ΡΩΜΗ, ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ.


Πρόκειται για το σημαντικότερο, το πιο τραυματικό φαινόμενο της νεότερης ιταλικής ιστορίας. Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες (Brigate Rosse) σημάδεψαν με την παρουσία τους δύο δεκαετίες και σήμερα, 14 χρόνια μετά την εξάρθρωσή τους, ξαναγεννιούνται από την τέφρα τους, έστω και με δυνατότητες και φιλοδοξίες πολύ πιο περιορισμένες. Ιδεολογία, φανατισμός, δολοφονίες, προσπάθεια απόκτησης λαϊκής βάσης. Ενα τοπίο πολυσύνθετο, όπου για να μπορέσει κανείς να διακρίνει, να ξεχωρίσει τα διάφορα στοιχεία πρέπει να προσπαθήσει να πάρει τα πράγματα από την αρχή.


* Τα πρώτα βήματα


Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του ’60. Η Ιταλία έχει ζήσει τη φοιτητική της εξέγερση (αμέσως μετά τον γαλλικό Μάη) και την επόμενη χρονιά, το 1969, τις σφοδρές συγκρούσεις της αστυνομίας με τους εργάτες των βιομηχανιών του Τορίνο και του Μιλάνου, οι οποίοι ζητούν πιο ευνοϊκούς όρους για την ανανέωση των συμβάσεων εργασίας τους. Το πολιτικό κλίμα είναι φορτισμένο. Από τη μια, υπάρχουν δύο μεγάλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς: η Εργατική Εξουσία (Potere Operaio) και o Συνεχής Αγώνας (Lotta Continua). Θεωρούνται νόμιμες, διαθέτουν δικές τους εφημερίδες, ασκούν κριτική στο ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα «από αριστερά». Εχουν οργανώσει όμως και ομάδες ένοπλης άμυνας, για να ελέγχουν την κατάσταση στις διάφορες διαδηλώσεις που συχνά καταλήγουν σε σφοδρές συγκρούσεις με τους αστυνομικούς και τους καραμπινιέρους. Στα μέλη τους συγκαταλέγονται πολλοί εργάτες αλλά και διανοούμενοι.


Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες κάνουν την εμφάνισή τους στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ή μάλλον, για την ακρίβεια, το φθινόπωρο του 1970. Σε μυστική συνάντηση στο Πεκορίλε, στον ιταλικό Βορρά, αποφασίζεται ότι πρέπει να υιοθετηθούν νέες μορφές πάλης, πιο δυναμικές, που να ανεβάσουν το επίπεδο της αντιπαράθεσης, ιδίως με τους εργοδότες-βιομηχάνους. Στους ιδρυτές των ΕΤ ο Ρενάτο Κούρτσιο και η σύντροφός του Μαργκερίτα Καγκόλ. Και δεν είναι τυχαίο ίσως ότι ο Κούρτσιο προερχόταν από το Πανεπιστήμιο του Τρέντο, όπου είχε μόλις ιδρυθεί η σχολή της Κοινωνιολογίας, στην οποία αναλύονταν οι νέες μορφές περιθωριοποίησης και οι δυνατότητες μιας συνολικής, πιο ανοιχτής ερμηνείας του κοινωνικού γίγνεσθαι.


Σύμφωνα με όσα κατέθεσαν οι δύο πρωταγωνιστές, το όνομα «Ερυθρές Ταξιαρχίες» γεννήθηκε ύστερα από συζήτηση που είχαν στο Μιλάνο με δύο εργάτες, οι οποίοι έδωσαν και την ιδέα, με αναφορά και στην παράδοση της αντίστασης κατά του ναζιφασισμού. Κοντά στον Κούρτσιο και στην Καγκόλ και πολλά άλλα ιστορικά στελέχη, ανάμεσα στα οποία ο εργάτης Μάριο Μορέτι και ο Αλμπέρτο Φραντσεσκίνι με τον Πρόσπερο Γκαλινάρι, οι οποίοι μεγάλωσαν σε παραδοσιακά αριστερές, κομμουνιστικές οικογένειες. Στα πρώτα τους κείμενα-προκηρύξεις κάνουν αναφορά στην «ανάγκη ενός διαρκούς αγώνα για την υπεράσπιση των εργαζομένων και την ένοπλη ταξική πάλη». Δεν εμπιστεύονται το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο και κρίνουν υπερβολικά μετριοπαθές, και φοβούνται ότι οι ακροδεξιές δυνάμεις ετοιμάζουν πραξικόπημα.


Η τελευταία αυτή ανάλυση χαρακτηρίζεται από μια κάποια ευστοχία: το 1964 και το ’70 ήταν όλα έτοιμα για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας από μέρους ακροδεξιών σωτήρων της πατρίδας. Και τις δύο φορές όμως τα ανατρεπτικά σχέδια σταμάτησαν στο παρά πέντε, χωρίς να γίνει ποτέ γνωστό ποιος παρενέβη και τι ακριβώς έγινε. Οσο για το ΚΚΙ, ο άνθρωπος-σύμβολο του κόμματος, ο Ενρίκο Μπερλιγκουέρ, απέδειξε ότι ο ιταλικός ευρωκομμουνισμός στόχευε τελικά, στο τέλος της δεκαετίας του ’70, στη συγκυβέρνηση με τη Χριστιανική Δημοκρατία. Ο κομμουνιστής Γραμματέας μετά την ανατροπή του Αλιέντε στη Χιλή είχε πειστεί ότι οι ΗΠΑ δεν θα ανέχονταν σε καμία περίπτωση την αυτόνομη διακυβέρνηση μιας μεγάλης δυτικής χώρας σαν την Ιταλία από την Αριστερά.


* Η διείσδυση στις βιομηχανίες


Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες και οι ιδρυτές τους βρίσκουν πρόσφορο έδαφος σε πολλές λαϊκές συνοικίες του Μιλάνου και ιδίως σε πολλές βιομηχανίες του ιταλικού, παραγωγικού, Βορρά: τη «Σιτ Ζίμενς», την «Πιρέλι» και τη «Φίατ». Συνοικίες-υπνωτήρια στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής, όπου οι συγκρούσεις αριστερών και ακροδεξιών είναι φαινόμενο κάθε άλλο παρά σπάνιο. Και βιομηχανίες παράλληλα, όπου οι σχέσεις των εργαζομένων με τους εργοδότες είναι συχνά άκρως τεταμένες.


Τα πρώτα τρία χρόνια της δραστηριότητάς τους οι ερυθροταξιαρχίτες αποφασίζουν να «τιμωρήσουν» τους υπεύθυνους για την ασφάλεια των βιομηχανικών εγκαταστάσεων και τους δεξιούς εργάτες οι οποίοι κατέδιδαν τους συναδέλφους τους που οργάνωναν απεργίες και κινητοποιήσεις. Αρχίζουν οι εκρήξεις αυτοκινήτων των «μαρτυριάρηδων». Αλλά όχι μόνο: οργανώνονται και απαγωγές-αστραπή. Οπως εκείνη του πολιτικού μηχανικού Μακιαρίνι στις 3 Μαρτίου του 1972 και του Γραμματέα του ακροδεξιού συνδικάτου «Τσισνάλ» Μπρούνο Λαμπάτε τον Φεβρουάριο του 1973. Μεταφέρονται σε κρησφύγετα, ανακρίνονται, τους ζητείται να αποκαλύψουν τις λεπτομέρειες των σχεδίων συρρίκνωσης του προσωπικού της «Φίατ» και της «Σιτ Ζίμενς» και στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι. Ο Λαμπάτε μάλιστα εγκαταλείπεται δεμένος με χειροπέδες, ξυρισμένος γουλί, μπροστά στις εγκαταστάσεις της «Φίατ», την ώρα εξόδου των εργατών, πολλοί από τους οποίους τον χλευάζουν.


Στη φάση αυτή οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δεν έχουν κάνει το μοιραίο βήμα, δεν έχουν προχωρήσει στην επιλογή της δολοφονικής στρατηγικής, που θα σπείρει τον πανικό στην Ιταλία και θα αποδειχθεί, βεβαίως, αυτοκαταστρεπτική, παρανοϊκή, για την ίδια την οργάνωση. Στα πρώτα τρία χρόνια δραστηριότητάς τους μπορεί κανείς να πει ότι ισχύει ακόμη το ταμπού της δολοφονίας. Η ανθρώπινη ζωή διατηρεί ακόμη την αξία της. Οι τρομοκράτες ξεκαθαρίζουν το ιδεολογικό τους προφίλ: είναι μαρξιστές-λενινιστές, βλέπουν με συμπάθεια την κινεζική κομμουνιστική ερμηνεία και διατηρούν επαφές με τους αντάρτες που πολέμησαν τους φασίστες και τους Γερμανούς. Σαγηνεύονται από τον μύθο των παρτιζάνων-ανταρτών και θα ήθελαν κατά κάποιον τρόπο να παρουσιαστούν ως συνεχιστές τους, ως υπερασπιστές του λαού.


* Η επίθεση στο κράτος


Από το ’74 και πέρα, η ηγετική ομάδα της οργάνωσης (Φραντσεσκίνι, Κούρτσιο, Καγκόλ, Μορέτι κ.ά.) αλλάζει, εν μέρει, πορεία. «Η επανάσταση, η υπερίσχυση της εργατικής τάξης, η αλλαγή ισορροπιών δεν μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τις κινητοποιήσεις μέσα στις βιομηχανίες. Το επίπεδο της αντιπαράθεσης πρέπει να ανέβει, πρέπει να αρχίσει η επίθεση στην καρδιά του κράτους» λέει στους «συντρόφους» του o Ρενάτο Κούρτσιο.


Και η επίθεση αρχίζει από τους δικαστικούς. Συγκεκριμένα από τη Γένοβα και τον δικαστή Σόσι, ο οποίος απάγεται στις 18 Απριλίου του 1974. Οι ΕΤ τον θεωρούν υπεύθυνο για την καταδίκη των μελών της οργάνωσης «22 Οκτώβρη», μιας ομάδας που είχε ξεκινήσει και αυτή από τον ένοπλο αγώνα, πέφτοντας αμέσως όμως στα δίχτυα της αστυνομίας. Ο δικαστής απάγεται έξω από το σπίτι του. Ανακρίνεται επί δύο εβδομάδες, αποκαλύπτει πρόθυμα όσα γνωρίζει για τις διασυνδέσεις δεξιών και ακροδεξιών πολιτικών με τη Δικαιοσύνη και στο τέλος αφήνεται ελεύθερος.


Στο μεταξύ τα περισσότερα μέλη των Ερυθρών Ταξιαρχιών έχουν μπει στην παρανομία: ψευδώνυμα και πλαστές ταυτότητες, για να μπορούν να νοικιάζουν σπίτια, τα οποία χρησιμοποιούνται και ως κρησφύγετα. Υπάρχει και μια δεύτερη κατηγορία: μέλη της οργάνωσης που συνεχίζουν να εργάζονται κανονικά και να χρησιμοποιούν το όνομά τους, καταφέρνοντας έτσι να κρατούν τις διασυνδέσεις, κυρίως με τους εργαζομένους στις μεγάλες βιομηχανίες. Η γραμμή που στόχο έχει το ποιοτικό άλμα δεν εγκαταλείπεται.


Στις 17 Ιουνίου του 1974 στην Πάδοβα οι ερυθροταξιαρχίτες θανατώνουν δύο μέλη του ακροδεξιού κόμματος Κοινωνικό Κίνημα. Η έφοδος στα γραφεία των ακροδεξιών είχε σχεδιαστεί για να κατασχεθούν «καυτά ντοκουμέντα». Καταλήγει όμως σε διπλή ανθρωποκτονία. Το ταμπού της δολοφονίας παύει να έχει την αποτρεπτική του ισχύ. Η ηγετική ομάδα της οργάνωσης δεν είχε δώσει καμία σχετική εντολή, το μοιραίο όμως συνέβη.


Παρά το αρχικό σοκ, δεν γίνεται βήμα όπισθεν. Οι ΕΤ διαθέτουν πλέον βάσεις από τη Νάπολι ίσαμε το Τορίνο, τα μέλη τους ξεπερνούν τα 1.000. Στις 17 Ιουνίου του 1976 δολοφονείται στη Γένοβα ο δικαστικός Φραντσέσκο Κόκο. Είχε μπλοκάρει την αποφυλάκιση πολιτικών κρατουμένων κατά τη διάρκεια της απαγωγής του δικαστή Σόσι.


* 55 δολοφονίες στον… βρόντο «Η εμπειρία ολοκληρώθηκε…»


Την επομένη της δολοφονίας του Αλντο Μόρο αρχίζει η φθίνουσα πορεία των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Πολλά μέλη της οργάνωσης που έχουν συλληφθεί δεν μπορούν να κατανοήσουν σε τι μπορεί να ωφελήσει η εκτέλεση αυτή. Ο αρχηγός, ο Μάριο Μορέτι, δεν είναι σε θέση να επεξεργαστεί κάποια μελλοντική γραμμή που να χαρακτηρίζεται από συνοχή. Η συντριπτική πλειονότητα της κοινής γνώμης βλέπει τώρα τους ερυθροταξιαρχίτες ως εχθρούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, ως αιμοσταγείς δολοφόνους που επιζητούν τη βία ως αυτοσκοπό. Η αστυνομία και οι καραμπινιέροι ενισχύονται με ανθρώπινο δυναμικό και τεχνολογικά μέσα. Παράλληλα αρχίζει να αποδίδει η δικαστική στρατηγική των μετανοημένων: όποιος τρομοκράτης συνεργάζεται με τη Δικαιοσύνη προχωρώντας σε ουσιαστικές αποκαλύψεις ανταμείβεται με μείωση της ποινής του. Οπως στο παιχνίδι του ντόμινο, τα κρησφύγετα πέφτουν το ένα μετά το άλλο. Λίγους μήνες μετά τη δολοφονία Μόρο, ο Ρενάτο Κούρτσιο μαζί με μια ομάδα έγκλειστων, πάντα, ομοϊδεατών του γράφει σε απόρρητο κείμενο το οποίο απευθύνεται στους εν ενεργεία τρομοκράτες: «Η εμπειρία των Ερυθρών Ταξιαρχιών ολοκληρώθηκε. Η ένοπλη επίθεση, στο επίπεδο που έχει φτάσει, δεν μπορεί και δεν πρέπει να συνεχιστεί».


* Ο απολογισμός


Από το 1974 ως το 1988 έχασαν τη ζωή τους 55 άτομα από επιθέσεις των ΕΤ. Πάνω από 7.000 Ιταλοί κατηγορήθηκαν για τρομοκρατική δράση. Την περίοδο της απαγωγής Μόρο έγκυρες εκτιμήσεις υπολογίζουν στους 3.000 τους τρομοκράτες με ενεργό δράση. Ως το τέλος της δεκαετίας του ’80 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες συνέχισαν να δολοφονούν. Χωρίς όμως στρατηγική, διχασμένες σε ομάδες οι οποίες, τις περισσότερες φορές, πατούσαν τη σκανδάλη μόνο και μόνο για να αποδείξουν στον εαυτό τους ότι υφίσταντο ακόμη. Οι περισσότεροι τρομοκράτες αποκήρυξαν τον ένοπλο αγώνα, λόγω του ότι «ξεπεράστηκε από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση» ή επειδή κρίνουν πλέον ότι ήταν στρατηγικό, ηθικό και πολιτικό λάθος. Υπάρχουν βέβαια και οι λεγόμενοι «αμετανόητοι»: 120 τον αριθμό, φυλακισμένοι, οι οποίοι δεν προχώρησαν σε καμία απολύτως αυτοκριτική.


Τα σχόλια που μπορούν να γίνουν είναι πάρα πολλά. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι η Ιταλία μπήκε επί 20 χρόνια στο μάτι του τρομοκρατικού κυκλώνα. Μια χώρα με τεράστιες ανισότητες στο εσωτερικό της, με το μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, που ήταν όμως «ευρωκομμουνιστικό». Και τη Μαφία βεβαίως, την πανταχού παρούσα λερναία ύδρα.


Σήμερα (που οι Ερυθρές Ταξιαρχίες επιχειρούν να ξαναεμφανιστούν στο προσκήνιο) όπως και χθες, η απάντηση είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δυνατότητα του κοινοβουλίου, της κυβέρνησης, του όλου συστήματος που λέγεται πολιτική, με την ευρύτερη σημασία της λέξεως, να καταφέρουν να προσφέρουν πειστικές απαντήσεις. Συμφωνεί και ο Λανφράνκο Πάτσε, ο οποίος προσπαθεί τώρα, μετά την εμπειρία της αυτοεξορίας στο Παρίσι και τη φυλάκιση στην Ιταλία, να ερμηνεύσει την καθημερινή πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα από τη στήλη της εφημερίδας του: «Η αποτελμάτωση, η έλλειψη πολιτικού θάρρους, η ανισότητα και οι υπόγειες και ύποπτες συμφωνίες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης είναι ό,τι ευνοϊκότερο, δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για να μπορέσει να αναπτυχθεί, σε κάθε χώρα και σε κάθε εποχή, η τρομοκρατική δράση».


Αλντο Μόρο: η θυσία ενός συμβόλου * Η θεαματική εγκληματική πράξη που επέλεξαν οι τρομοκράτες ήταν η αρχή του τέλους τους


Ο ιδρυτής και ιδεολόγος των Ερυθρών Ταξιαρχιών, ο Ρενάτο Κούρτσιο, συλλαμβάνεται για δεύτερη φορά στις 18 Φεβρουαρίου του 1976. Στη θέση του αρχηγού τον διαδέχεται ο Μάριο Μορέτι, ο οποίος λειτουργεί περισσότερο με τη λογική των όπλων και λιγότερο με την ανάλυση και την προσπάθεια παράλληλης επεξεργασίας μιας πολιτικής σκέψης (έστω και εσφαλμένης), που χαρακτήριζε τον Κούρτσιο. Η οργάνωση έχει αποφασίσει εδώ και αρκετό καιρό ότι ο κύριος εχθρός της δεν είναι πλέον οι καταδότες που εργάζονται στις βιομηχανίες ούτε οι ακροδεξιοί. Η πιο βίαιη εκστρατεία πρέπει να πλήξει το κόμμα της Χριστιανικής Δημοκρατίας. Το μεγάλο κεντροδεξιό κόμμα που κυβερνά την Ιταλία με τη στήριξη του Βατικανού. Το κόμμα-σύμβολο, σύμφωνα με τους τρομοκράτες, της αλαζονείας και της διαφθοράς της αστικής τάξης. Σε μια ιστορική φάση κατά την οποία οι χριστιανοδημοκράτες ετοιμάζονται να συμπλεύσουν με το κομμουνιστικό κόμμα, με από κοινού συμμετοχή στην κυβέρνηση της χώρας. Η συνεργασία αυτή έπρεπε να έχει ως γνώμονα τις αρχές της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ευαισθησίας που ένωναν τις δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις της Ιταλίας. Για τους τρομοκράτες όμως ήταν πρόκληση και παρακμή. Στις 16 Μαρτίου του 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες απάγουν τον πρόεδρο της Χριστιανικής Δημοκρατίας Αλντο Μόρο. Δολοφονούν τους πέντε άνδρες της σωματοφυλακής του, τον υποχρεώνουν να κατεβεί από το αυτοκίνητο με το όποιο θα έπρεπε να μεταβεί στο κοινοβούλιο και τον μεταφέρουν σε κρησφύγετο στην απόκεντρη συνοικία της Ρώμης Πορτουένσε. Πενήντα πέντε τραγικές ημέρες αιχμαλωσίας. Ο Μόρο υποβάλλεται σε συνεχείς ανακρίσεις, κατά τις οποίες καταγγέλλει, μεταξύ άλλων, τις διασυνδέσεις του κόμματός του με την άκρα Δεξιά και τμήματα των μυστικών υπηρεσιών, για την ενοχοποίηση των αναρχικών, της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και των πολιτικών κληρονόμων του ’68. Μιλάει και για τη δραστηριοποίηση των ελληνικών χουντικών μυστικών υπηρεσιών στην Ιταλία με στόχο την εξαγωγή της «επανάστασης». Οι ΕΤ όμως δεν είναι ικανοποιημένες. Για να αφήσουν ελεύθερο τον χριστιανοδημοκράτη πολιτικό ζητούν σε αντάλλαγμα την αποφυλάκιση 13, τουλάχιστον, συντρόφων τους.


Η χώρα ζει ημέρες πρωτοφανούς έντασης για μια κοινοβουλευτική δημοκρατία: μπλόκα κάθε 100 μέτρα στους δρόμους, συνεχείς έφοδοι των αστυνομικών στα σπίτια, εκκλήσεις του Πάπα υπέρ της απελευθέρωσης και βεβαίως εντονότατος πολιτικός προβληματισμός. Τελικά υπερισχύουν οι αδιάλλακτοι, η λεγόμενη «σταθερή γραμμή». Οι κομμουνιστές και η πλειοψηφία των χριστιανοδημοκρατών απορρίπτουν κάθε είδος διαπραγμάτευσης με τους τρομοκράτες, με τη λογική ότι το κράτος δεν μπορεί να υπόκειται σε εκβιασμούς. Ο τότε νεοεκλεγείς Γραμματέας των σοσιαλιστών, ο Μπετίνο Κράξι, είναι υπέρ του διαλόγου, προσπαθεί να δημιουργήσει κανάλια επικοινωνίας. Δεν καταφέρνει όμως να πείσει τα υπόλοιπα κόμματα. Το πτώμα του Αλντο Μόρο εγκαταλείπεται μέσα σε ένα κόκκινο «Ρενό 5» στις 9 Μαΐου 1978. Οι πολιτικοί δεν μπόρεσαν (ίσως κάποιοι δεν θέλησαν) να βρουν διέξοδο. Οι τρομοκράτες επέλεξαν τη θεαματική εγκληματική πράξη, έστω και αν πολλοί υποστήριζαν ότι ο Μόρο θα αποσταθεροποιούσε περισσότερο το πολιτικό σύστημα αν έβγαινε ζωντανός από το διαμέρισμα της οδού Γκράντολι, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της αιχμαλωσίας του. Για τις Ερυθρές Ταξιαρχίες είναι η αρχή του τέλους. Οπως μας είπε και ο Λανφράνκο Πάτσε: «Οταν σκοτώνεις τον βασιλιά και τίποτε δεν αλλάζει, έχεις χάσει οριστικά το παιχνίδι». Από τα κύρια στελέχη της αριστερής εξωκοινοβουλευτικής οργάνωσης «Λαϊκή Εξουσία», ο Πάτσε είχε δραστηριοποιηθεί για την αποφυλάκιση του Μόρο, διατηρώντας επαφές με τους τρομοκράτες και το σοσιαλιστικό κόμμα. Τελικά όμως οι δικαστές αποφάσισαν να ενοχοποιήσουν και τον ίδιο για τρομοκρατική δράση. Σήμερα έχει αποφυλακιστεί και εργάζεται ως δημοσιογράφος.