Υπάρχουν έργα που σε καθηλώνουν χωρίς κραυγές χρωμάτων ή φαντασμαγορικές πινελιές. Σιωπηλά, αλλά ακαταμάχητα, σε καλούν να μπεις στον κόσμο τους και να ακούσεις τον αργό, εσωτερικό ρυθμό που καθορίζει τη σύνθεσή τους. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για τα έργα του Εντουαρντ Χόπερ, όμως όχι, αναφερόμαστε σε αυτόν που, κατά ορισμένους, αποτέλεσε τον προπομπό του. Τα έργα του Δανού Βίλχελμ Χάμερσοϊ (1864-1916) δεν είναι βέβαια τόσο δραματικά και θεατρικά όσο εκείνα του αμερικανού «επιγόνου» του, όμως η σιωπηλή, υπόγεια ένταση που αναδύεται από τις λιτές σκηνές τους είναι εξίσου ακατανίκητη.
Συχνά απεικονίζουν μια γυναικεία φιγούρα, είτε από πίσω είτε βυθισμένη σε καθημερινές, σχεδόν τελετουργικές δραστηριότητες, πάντα όμως κλεισμένη μέσα σε έναν προσωπικό, απροσπέλαστο κόσμο. Είναι ένας κόσμος που συγκροτείται από τα απολύτως στοιχειώδη: μια πόρτα ανοιχτή ή κλειστή, μια καρέκλα ελαφρά μετατοπισμένη, ένα παράθυρο από το οποίο διεισδύει το μουντό, απαλά διάχυτο φως του Βορρά. Κάθε αντικείμενο συμμετέχει σε μια λεπτή συμφωνία σιωπής και ψιθύρων, όπως συνέβαινε στη ζωγραφική των δημιουργών-προγόνων του Χάμερσοϊ, των ολλανδών ζωγράφων του 17ου αιώνα, όπως οι Γιοχάνες Βερμέερ και Πίτερ ντε Χουχ, με τους οποίους παραλληλίζεται λόγω της ευαισθησίας στη χρήση του φωτός και της σύνθεσης οικιακών χώρων.

Ομως, σε αντίθεση με την αφηγηματική διάθεση των Ολλανδών – ο Βερμέερ συχνά χρησιμοποιεί το χρώμα για να ζωντανέψει τη σύνθεση και να αφηγηθεί οικείες ιστορίες –, τα μικρά, λιτά, δισεπίλυτα αινίγματα του Δανού δεν αρθρώνουν ιστορίες αλλά εκφράζουν καταστάσεις ψυχής και συναισθήματα. Μια εσωτερικότητα που ανοίγει δρόμους διαφορετικής ερμηνείας για κάθε θεατή, καλώντας τον να διαχειριστεί αυτή την ποιότητα «που δεν ανήκει σε αυτόν τον κόσμο, αλλά είναι μια αντανάκλαση της υπερβατικής ύπαρξης», όπως το έθεσε ο γερμανός ιστορικός τέχνης Γιούλιους Ιλίας το 1916.
Μια αναδρομική έκθεση στην Ισπανία
Με αφορμή αυτή τη μοναδική αισθητική, το Museo Nacional Thyssen-Bornemisza στο κέντρο της Μαδρίτης θα παρουσιάσει με τη νέα χρονιά την πρώτη αναδρομική έκθεση στην Ισπανία αφιερωμένη στο έργο του δανού δημιουργού. Περισσότερα από εκατό έργα θα συγκεντρωθούν για να αποκαλύψουν την πορεία και την τεχνική του, δίνοντας στους επισκέπτες την ευκαιρία να νιώσουν τη μαγεία ενός κόσμου που κινείται με αργό, εσωτερικό ρυθμό.
Ο τίτλος της έκθεσης «Hammershøi – The Eye that Listens» (Χάμερσοϊ – Το μάτι που ακούει) παραπέμπει στη σιωπή και τη φαινομενική γαλήνη των έργων, αλλά και στην αγάπη του καλλιτέχνη για τη μουσική. Η έκθεση αναδεικνύει βεβαίως και τη συμμετοχή της συζύγου του Ιντα Ιλστεντ (1873-1940), η οποία δεν υπήρξε απλώς μούσα, αλλά σιωπηρή συνδημιουργός του αισθητικού σύμπαντος των πινάκων του. Η παρουσία της ήταν καθοριστική τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη του, προστατεύοντας τον προσωπικό χώρο του ζωγράφου, ο οποίος ταυτόχρονα ήταν και εργαστήριο.

Το πορτρέτο του καλλιτέχνη
Διότι ο Χάμερσχοϊ μπορεί να ζωγράφισε πολλά πορτρέτα αλλά και τοπία, όμως η καλλιτεχνική πορεία του είναι στενά συνδεδεμένη με το διαμέρισμά του στη Strandgade 30, στην περιοχή Christianshavn της Κοπεγχάγης. Εκεί ζούσε μαζί με την Ιντα, ανάμεσα σε μινιμαλιστικά επιπλωμένα δωμάτια και ουδέτερα όσο και γήινα χρώματα, σε ένα αυστηρό περιβάλλον, ιδανικό για να εξερευνήσει τη γεωμετρία και τις μεταβολές του φωτός εντός του. Με το βόρειο φως, διάχυτο και απαλά φωτεινό, να διαπερνά τα παράθυρα και να αντανακλάται στις επιφάνειες, είδε έναν τρόπο να αποκαλύψει τις γραμμές και τις γωνίες των δωματίων. Η χρωματική παλέτα μπορεί να φαίνεται περιορισμένη, αλλά κάθε παρατήρηση φέρνει στο φως λεπτές αποχρώσεις μπλε, πράσινου ή κοβαλτίου, που δίνουν ζωή στους χώρους και στα αντικείμενα και δημιουργούν αίσθηση αιώρησης, στοχασμού και ενδοσκόπησης.
Συχνά ζωγράφιζε το ίδιο παράθυρο, την ίδια γωνία ή φιγούρα ξανά και ξανά, και κάθε παραλλαγή μόνο ενίσχυε την αίσθηση ακινησίας, επανάληψης και βαθιάς εσωτερικότητας. Το έκανε όχι από έλλειψη ιδεών, αλλά για να εξερευνήσει τις άπειρες δυνατότητες αντίληψης και την επίδραση των μικρών αλλαγών στο φως, την ώρα της ημέρας ή τη διάταξη των αντικειμένων. Κάθε παραλλαγή γίνεται μια ευκαιρία στοχασμού και κάθε έργο μεταφέρει στον θεατή την αίσθηση ενός κόσμου που κινείται με λεπτό, εσωτερικό ρυθμό.

Το κέντρο του ζωγραφικού του σύμπαντος, το σπίτι των Χάμερσοϊ, όπως και ο τρόπος ζωής του έρχονταν σε αντίθεση με τα γούστα της ανώτερης μεσαίας τάξης στην οποία ανήκαν με τη σύζυγό του. Ο ίδιος περιγραφόταν ως άνθρωπος λιγομίλητος, ήσυχος και συνεσταλμένος, με έναν μικρό κύκλο οικογένειας και φίλων – πολλοί από τους οποίους εμφανίζονται στα έργα του. Γενικά, ζούσε απομονωμένος, εμφανιζόταν σπάνια δημόσια και απέφευγε να σχολιάζει τη δουλειά του. Ωστόσο, το ζευγάρι αγαπούσε τα ταξίδια και ιδιαίτερα το Λονδίνο. Ο Χάµερσοϊ θαύµαζε τη δουλειά του σύγχρονού του αµερικανού ζωγράφου Τζέιμς Μακ Νιλ Γουίστλερ, ο οποίος ζούσε στην αγγλική πρωτεύουσα.
Ο Βίλχελμ Χάμερσοϊ είχε γεννηθεί σε εύπορη οικογένεια εμπόρων της Κοπεγχάγης και από μικρός είχε επιδείξει μια στοχαστική και εσωστρεφή φύση, χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν την καλλιτεχνική του πορεία. Σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας και ακολούθως στην ανεξάρτητη Σχολή Καλών Τεχνών Kunstnernes Frie Studieskoler, υπό την καθοδήγηση του Πέτερ Σεβέριν Κρόιερ, ενός από τους πιο σημαντικούς δανούς ζωγράφους του 19ου αιώνα. Κοντά του απέκτησε δεξιοτεχνία στη μελέτη και τη ζωγραφική αντικειμένων εκ του φυσικού, στην ανατομία και στη χρήση του φωτός, δεξιότητες που θα εξελίσσονταν σε ένα προσωπικό στυλ μοναδικό για την εποχή του.
Παρά την άνθηση νέων καλλιτεχνικών ρευµάτων εκείνον τον καιρό, όπως ο ιµπρεσιονισµός, ο συµβολισµός και οι πρώτες εκφάνσεις του µοντερνισµού, ο Χάµερσχοϊ κράτησε αποστάσεις από τις επικρατούσες μόδες. Στη δουλειά του ανέπτυξε μια μοναδική, εσωτερική γλώσσα, ανεπηρέαστη από τις τάσεις της εποχής. Οπως έχει γράψει ο ιταλός ιστορικός τέχνης Πάολο Μπολπάνι: «Ο Χάμερσοϊ δεν εντάσσεται σε καμία κατηγορία: δεν είναι ούτε μοντερνιστής ούτε αντίθετος στον μοντερνισμό». Κατά τη διάρκεια της ζωής του γνώρισε μια κάποια αναγνώριση. Ωστόσο, μετά τον θάνατό του από πνευμονία, το 1916, σε ηλικία 52 ετών, η φήμη του ατόνησε. Οι νέες καλλιτεχνικές τάσεις του μοντερνισμού τον έκαναν να μοιάζει «παλιομοδίτης». Η τέχνη του παρέμεινε για πολλά χρόνια σχεδόν παραμελημένη, μέχρι που μια ιστορική επανεκτίμηση αποκάλυψε ξανά τη βαθιά, αινιγματική και διαχρονική αξία της. Από τα τέλη του 20ού αιώνα και ιδιαιτέρως στον 21ο, μέσα από αναδρομικές εκθέσεις σε σημαντικά μουσεία, όπως τα Musée d’Orsay και Guggenheim, το έργο του επέστρεψε στο προσκήνιο και ανέκτησε τη θέση που του αξίζει. O σκηνοθέτης Τοµ Χούπερ τον ανέφερε ως έµπνευση για την αισθητική της ταινίας του «Το κορίτσι από τη Δανία» (2015), που αφηγείται την ιστορία µιας τρανς δανής καλλιτέχνιδας τη δεκαετία του ’20.
Ο αμερικανός εικαστικός Εντ Ρούσα ακολούθησε το παράδειγμά του σε μια σειρά έργων που δημιούργησε και παρουσίασε στην γκαλερί Gagosian στο Παρίσι τον περασμένο Οκτώβιο. Οι δε εκδόσεις Αγρα του Σταύρου Πετσόπουλου χρησιμοποίησαν πίνακά του στο εξώφυλλο του βιβλίου της ελβετής συγγραφέως Φλερ Γιέγκι «Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας» – για να έρθουμε και στα δικά μας.
Μαθήματα γιόγκα
Δεν είναι τυχαίο. Η μαγεία των έργων του Χάμερσοϊ έγκειται στη σιωπηλή τους δύναμη. Δεν αναγκάζουν, δεν εκβιάζουν το βλέμμα. Αντιθέτως, προσκαλούν τον θεατή να εισχωρήσει αργά και να βιώσει την εσωτερική τους αρμονία. Η πολυσήμαντη ατμόσφαιρα που δημιουργούν δεν αφήνει κανένα στοιχείο να επισκιάσει το άλλο. Τα δωμάτια, οι φιγούρες, τα αντικείμενα και το φως συνυπάρχουν σε μια λεπτή συμφωνία όπου κάθε σημείο έχει τον λόγο του. Οπως είχε πει πολύ εύστοχα ο γάλλος ιστορικός τέχνης Ζαν-Λου Σαµπιόν, «καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με εκατομμύρια εικόνες, οι περισσότερες επιφανειακές και κουραστικές. Και τότε, όταν βρεθείς μπροστά σε ένα γυμνό εσωτερικό του Χάμερσοϊ, η εμπειρία είναι απολύτως διαφορετική: χωρίς να θέλω να ακουστώ κοινότοπος, σε κάνει να νιώθεις πως βρίσκεσαι σε μάθημα γιόγκα. Πρέπει να αφαιρέσεις καθετί περιττό και να επιστρέψεις στην ουσία των πραγμάτων».
INFO
«Hammershøi.
The Eye that Listens», Museo Nacional
Thyssen-Bornemisza, Μαδρίτη, από τις 17 Φεβρουαρίου 2026.






