οι σχέσεις των δύο χωρών, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι επρόκειτο για μεμονωμένο περιστατικό.


Ο κ. Α. Χατζηκυριάκος είναι δημοσιογράφος στην Κύπρο.