«Διά την εξασφάλισιν και ευημερίαν της Εγγύς Ανατολής»
Η ιστορία του ελληνικού κράτους, από τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου βασιλείου το 1833 ως τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922, είναι αναπόφευκτα συνυφασμένη με αυτήν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το Βασίλειο της Ελλάδας γεννήθηκε ύστερα από έναν πολυετή εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και με την καθοριστική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία). Το νεοσύστατο κράτος, που απετελείτο από την Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και τις Κυκλάδες, περιελάμβανε μόλις το ένα τρίτο των ελληνικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ένα γεγονός που ώθησε σχεδόν όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις ως τη δεκαετία του 1920 να ακολουθήσουν μια επεκτατική εξωτερική πολιτική εναντίον των Οθωμανών. Αυτή η πολιτική βρήκε την ιδεολογική της έκφραση στο αλυτρωτικό όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», της κυρίαρχης ιδεολογίας του ελληνικού κράτους που είχε ως στόχο την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέσω της ένωσης όλων των ελληνικών πληθυσμών της Εγγύς Ανατολής σε ένα ενιαίο κράτος με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο η προσάρτηση των Ιονίων Νήσων το 1864 και της Θεσσαλίας το 1881 στο ελληνικό κράτος ήταν αποτέλεσμα της μεσολάβησης των Μεγάλων Δυνάμεων αφού η Ελλάδα, ως μικρό και οικονομικά αδύναμο κράτος, δεν μπορούσε να εκφράσει στρατιωτικά τις επεκτατικές βλέψεις της. Αυτό κατέστη σαφές στον πόλεμο του 1897, όπου η Ελλάδα υπέστη βαριά ήττα από τους Οθωμανούς. Εν τούτοις μέσα σε 15 χρόνια από τη συντριβή του 1897 η Ελλάδα αναδείχθηκε ανερχόμενη δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο. Κάτω από την καθοδήγηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, του πιο χαρισματικού έλληνα πολιτικού του πρώτου μισού του αιώνα και κύριου εκφραστή της πολιτικής για τη δημιουργία της Μεγάλης Ελλάδας, η χώρα συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913 με εντυπωσιακά οφέλη, αφού με την προσάρτηση της Μακεδονίας και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου σχεδόν διπλασίασε τόσο την έκταση όσο και τον πληθυσμό της. Επιπλέον η επικράτηση του Βενιζέλου εναντίον του βασιλιά Κωνσταντίνου Α’ στον λεγόμενο «Εθνικό Διχασμό» βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών της Αντάντ στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ετσι, με τη σύμφωνη γνώμη των Συμμάχων, ελληνικά στρατεύματα κατέλαβαν στις 15 Μαΐου 1919 την πόλη της Σμύρνης στη Μικρά Ασία και ανέλαβαν τη διοίκηση της περιοχής, γεγονός που επιβεβαιώθηκε με τη Συνθήκη των Σεβρών (1920). Ενώ όμως η Ελλάδα των «δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών» φαινόταν να παίρνει σάρκα και οστά, το κίνημα υπό τον Μουσταφά Κεμάλ για τη δημιουργία ανεξάρτητου τουρκικού κράτους είχε ως αποτέλεσμα τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, τον οριστικό ενταφιασμό της Μεγάλης Ιδέας με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923) και την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Υστερα από έναν αιώνα αγώνων εμπνευσμένων από το αλυτρωτικό ιδεώδες η Μικρασιατική Καταστροφή σήμανε μια ριζική μεταβολή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Η νέα πολιτική δεν είχε ως στόχο την επέκταση των ορίων της ελληνικής επικράτειας αλλά τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, καθώς και την επίτευξη πολιτικής συνεργασίας με τις γείτονες χώρες και ειδικά με την Τουρκία. Ο κύριος εκφραστής και της νέας αυτής στρατηγικής ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Ο λόγος του Βενιζέλου που παρουσιάζουμε σήμερα εκφωνήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων στις 17 Ιουνίου 1930 κατά τη συζήτηση για την κύρωση ελληνοτουρκικής συμφωνίας η οποία επετεύχθη μεταξύ Κεμάλ και Βενιζέλου μόνο ύστερα από σημαντικές παραχωρήσεις της ελληνικής πλευράς σχετικά με τις αποζημιώσεις για την ακίνητη περιουσία που άφησαν οι έλληνες πρόσφυγες στην Τουρκία. Αυτή η νέα σχέση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας επιστεγάστηκε από το Σύμφωνο Φιλίας που υπεγράφη στην Αγκυρα στις 30 Οκτωβρίου 1930, ώσπου η αναζωπύρωση του κυπριακού ζητήματος στα μέσα της δεκαετίας του 1950 επέφερε θεμελιώδεις μεταβολές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, τα αποτελέσματα των οποίων βιώνουμε ως σήμερα.
” Κύριοι βουλευταί, λαμβάνω την τιμήν να καταθέσω σχέδιον νόμου «περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίας περί τρόπου εφαρμογής της εν Λωζάννη υπογραφείσης συμβάσεως περί ανταλλαγής Ελληνοτουρκικών πληθυσμών και της υπ’ αριθ. 9 δηλώσεως». Το σχέδιον τούτο νόμου το συνοδεύει μακρά αιτιολογική έκθεσις.
Οι κύριοι βουλευταί θα λάβουν την ευκαιρίαν να αναγνώσουν μετ’ επιμελείας, όπως είμαι βέβαιος, την αιτιολογικήν ταύτην έκθεσιν και εκ της μελέτης αυτής θα πορισθούν το συμπέρασμα ότι η ευθύνη διά την μη ταχείαν εκτέλεσιν των διατάξεων της συμβάσεως περί ανταλλαγής δεν βαρύνει μονομερώς, όπως φρονεί η κοινή γνώμη εν Ελλάδι, μίαν των Κυβερνήσεων τούτων, και δη την Κυβέρνησιν της Αγκύρας. Η ευθύνη βαρύνει και τας δύο Κυβερνήσεις. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανέν συμφέρον να σταθμίσωμεν τας ευθύνας αυτάς, διά να ίδωμεν ποίον βαρύνουν περισσότερον. Θα ήτο άλλως τε δύσκολον ίσως να εύρη κανείς ποίος ευθύνεται περισσότερον. Εκείνο όμως το οποίον είναι βέβαιον είναι τούτο, ότι την σύμβασιν περί ανταλλαγής παρεβιάσαμεν πρώτοι ημείς, οι οποίοι, διότι είχομεν το μεγαλύτερον συμφέρον όπως εκτελεσθή η σύμβασις αύτη, είμεθα διά τούτο περισσότερον αδικαιολόγητοι. Σημειωτέον ότι εκ της μελέτης αυτής θα ίδετε ότι κατ’ επανάληψιν κατά το διάστημα τούτο των 7 περίπου ετών εφθάσαμεν εις συνεννόησιν με την Κυβέρνησιν της Αγκύρας, αλλά η συνεννόησις ή μάλλον αι συνεννοήσεις εις τας οποίας εφθάσαμεν δεν κατωρθώθη ποτέ να εκτελεσθούν. […]
Και διά την μη εκτέλεσιν αυτών δεν ημπορεί κανείς καλοπίστως να ισχυρισθή ότι όλη η ευθύνη βαρύνει την Τουρκικήν Κυβέρνησιν.
Κύριοι βουλευταί, είναι ενδεχόμενον μερικοί, είτε εκ των εν τη αιθούση ταύτη είτε εκ των εν τοις ακροατηρίοις, να σκανδαλισθούν βλέποντες τον αρχηγόν της Ελληνικής Κυβερνήσεως ανερχόμενον επί του βήματος της Βουλής της Ελληνικής διά να αναγνωρίση ότι εις τας δυσχερείας αι οποίαι εδημιουργήθησαν μετέχομεν εξ ίσου και ημείς και οι εν Αγκύρα. Αλλ’ εγώ πιστεύω, κύριοι, ότι εξυπηρετώ τα αληθή συμφέροντα της χώρας εκθέτων από του βήματος τούτου όλην την αλήθειαν. […]
Πρέπει πρωτίστως η κοινή γνώμη η Ελληνική να μη διατελή υπό την πεπλανημένην εντύπωσιν ότι συστηματική κακοπιστία εκ μέρους των εν Αγκύρα παρημπόδισε την εκτέλεσιν της συμβάσεως περί ανταλλαγής. Πρέπει εξ άλλου αι δημόσιαι ημών υπηρεσίαι, αι οποίαι εις περιστάσεις όπως η παρούσα ευθύνονται πολλάκις ουσιαστικώς, περισσότερον από τους πολιτικούς, διότι ουσιαστικώς αυτοί είναι εκείνοι οι οποίοι εμπνέουν τους πολιτικούς επί τοιούτων ζητημάτων λεπτομερειακών, πρέπει, λέγω, αι δημόσιαι υπηρεσίαι να εμπνευσθούν από την ιδέα, από την πεποίθησιν την βαθείαν, ότι πρώτιστον συμφέρον μιας χώρας πεπολιτισμένης είναι να εκτελή πιστώς τας διεθνείς υποχρεώσεις τας οποίας αναλαμβάνει. (χειροκροτήματα) Πρέπει δε να προσθέσω προς αποφυγήν παρεξηγήσεως εν προκειμένω ότι αι παρατηρήσεις μου δι’ αυτήν τουλάχιστον την περίστασιν δεν απευθύνονται προς το Υπουργείον των Εξωτερικών. […]
Κύριοι βουλευταί, πριν κατέλθω το βήμα επιθυμώ να διαδηλώσω την χαράν μου, την ειλικρινεστέραν χαράν μου, διότι η υπογραφή της συμφωνίας, της οποίας εισηγούμαι την κύρωσιν εις την Βουλήν, επιτρέπει την προσέγγισιν των δύο Κρατών και την δημιουργίαν σταθερών σχέσεων φιλίας μεταξύ αυτών. Δεν είναι υπερβολή εάν είπω ότι, κατά την βαθείαν πεποίθησίν μου, η υπογραφή της συμφωνίας αυτής, ως απαρχή των νέων αυτών σχέσεων, αποτελεί νέον ιστορικόν σταθμόν διά την Εγγύς Ανατολήν, διά τα Κράτη της Εγγύς Ανατολής.
Και θα σας ζητήσω να μου επιτρέψετε να ανατρέξω ολίγον προς το παρελθόν, διά να μας δοθή η ευκαιρία να σας πείσω ότι την πολιτικήν αυτήν της στενής προσεγγίσεως των δύο Κρατών Ελλάδος και Τουρκίας δεν υποστηρίζω μόνον σήμερον, κατόπιν της ατυχούς εκβάσεως του πολέμου, όπερ θα ήτο άλλως τε εξ ίσου θεμιτόν, αλλ’ ότι σήμερον και πάλιν υποστηρίζω πολιτικήν της οποίας υπήρξα ανέκαθεν θερμός θιασώτης.
Επίστευα, κύριοι, προ των Βαλκανικών Πολέμων, και πολύ προ, διότι ήδη κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους τα όνειρα είχον αρχίσει να διαλύωνται ολίγον, επίστευα ότι ουδείς λαός είχε μεγαλύτερον συμφέρον διά την διατήρησιν και την στερέωσιν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας παρά ο Ελληνικός, και ουδέν κράτος είχε μεγαλύτερον συμφέρον παρά το Ελληνικόν, διότι έν μέγα μέρος του πληθυσμού του Εθνους, πολύ περισσότερον παρά το κατοικούν την ελευθέραν Ελλάδα, ήσαν πολίται της Αυτοκρατορίας εκείνης, εζούσαν και ευημερούσαν εις αυτήν. Και εάν εξελίσσοντο αι σχέσεις ημών φιλικαί εκάστοτε, η αρμονία της συνεργασίας θα επόριζεν εις τα δύο Κράτη, αλλά προ παντός εις το Ελληνικόν, τας μεγαλυτέρας δυνατάς ωφελείας. Διηγήθην, κύριοι βουλευταί, εις την Βουλήν αυτήν μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, ότε είχον κατακριθή υπό των ρητόρων της αντιπολιτεύσεως ότι δεν ήθελα τον δεύτερον Βαλκανικόν Πόλεμον, διηγήθην, ανελθών επί του βήματος, ότι η κατηγορία την οποίαν μου απηύθυναν ήτο βασιμωτάτη, αλλά ατελής. Δεν γνωρίζετε ένα πράγμα, τους είπα. Δεν γνωρίζετε ότι εγώ δεν ήθελον ούτε τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον. Λοιπόν, οφείλω να σας κάμω και αυτήν την ομολογίαν, διά να μπορείτε να με κατακρίνετε εν γνώσει του πράγματος. Διηγήθην τότε ότι εις τας παραμονάς του Βαλκανικού Πολέμου, έξ μήνας ή ένα έτος πριν, επεδίωξα να επιτύχω συνεννόησιν με την Τουρκίαν επί τη βάσει της οποίας θα επέτρεπεν αύτη την είσοδον των Κρητών βουλευτών εις το Ελληνικόν Κοινοβούλιον, πράγμα το οποίον είχε καταστήσει αδύνατον και την κανονικήν λειτουργίαν του πολιτεύματος. Δεν ετολμούσαμε να ανοίξωμε την Βουλήν, διότι ήρχοντο οι πληρεξούσιοι της Κρήτης και επεχείρουν να εισέλθουν βιαίως εντός αυτής. Επρότεινα να επιτραπή αυτό και μόνον και η Ελλάς να αναγνωρίση τα επί της Κρήτης κυριαρχικά δικαιώματα του Σουλτάνου, όχι πλέον διά μιας σημαίας επί της νησίδος της Σούδας, αλλά διά της πληρωμής φόρου υποτελείας, τον οποίον θα επλήρωνε το Ελληνικόν Κράτος, διά λογαριασμόν της Κρήτης. Και τότε ήτο φυσικόν ότι μετά την άρνησιν της Κυβερνήσεως της Κωνσταντινουπόλεως να δεχθή την πρότασιν ταύτην δεν έμενεν εις ημάς τίποτε άλλο, αφού η ζωή μας ως Κράτους συνταγματικού καθίστατο αδύνατος, διότι δεν μπορούσαμε ούτε την Βουλήν να έχωμεν ανοικτήν, δεν έμενε παρά να συμπράξωμεν μετά των λοιπών Βαλκανικών λαών διά τον πρώτον Βαλκανικόν Πόλεμον.
Θα μου επιτραπή ακόμη να υπενθυμήσω ότι, μετά τον Βαλκανικόν Πόλεμον και μετά την αδιαλλαξίαν της τότε Τουρκικής Κυβερνήσεως επί του ζητήματος της κυριαρχίας των νήσων, έβλεπα την λαίλαπα επερχομένην, και ότε η Τουρκία η τότε εζήτησε να εξώση εκ του εδάφους της τους Ελληνικούς πληθυσμούς, επρότεινα εις αυτήν να συντελέση η Ελληνική Κυβέρνησις εις την μερικήν τουλάχιστον πραγματοποίησιν της ανταλλαγής των πληθυσμών, υπό τον απαράβατον μόνον όρον ότι αυτή θα ήτο εκουσία, αρνούμενος να δεχθώ, απολύτως, την βιαίαν έξωσιν του πληθυσμού. Υπεσχέθην να ασκήσω όλην την επιρροήν μου όπως κατά το δυνατόν επιτευχθή μερική τουλάχιστον ανταλλαγή των πληθυσμών, διότι ήθελα να δώσω εις την Τουρκίαν, διά της εκ της συμπράξεώς μου επερχομένης μειώσεως του ελληνικού πληθυσμού εν Τουρκία, την απόδειξιν ότι ημείς δεν επιβουλευόμεθα το Τουρκικόν καθεστώς και είμεθα διατεθειμένοι ειλικρινώς να δώσωμεν το χέρι. Θα ενθυμείσθε, ίσως, επίσης, ότι όταν επεδόθη το Αυστριακόν τελεσίγραφον εις Σερβίαν, εγώ ευρισκόμην εις το Μόναχον μεταβαίνων εις Βρυξέλλας, όπου είχεν ορισθή τόπος συνεντεύξεως με τον Μέγαν Βεζύρην της Τουρκίας, διά να εξεύρωμεν εκεί τρόπον συνεννοήσεως.
Εννοείται ότι μόλις εγνώσθη η κοινοποίησις του τελεσιγράφου έσπευσα να διακόψω το ταξείδιόν μου και να επανέλθω εις την Ελλάδα, διά να μη ευρεθώ αποκεκλεισμένος εις την πολεμικήν ζώνην. Και η συνέντευξις εματαιώθη πλέον και εματαιώθη και αυτή η απόπειρα της διενεργείας μερικής τουλάχιστον, εκουσίας όμως, μεταναστεύσεως, πράγμα διά το οποίον έχω ακούσει των παθών μου τον τάραχον επί μακράν σειράν ετών. Οταν, κύριοι, εματαιώθη η προσπάθεια αύτη, η ειλικρινής εκ μέρους της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όπως εξευρεθή τρόπος συμβιβασμού με την Τουρκίαν, του οποίου συμβιβασμού βάσις θα ήτο η αναγνώρισις της Ελληνικής κυριαρχίας επί των νήσων, με την ειλικρινή σύμπραξιν της Ελληνικής Κυβερνήσεως, όπως επιτευχθή μερική τουλάχιστον αλλά ειλικρινής ανταλλαγή των πληθυσμών, όταν εματαιώθη, λέγω, τούτο, ευρέθην και τότε, ως υπεύθυνος κυβερνήτης της χώρας, ενώπιον του διλήμματος ή να αφήσω την Ελλάδα ουδετέραν, θεωμένην τον παγκόσμιον αυτόν πόλεμον και κινδυνεύουσαν κατά το τέλος αυτού, εάν ενίκα ο Γερμανικός συνδυασμός, να χάση και τας νήσους και να ίδη και τους ομογενείς της πληθυσμούς αποδιωκομένους από την Τουρκίαν, όπως είχεν ήδη αρχίσει να εφαρμόζεται το πράγμα, εάν ενθυμείσθε, από τας αρχάς του 1914, ή να μετάσχη η Ελλάς του πολέμου, και συντελούσα εις την συμμαχικήν νίκην να περισώση τους εθνικούς πληθυσμούς εις τα εδάφη εις τα οποία εζούσαν επί αιώνας και να εξασφαλίση τας νήσους. Δεν εδίστασα ποίον ήτο το καθήκον το οποίον μοι επεβάλλετο. Ελπίζω ότι και οι εν Αγκύρα, όταν έχουν ταύτα υπ’ όψει, θα αναγνωρίσουν ότι έκαμα και εις την περίστασιν αυτήν το καθήκον μου, όπως εκείνοι έκαμαν το ιδικόν των.
Αλλά, κύριοι, τώρα αυτά είναι παρελθόν. Αυτή η Τουρκία, η Νέα Τουρκία, είναι ο μεγαλύτερος εχθρός της ιδέας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Νέα Τουρκία δεν θέλει να ακούση περί Αυτοκρατορίας Οθωμανικής. Επιδιώκει την συγκρότησιν εθνικού Τουρκικού Κράτους ομοιογενούς, αλλά και ημείς, μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν, όταν όλος σχεδόν ο ομογενής πληθυσμός εν Τουρκία συνέρρευσεν επί του εθνικού εδάφους, εις αντίστοιχον ασχολούμεθα ακριβώς εργασίαν, εις την δημιουργίαν ενός Κράτους εθνικού, περιλαμβάνοντος, καθ’ όσον είναι δυνατόν, όλον τον υπάρχοντα ελληνικόν πληθυσμόν.
Και κατορθώσαμεν να αποτελούμεν πράγματι κράτος το οποίον έχει ομοιογένειαν, η οποία δεν ημπορεί να ζηλέψη την ομοιογένειαν ουδενός ίσως άλλου ευρωπαϊκού Κράτους. Μετεβλήθησαν λοιπόν ριζικώς αι περιστάσεις, και θα ήτο ενδεδειγμένον να ακολουθήσωμεν σήμερον την πολιτικήν της δημιουργίας στενοτάτων φιλικών δεσμών μετά της Τουρκίας. Πρόκειται περί του τι έχει να κάμη η Ελλάς με την Τουρκίαν, αναγνωριζομένου ότι, με την επελθούσαν ριζικωτάτην μεταβολήν των δύο Κρατών, έχουν υπέρτατον συμφέρον αφμότερα τα Κράτη να προσεγγίσουν προς άλληλα και να καταστήσουν τας σχέσεις των όσον ένεστι φιλικάς. Γνωρίζετε τον βιολογικόν νόμον κατά τον οποίον τα άτομα είναι αδύνατον να επιβιώσουν εάν δεν προσαρμοσθούν προς το περιβάλλον. Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται και εις τα έθνη. Οπως και άλλοτε εδήλωσα, ο ιστορικός μας αγών με την Τουρκίαν, ο οποίος διήρκεσε τόσας εκατονταετηρίδας, πρέπει να θεωρηθή, με τας συνθήκας του τελευταίου πολέμου, ως οριστικώς τερματισθείς. Η γειτονία ημών, και ιδίως η μακρά επί του αυτού εδάφους συμβίωσις των ελληνικών και τουρκικών πληθυσμών, επιτρέπει την καλλυτέραν μεταξύ των δύο αυτών λαών συνεννόησιν, η οποία εγγυάται ότι η συνεργασία ημών και επί άλλων ζητημάτων, και ιδιαίτατα επί του οικονομικού πεδίου, δύναται να εξυπηρετήση άριστα τα συμφέροντα αμφοτέρων των χωρών. Και αι δύο άλλως τε χώραι αποδέχονται ειλικρινώς, όπως έλαβον αφορμήν άλλοτε να βεβαιώσω από του βήματος τούτου διά την Τουρκίαν, τα σημερινά των όρια.
Δεν τρέφουν φιλοδοξίας εδαφικής επεκτάσεως και είναι αφωσιωμέναι εις την εσωτερικήν των ανασυγκρότησιν. Ημείς δε με ανυπόκριτον συμπάθειαν και με αληθινόν θαυμασμόν παρακολουθούμεν το έργον το οποίον συντελείται σήμερον υπό των κυβερνώντων εν Τουρκία διά την ανασυγκρότησιν του Τουρκικού Κράτους. Εχομεν ακόμη, Τούρκοι και Ελληνες, υπέρτατον συμφέρον να γνωρίζουν εκείνοι οι οποίοι μπορεί να ευρεθούν μίαν ημέραν εις αντίθετον προς το έτερον των δύο Κρατών ότι δεν δύνανται να υπολογίσουν εις εκμετάλλευσιν της άλλοτε μεταξύ αυτών εχθρότητος. Τούτο είναι μέγα πολιτικόν συμφέρον και διά τα δύο Κράτη. Ευτυχώς οι ηγέται της σημερινής Τουρκίας έχουν σαφεστάτην αντίληψιν ότι η παγίωσις της φιλίας των δύο Εθνών εξυπηρετεί άριστα τα συμφέροντα αμφοτέρων. Είμαι βέβαιος ότι την πεποίθησιν την οποίαν επί του σημείου τούτου έχομεν ημείς εδώ συμμερίζονται απολύτως και οι κυβερνήται της Τουρκίας. Και διά τούτο, κύριοι, ζητώ από την Βουλήν την κύρωσιν του υποβαλλομένου νομοσχεδίου, την επιψήφισιν αυτού, διά του οποίου κυρούται η τελευταίως υπογραφείσα εν Αγκύρα σύμβασις. Ζητώ τούτο με την πεποίθησιν ότι η συμφωνία αυτή δεν αποτελεί το τέρμα των διαπραγματεύσεων με την Τουρκίαν, αλλά αποτελεί, αντιθέτως, ως είπον προ ολίγου, την αρχήν μιας νέας ιστορικής περιόδου διά τας σχέσεις των δύο Κρατών και διά την εξασφάλισιν και ευημερίαν της Εγγύς Ανατολής. ”



