«Στο πρόσωπό μου έχουν αυθαδιάσει πολλοί»
«Δεν είμαι επαγγελματίας στιχουργός» δηλώνει. Και όμως από το ’81 ως σήμερα, με το «Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ», το «Δι’ ευχών», το «Βενζινάδικο» και με 300 ακόμη τραγούδια, έχει επιβάλει δυναμικά τη δική της διαφορετική γραφή. Τώρα και πάλι στην επικαιρότητα ως στιχουργός της νέας δισκογραφικής δουλειάς της τραγουδίστριας Αλκηστις Πρωτοψάλτη και του συνθέτη Νίκου Αντύπα
Θέλει να κάνει πολλά ταξίδια. Της αρέσει να βολτάρει στους δρόμους και να παρατηρεί τους ανθρώπους. Κάθε φορά όλα τής φαίνονται καινούργια. Δεν χορταίνει τις βόλτες, αλλ’ ούτε τους ανθρώπους. Η Λίνα Νικολακοπούλου παρατηρεί οτιδήποτε συμβαίνει γύρω της και μέσα της. Μετά, βάζει τα λόγια. Τα λόγια των τραγουδιών. Και τα τραγούδια παίρνουν τον δρόμο τους. Τον δρόμο των μεγάλων ακροατηρίων. Τον δρόμο των ερτζιανών. Μια γυναίκα – παιδί. Που έχει ξεκαθαρίσει το γιατί κάνει τι. Που σέβεται τις επιθυμίες της. Που τις αρέσει το ότι μεγαλώνει και κάνει ρυτίδες. Χαίρεται γιατί η καρδιά της και το μυαλό της εκπέμπουν πράγματα γλυκά. Ξέρει ότι είναι μια γοητευτική γυναίκα, ότι την εκτιμούν οι άνδρες και ότι ώρες ώρες αφήνεται να είναι ένα κορίτσι μικρό, αφήνεται στην ανάμνηση της μικρής Λίνας που την πρόσεχαν όλοι στο σπίτι και δεν της χάλαγαν χατίρι. Τώρα που μεγάλωσε και καπνίζει πολύ, και πίνει πολλούς εσπρέσο, και δεν προσέχει τι τρώει έμαθε να μη λιγοψυχά και να ακολουθεί αυτό που θα την πάει μακριά. Της είναι εύκολο να αρνείται. Επειδή δεν θέλει να μπει στον κόπο ή επειδή δεν την αφορά. Κάτι που είναι μακριά από τα όνειρά της το αρνείται αμέσως.
Ποια είναι τα όνειρά σου, Λίνα;
«Από ‘δώ και πέρα θέλω να συγκεντρώνω καλύτερα τα ερεθίσματά μου, τις ιδέες μου, να έχω περισσότερο προσωπικό χρόνο. Θα ‘θελα να υπήρχαν και οι προδιαγραφές χώρων ή ανθρώπων γύρω απ’ αυτή τη δουλειά, γιατί έχω πια κουραστεί να κάνω δουλειές που δεν είναι δικές μας οργανωτικές, συντονιστικές. Θα ήθελα να υπήρχε μια ομάδα ανθρώπων με τους οποίους σταθερά από ‘δώ και πέρα να συμπράττω, ανθρώπων που να μπορούν να αναλάβουν θέματα παραγωγής, τα οποία είναι αρκετά χύμα».
Σε απασχολεί εξίσου η παρουσίαση των τραγουδιών σου όσο και η δημιουργία τους;
«Ναι. Νιώθω ότι τα τελευταία χρόνια δεν υπηρετώ μια δισκογραφία με μεμονωμένα τραγούδια. Αισθάνομαι δηλαδή ότι με ενδιαφέρει να υπάρχει κάποια οριοθετημένη ιδέα. Κάτι προσπαθώ να πω κάθε φορά».
Εχεις την αίσθηση ότι έτσι προστατεύεις κιόλας τα τραγούδια σου;
«Οχι. Αφού βγουν οι δίσκοι μου, τα τραγούδια όπου και αν λέγονται μετά έχουν τη δύναμή τους. Δεν με προσβάλλει το να ακουστεί ένα τραγούδι σε έναν χώρο που δεν μου αρέσει. Το τραγούδι οφείλει να έχει αυτή την αυτοδυναμία: οπουδήποτε και αν ακουστεί, να σημαίνει κάτι. Ασφαλώς είναι και θέμα ικανότητας του τραγουδιστή ή πόσο ο χώρος σηκώνει ένα τέτοιο τραγούδι. Με το να φροντίζω για την καλή του παρουσίαση δεν νομίζω ότι το προστατεύω, μάλλον το επεξηγώ».
Τα τραγούδια σου είναι αποτέλεσμα εμπειριών;
«Κατ’ αρχήν είμαι ευτυχής που έχω εμπειρίες. Και όταν λέω “εμπειρίες” εννοώ ότι μου αρέσει να μιλώ για κάτι που έχω επισκεφθεί δεν το έχω απλώς σκεφθεί· το επισκέπτομαι. Υπάρχουν και πράγματα στα οποία όντως δεν μπορώ να ανέβω. Δεν μπορώ να βρεθώ αλλά, σαν τον αρχιτέκτονα, τα σχεδιάζω. Τα σχεδιάζω με κάποιους νόμους μαθηματικούς, βαρύτητας. Να δω αν αντέχουν. Εκτός αν έρθει κάτι τόσο ξαφνικό, αυτό που είναι η έμπνευση και εγώ εκείνη την ώρα δεν γνωρίζω τι ακριβώς λέω, όμως αυτό που λέω το ένιωσα».
Από τη στιγμή λοιπόν που αποτυπώνεις μια εμπειρία, αποτυπώνεις και μια εποχή. Σήμερα, στην αγκαλιά ποιων τραγουδιών, ποιας εποχής θα επέστρεφες;
«Αναγνωρίζω τον εαυτό μου στα περισσότερα τραγούδια μου. Τα πρώτα τα αναγνωρίζω ακόμη σαν τη γειτονιά μου. Είναι η γλυκιά σχέση που μπορεί να έχουν με τον χώρο όπου πήγαινα διακοπές ή το σχολείο μου. Σε όλα μου τα τραγούδια υπάρχουν σημεία αναφοράς. Σε ελάχιστα νιώθω μιαν αγωνία, είτε εθνική ή του να πω κάτι επειδή θα το τραγουδούσε ένας άνθρωπος που ίσως θα εκφραζόταν μέσα από τις δικές μου σκέψεις. Το 80% των τραγουδιών μου είναι αισθήματά μου τα οποία μπορώ να επισκεφθώ είτε αφορούν την παλιά Λίνα είτε την τωρινή, μπορεί και κάποια που εγώ δεν την ξέρω αλλά εκεί μέσα έχει αποτυπωθεί».
Οι αποσκευές σου περιέχουν περισσότερο πρόσωπα ή λόγια;
«Οι αποσκευές μου περιέχουν “θέλω”, επιθυμίες. Και μια συνεχή βεβαιότητα που έχω ότι οι ανθρώπινες σχέσεις μπορούν να είναι υπέροχες. Να έχεις δηλαδή το κουράγιο να ψάξεις τον εαυτό σου, να τον αποδεχθείς, και μετά να είσαι ανοιχτός να πεις αυτά που κατάλαβες για σένα και να ακούσεις τον άλλον, να διαβάσεις και του άλλου την προσπάθεια, τον αγώνα. Θέλω να πω ότι υπάρχει ένα αρχέτυπο για το πώς θέλω να περάσω τη ζωή μου. Πώς θέλω δηλαδή να είναι, τι να με περιβάλλει. Γιατί έχω καταλήξει ότι ουσιαστικά το περιβάλλον μου είναι οι άνθρωποι. Δεν έχω αγωνία για τον ήλιο, για τη θάλασσα ή για το ποτάμι. Αυτά πιστεύω ότι μπορώ να τα βρω. Να πάρω το αυτοκίνητό μου και να βάλω τον εαυτό μου σ’ αυτή τη φυσικότητα. Η μεγαλύτερή μου έγνοια, όπως είναι η φύση για τους οικολόγους, είναι οι άνθρωποι. Εκεί θέλω να υπάρχει αρμονία και ανταλλαγή, επικοινωνία».
Το άλλο περιβάλλον, το στιχουργικό, γύρω σου πώς το αναγνωρίζεις; Τι βλέπεις στο τραγούδι;
«Κατ’ αρχήν ακούω πολλά τραγούδια. Τα ακούω τυχαία στο ταξί, στα μπαράκια, οπουδήποτε. Υπάρχουν σήμερα καλλιτέχνες, τραγουδοποιοί, οι περισσότεροι των οποίων αποτυπώνουν προσωπικά αισθήματα. Είναι έντιμοι με αυτό που κάνουν. Εντιμοι με την έννοια του τι πιστεύουν ότι είναι τραγούδι. Εγώ ένα ερωτηματικό θα βάλω: για να γράφεις συχνά και να έχεις κάτι να πεις, πρέπει να δίνεις πολύ χρόνο από τη ζωή σου. Και δεν πιστεύω ότι όλοι το κάνουν. Μπαίνουν και βγαίνουν στο τραγούδι. Αυτό είναι πολύ φυσικό για κάποιους ανθρώπους που δεν έχουν το τραγούδι για κεντρική τους έκφραση. Το καταλαβαίνω, αλλά έχω τη γνώμη ότι τα καλά πράγματα που συμβαίνουν είναι από ανθρώπους που δεν γράφουν συχνά. Που μπορεί κάθε τρία χρόνια να τάξουν κάτι για τραγούδι. Είναι πολύ δύσκολο να έχεις μια συνεχή παρουσία και έναν συνεχή λόγο».
Μα εσύ έχεις συνεχή παρουσία. Δισκογραφείς συνεχώς.
«Πράγματι. Προσωπικά έχω την επιθυμία να συναντιέμαι με ανθρώπους οι οποίοι θα φέρουν μιαν άλλη μουσική γλώσσα. Κάποιες φορές λοιπόν έπρεπε να υπηρετήσω μουσικές και όχι να γράψω πρώτα τον λόγο. Είναι οκτώ χρόνια τώρα που τρέχω πίσω από τις μουσικές. Ηταν απαραίτητο να εξερευνήσω αυτές τις περιοχές σαν να ανακαλύπτω μιαν άλλη ήπειρο. Πρώτα έπρεπε να μελετήσω τη γεωφυσική αυτού του μουσικού χάρτη και μετά, εκεί πάνω, να βρω μια καινούργια γλώσσα, να την αποτυπώσω για να είναι αρμονική. Τώρα αισθάνομαι ότι αυτά τα εγκαινίασα, τα έδωσα στη διάθεση του κόσμου και μπορώ πραγματικά να αφοσιωθώ στη διπλή μου αγάπη, που είναι να γράφω και εκ των υστέρων κάθε μουσική που μου αρέσει να την στολίζω με τον λόγο, να της αποτυπώνω νοήματα».
Αυτό που περιγράφεις είναι ερευνητική δουλειά.
«Ναι, ήμουν ανήσυχη, ήθελα να ψάξω να βρω τι άλλο μπορεί να έρθει σ’ αυτή τη χώρα, αυτή τη στιγμή, για να ανανεώσει όλων το μέτρο για το τι σημαίνει τραγούδι. Και πιστεύω ότι εδώ υπάρχει και ένα άλλο συμπέρασμα, ότι αυτά που αποτυπώθηκαν στη δισκογραφία από τη μεριά μου έγιναν μαζικά σήματα. Θέλω να πω ότι πάρα πολύς κόσμος ακούμπησε το αίσθημά του πάνω σ’ αυτά τα τραγούδια. Δεν ήταν απλώς μια πειραματική εργασία για μικρό κύκλο, ήταν ένα μεγάλο ταξίδι».
Ολη αυτή η σκέψη δείχνει έναν άνθρωπο πολύ οργανωμένο, έναν επαγγελματία στιχουργό.
«Οχι. Πιστεύω ότι είμαι καλλιτέχνις. Επειδή έχω αυτή την ορμή μέσα μου, επειδή αντέχω να μου αρέσει όλη αυτή η πορεία, είναι σαφές ότι δεν είμαι επαγγελματίας στιχουργός. Είμαι ένα δρων πρόσωπο, το οποίο μέσα από το πιο δυνατό του μέσο, που είναι ο λόγος, εκφράζει τα ίχνη του σ’ αυτό το ταξίδι. Θα έλεγα ότι είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος ταξιδεύει και από κάθε τι που επισκέπτεται παίρνει και αφήνει εντυπώσεις».
Από το ’86 και μετά οι δουλειές σου πουλάνε πάρα πολύ. Είσαι ένα από τα πιο εμπορικά πρόσωπα στο τραγούδι. Να υποθέσουμε ότι έχεις βγάλει και πάρα πολλά χρήματα;
«Εχω τη χαρά να ονομάσω δίσκους που ήταν για μένα πολύ αγαπημένες στιγμές, σημαντικές προσπάθειες, οι οποίες πούλησαν ανάλογα με το κοινό που βρήκαν να ανταποκρίνεται. Το “Κανονικά”, από τους πρώτους δίσκους που καμάρωνα ως “παράξενους”, είχε μια πορεία πάρα πολύ συγκεκριμένη. Το “Μαμά γερνάω”, που για μένα είναι ορόσημο, δεν κατάφερε τη χρονιά της έκδοσης του να πάει 30.000 δίσκους. Παρ’ όλο που με τον Κραουνάκη και με το “Κυκλοφορώ” περάσαμε τις 80.000 μέσα στον ίδιο χρόνο. Εκ των υστέρων κάναμε το “Δεν έχω ιδέα”, έναν δίσκο που πάλι άρεσε σε λίγους ανθρώπους. Το “Παραδέχτηκα”, το “Μένω εκτός” και το “Δι’ ευχών” ήταν το τρίποντο. Ηταν δύο δίσκοι το ’91, και το ’93 ο επόμενος. Εκεί πραγματικά έγινε μια πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία».
Από αυτούς τους τρεις δίσκους δηλαδή ήρθαν τα λεφτά;
«Θα γυρίσω στα λεφτά, γιατί ουσιαστικά μου δίνεται τώρα η ευκαιρία να πω πόσα λεφτά έχω χάσει, όχι πόσα έχω βγάλει. Εχω τις αρμονικές να είμαι ένας αθλητής. Αν έχω κάνει καλή προετοιμασία και κάνω ρεκόρ, χαιρόμαστε όλοι. Αν δεν είμαι σε καλή κατάσταση, έχω την ψυχική δύναμη να χαίρομαι που αγωνίζομαι χωρίς να παίρνω το βραβείο, που λένε. Μέσα σ’ όλα αυτά τα μεγάλα εμπορικά αποτελέσματα, τα οποία ποτέ δεν έγιναν εις βάρος του στόχου μου, ανεβαίνω και κατεβαίνω βουνά χωρίς να σημαίνει αυτό ότι φταίω εγώ ή το κοινό. Πιστεύω ότι αυτές είναι στιγμές αποσυμπίεσης. Αυτά τα πράγματα, εφόσον περιέχουν κάτι καλό, παίρνουν τον χρόνο τους και ανεβαίνουν στο βάθρο τους. Οσο για τα λεφτά, έχω να πω ότι, αν ήμουν στην Αμερική με αυτές τις επιτυχίες, αυτή τη στιγμή θα ζούσαν καλά και τα δισέγγονά μου. Στην Ελλάδα, απλώς ζω καλά».
Από πού χάνεις λεφτά;
«Αρχικά από το ραδιόφωνο. Οι ιδιωτικοί σταθμοί, οι περισσότεροι χωρίς άδειες, παίζουν τα τραγούδια και δεν πληρώνεται κανείς. Εδώ και οκτώ χρόνια εισπράττω μόνο και ισχύει για όλους μας αυτό από τα κρατικά ραδιόφωνα. Ολοι οι άλλοι σταθμοί επανδρώθηκαν, ως μουσικοί σταθμοί, χωρίς να καταβάλουν μία δραχμή. Ενας βέλγος συνάδελφός μου ζει από τα εκτελεστικά των 20 τραγουδιών που έχει γράψει και δεν κάνει τίποτε άλλο. Παίρνει εκτελεστικά από αυτά τα 20 τραγούδια επί δέκα χρόνια και ζει. Εγώ με 300 τραγούδια τι πρέπει να εισπράττω;
Αυτό το κύκλωμα του τραγουδιού τα τελευταία χρόνια πάντως έγινε χρυσοφόρο.
«Η δική μου οικονομική άνοδος μέσα σ’ αυτά τα χρόνια ήταν της χελώνας. Δηλαδή, πρώτα έφερα δισεκατομμύρια στις εταιρείες και μετά διεκδίκησα. Αλλοι διεκδικούσαν με το που πηγαίνανε. Αυτό μου άρεσε, γιατί πιστεύω ένα πράγμα: ένας άνθρωπος που γεμίζει λεφτά κούφια, λεφτά που δεν ήταν του αγώνα του, γίνεται γρήγορα χυδαίος. Ακριβώς επειδή έχεις ανταλλάξει κάτι με κάτι. Εγώ συνοδεύω με αξιοπρέπεια τις απαιτήσεις μου. Αυτά όλα που συμβαίνουν γύρω από το τραγούδι είναι εμπορικές πράξεις και μέσα εκεί είναι κουτό να κάνεις ότι προσφέρεις όταν κανένας άλλος δεν προσφέρει τίποτε. Ποιος δεν πληρώνεται;
Η ομάδα τελικά γιατί διαλύθηκε; η γνωστή ομάδα.
«Η ομάδα δεν διαλύθηκε, γιατί τα μέλη της έχουν αρμούς τέτοιους που μπορούν να συγκεντρώνονται και μετά να αποσύρονται. Η ουσιαστική ομάδα είναι ο Κραουνάκης, εγώ και η Αλκηστις. Αυτό είναι το πρώτο κύτταρο. Σ’ αυτή την ομάδα μπήκαν και της έδωσαν αφενός τον πλατύ χαρακτήρα και αφετέρου το άρτιο αποτέλεσμα ο Ανδρέας Βουτσινάς και ο Μανώλης Παντελιδάκης, δύο φίλοι. Για πάρα πολλά χρόνια, πιστεύω ότι, αυτό που εκπέμπαμε ήταν καθοριστικό για την έννοια “ψυχαγωγία σε σχέση με το ελληνικό τραγούδι”. Γίναμε η αφορμή να αλλάξουν πολλά πράγματα στη νύχτα, ενώ ουσιαστικά εμείς δεν παίξαμε με όρους νύχτας ποτέ. Αρχισαν τότε να επιμελούνται σκηνογραφικά και σκηνοθετικά τα προγράμματα και τους χώρους. Εχω τη βεβαιότητα ότι εμείς απλώς ησυχάζουμε, δεν διαλυθήκαμε. Αισθανόμαστε πολύ τρυφερά ο ένας για τον άλλον. Εγώ είμαι δίπλα στις απόπειρες του Κραουνάκη στο “Zoom”. Οπως είναι και ο Κραουνάκης δίπλα σ’ εμένα. Εχω πάντα την έγνοια του Παντελιδάκη. Είμαι γεμάτη αγάπη. Εχω τη δική μου νοοτροπία και τη δική μου ιδεολογία για τα πράγματα. Αν αυτό που θέλω δεν ταιριάζει σε κάποιον άλλον, πιστεύω ότι θα είναι μια άσχημη συμβίωση το να μείνει κάποιος κοντά. Ολοι πρέπει να είμαστε ελεύθεροι ώστε αυτό που θέλουμε να το πράττουμε. Αν υπάρχει αφορμή για σύγκλιση εκ νέου, να είμαστε όλοι γεροί και χορτάτοι την ώρα που θα ξανασμίξουμε. Αυτή είναι η αρχή μου και αυτό πιστεύω ότι μας χαρακτηρίζει όλους».
Οι άνθρωποι όμως που είναι μέσα και γύρω από το τραγούδι θεωρούν ότι η ομάδα διαλύθηκε.
«Κανένας δεν ευχόταν αυτή η ομάδα να πάει για χρόνια. Ισα ίσα, ενοχλούσε πάρα πολύ κόσμο. Λοιπόν, δεν διαλύθηκε επειδή τους ενοχλούσε. Ενας άνθρωπος μόνο, δημόσια, ευχόταν να συνεχιστεί, και αυτή είναι η Μαρινέλλα, η οποία μου έχει πει: “Οτιδήποτε και αν γίνει, δεν πρέπει ποτέ να σταματήσετε να πράττετε έτσι”. Και το λέω γιατί όπως θυμάμαι να μου το έχει πει η Μαρινέλλα δεν θυμάμαι να μου το έχει πει και κανένας άλλος».
Τελικά ποιος ήταν ο ισχυρότερος άνθρωπος της ομάδας; Για πολλούς, εσύ ήσουν ο ιθύνων νους.
«Οχι, δεν ήμουν εγώ. Για μένα ο άνθρωπος ο οποίος ήθελε και οργάνωνε, σαν να ήμασταν στους προσκόπους, την έγερση ήταν η Αλκηστις. Η Αλκηστις είχε όλη αυτή την όρεξη. Εγώ απλώς έπρεπε να “μαγειρεύω” για την όρεξη της Αλκηστης. Αν μιλάμε για το ποιος ήταν ο θεωρητικός, ναι, εγώ ήμουν ο θεωρητικός, ο οποίος έλεγε “γιατί το κάνουμε αυτό; ποιος είναι ο στόχος μας;”. Κάποιος όμως φτάνει να πράξει όταν του επιτρέπουν οι άλλοι. Και εμένα με ασφάλιζαν τα παιδιά για να μπορώ να σκέπτομαι. Αν δεν υπάρχει τέτοια σύμπνοια και τέτοια εμπιστοσύνη, δεν γίνονται αυτά τα ταξίδια. Εγώ λοιπόν ξέρω ότι κέρδισα από αυτή τη σχέση, όπως πιστεύω ότι κέρδισαν και οι άλλοι. Εχω κουραστεί να βλέπω τόση ψυχική τσιγκουνιά από τους καλλιτέχνες του χώρου. Δεν έχω ακούσει κανέναν να λέει πού χρωστάει. Μπορεί να μην έχουν προλάβει ακόμη να το συνειδητοποιήσουν, εύχομαι να βρουν λίγο χρόνο κανένα Σαββατοκύριακο και να σκεφτούν ποιες στιγμές στη ζωή τους έγινε αληθινά το θαύμα και η εμπειρία. Αν δεν δίνουμε εμείς αυτό το παράδειγμα, οι καλλιτέχνες, ποιος θα το δώσει; ο πολιτικός; που βρήκε μια γέφυρα της Νέας Δημοκρατίας και την γκρέμισε επειδή έπρεπε, ως ΠαΣοΚ, να κάνει κάτι άλλο;».
Είναι θέμα ασφάλειας το να ομολογήσεις καλό στον άλλον;
«Οι καλλιτέχνες οφείλουν να μην είναι ποτέ ασφαλείς. Αν όμως αυτοί οι καλλιτέχνες πάλευαν για τις ιδέες τους και όχι για τις καριέρες τους, θα είχαν μια τελείως διαφορετική συμπεριφορά. Δεν σημαίνει ότι επειδή είσαι ανασφαλής είσαι και αγνώμων. Αλλο το ένα, άλλο το άλλο. Να σκοτωθούμε για τις ιδέες μας, ναι, αλλά να σωπάσουμε; Είναι μεγάλη η διαφορά».
Αυτό που έχω παρατηρήσει στις συνεντεύξεις σου είναι ότι σπανίως ονομάζεις συναδέλφους σου που εκτιμάς.
«Οχι, έχω μιλήσει. Εχω ονομάσει πάρα πολλές φορές δύο φίλους μου από τον χώρο: τον Αρη Δαβαράκη και τη Μαριανίνα Κριεζή. Μ’ αυτούς τους ανθρώπους έχω φιλία από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου η Μαριάννα με καλωσόρισε και εκ των υστέρων μού έχει εκφράσει πολλές φορές ο Αρης πολύ μεγάλη αγάπη».
Τους εκτιμάς και στιχουργικά;
«Ναι. Εκτιμώ και άλλους. Θέλω να πω το πόσο αγαπώ τον Μάνο Ελευθερίου ως οντότητα μέσα στο τραγούδι. Επίσης μ’ αρέσει πάρα πολύ η γραφή των Κατσιμιχαίων, μ’ αρέσει ο Περίδης. Ξεχνάω πολλούς. Λαϊκά τραγούδια ωραία έγραψε και ο Βασίλης Παπαδόπουλος. Θα δώσω και το εύσημο, στο πόσο παλεύει από το γήπεδό της, και στην Τασούλα Θωμαΐδου, στην Ιφιγένεια Γιαννοπούλου. Θέλω να πω το πόσο γερή στιχουργός είναι η Σώτια Τσώτου. Ισχύει πάντα ο θαυμασμός μου στον Κώστα Βίρβο. Εχω πει εκατό φορές για τον Ακη Πάνου ως στιχουργό. Μοιάζει να μην έχω αναφέρει ποτέ τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Τον αναφέρω λοιπόν λέγοντας πως όταν ένας άνθρωπος για τόσο πολλά χρόνια έχει δώσει τόσο πολλά τραγούδια οφείλει ο καθένας μας να του βγάζει το καπέλο».
Μόνο «ποσοτική» είναι η εκτίμησή σου προς τον Παπαδόπουλο;
«Οχι μόνο για την ποσότητά του. Και για τον “νταλγκά” του για το τραγούδι. Για την αγωγή του λόγου του να το πω έτσι , αποτυπώθηκαν πράγματα τα οποία ήταν το όνειρό του για την Ελλάδα, για τη γειτονιά, για την ανθρώπινη συναλλαγή… Αν μερικές φορές είμαι φειδωλή, είναι γιατί έχω την ευαισθησία να ονομάζω από ποιους επηρεάστηκα. Οταν λέω για τον Καββαδία δεν το κάνω επειδή δεν είναι εν ζωή, απλώς λόγω επιρροής μού είναι οικείο πρόσωπο. Πώς να μη μιλάω για τον Καββαδία αφού με συγκλονίζει;».
Εχεις κατηγορηθεί για ακρότητες λόγου. Σε προβληματίζει αυτό; Ανησυχείς για τα ελληνικά σου;
«Αν είναι ένα παιδί άτακτο, δεν σημαίνει ότι δεν είναι Ελληνας. Ενα άτακτο παιδί κάνει αισθητή την παρουσία του ώσπου να ασφαλιστεί, ώσπου να καταλάβει τι γίνεται. Η ακρότητα είναι σαφές ότι δεν μιλάει για κάτι που είναι μέτριο. Είναι όμως και μια καραμέλα αυτό, μια εύκολη στάση, για μένα. Εχω πάρει αγάπη γιατί έχω δώσει αγάπη. Από εκεί και πέρα, κάποιες φορές έγινα ένα πρόσωπο στο οποίο έχουν αυθαδιάσει οι άνθρωποι. Εχω δει πάρα πολλή αναίδεια στον τρόπο που μπαίνουν στον κόπο να αναλύσουν τα πράγματα. Τόσον καιρό το κοινό πάει μόνο του. Η σχέση μου με το κοινό δεν διαμορφώθηκε μέσα από τις κριτικές. Δεν είναι ότι δεν μπορώ να κάνω απλά τραγούδια. Απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να λογοκριθώ. Αν μου βγαίνουν αυτά, αφού περνάω απ’ αυτή τη ζωή και είμαι αυτό το ον, θα αποτυπώσω αυτά. Δεν είναι καλά; Είναι καλά; Θα φανεί».



