Την ώρα που ο Βλαντίμιρ Πούτιν παρτάρει με τους ηγέτες της Κίνας και της Βόρειας Κορέας στο Πεκίνο, προσκεκλημένος στη φαραωνικών διαστάσεων – και ανερυθρίαστα προπαγανδιστική – φιέστα για τα 80 χρόνια από τη συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας με τους Κινέζους, στη Βενετία ένας σχεδόν σωσίας του κάνει σουλάτσο στο κόκκινο χαλί του αρχαιότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ του κόσμου και μάλλον του κλέβει την μπουκιά της δόξας από το στόμα.

Μπορεί ο πρόεδρος της Ρωσίας να φλεξάρει την ισχύ και τη δυναμική του, συνάπτοντας συμφωνίες με τον ομόλογό του Σι Τζινπίνγκ και βαθαίνοντας την επιρροή του στην Ασία, όμως είναι η ρεπλίκα του, δηλαδή ο Τζουντ Λο, που τον υποδύεται στην ταινία «Ο μάγος του Κρεμλίνου», που τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις – τουλάχιστον αυτές τις ημέρες. Οχι άδικα.

Η μεταμόρφωσή του για τις ανάγκες του φιλμ του Ολιβιέ Ασαγιάς, που συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα της Βενετίας, ξάφνιασε ευχάριστα. Και συζητήθηκε φλύαρα. Σε τέτοιον βαθμό ώστε, παρότι ο Λο είναι στην πραγματικότητα δευτεραγωνιστής και ο χαρακτήρας του πορεύεται στη σκιά του κεντρικού ήρωα, όλοι θεωρούν πως η κινηματογραφική αφήγηση περιστρέφεται γύρω από εκείνον.

Κανείς πάντως δεν μπορεί να αμφιβάλλει πως το δεκάλεπτο χειροκρότημα που ακολούθησε την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας – η χρονική καταμέτρηση των επευφημιών του κοινού είναι η νέα αγαπημένη λατρεία των media – και έφερε δάκρυα στα μάτια στην επίσης πρωταγωνίστρια του φιλμ Αλίσια Βικάντερ οφειλόταν και στην ερμηνεία του βρετανού ηθοποιού.

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Γι’ αυτό θα χρειαστεί να ανατρέξουμε στο 2022, όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο «Ο μάγος του Κρεμλίνου», στο οποίο βασίστηκε η εσχάτως πολυσυζητημένη ταινία.

Την ιστορία που μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο 70χρονος γάλλος σκηνοθέτης εμπνεύστηκε από τον αλλοτινό πολιτικό μέντορα του Πούτιν, ονόματι Βλάντισλαβ Σουρκόφ, και κατέγραψε υπό τη μορφή μυθοπλασίας ο ιταλός μέχρι τότε πολιτικός αναλυτής, για ένα φεγγάρι αντιδήμαρχος Πολιτισμού της Φλωρεντίας και πάλαι ποτέ σύμβουλος του ιταλού πρωθυπουργού Φραντσέσκο Ρουτέλι, Τζουλιάνο ντα Εμπολι.

Photo AFP-Visualhellas

Ηταν τέτοια η επιτυχία του ακροθιγώς σατιρικού βιβλίου που αναπλάθει την εκκόλαψη (ή καλύτερα την κατασκευή) του Πούτιν σε αδιαφιλονίκητο αστέρα της ρωσικής πολιτικής σκηνής, ώστε έφτασε μέχρι τη βραχεία λίστα του Prix Goncourt, όπου ισοβάθμησε δεκατέσσερις φορές με το «Ζήσε γρήγορα» («Vivre vite») της Μπριζίτ Ζιρό, η οποία τελικά με την ψήφο του προέδρου της επιτροπής κατέκτησε τη διάκριση.

Μικρό το κακό για τον 52χρονο Ντα Εμπολι, ο οποίος εκτός από την πυκνή αρθρογραφία του στον ιταλικό Τύπο, το πολιτικό think tank που έχει ιδρύσει στο Μιλάνο και τις περιοδείες του ανά τον κόσμο όπου παρεμβαίνει σε σημαντικά συνέδρια, βλέπει πια το πρώτο του bestseller να ζωντανεύει στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα σε μια στιγμή που ο Βλαντίμιρ Πούτιν ενσαρκώνει στην αληθινή ζωή – και χωρίς ανταγωνισμό – τον απόλυτο κακό της ιστορίας.

Η ιστορία του «μάγου»

Είναι σαν ένα απολαυστικό – σύμφωνα με τους κριτικούς που παρακολούθησαν την ταινία στη Μόστρα – ταχύρρυθμο μάθημα για τα έργα και τις ημέρες του Πούτιν. Και μάλιστα σε μια στιγμή που όλοι – ηθελημένα ή αθέλητα – εστιάζουμε στο εδώ και το τώρα, παραβλέποντας τη διαδρομή που διανύσαμε για να φτάσουμε σε αυτό. Η αφήγηση του φιλμ ξεκινά από το 1996 και τη δεύτερη προεδρική καμπάνια του Μπορίς Γέλτσιν.

Ο Βαντίμ Μπαράνοφ, ένας κάποτε φιλόδοξος ηθοποιός και σκηνοθέτης του θεάτρου που αποφάσισε πως έχει μεγαλύτερη επιρροή και απολαμβάνει περισσότερα κέρδη δουλεύοντας ως παραγωγός στη δημόσια τηλεόραση της χώρας, προσλαμβάνεται από έναν ολιγάρχη με σκοπό να κάνει τα μαγικά του και να εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία στον Γέλτσιν, ο οποίος ρέπει ολοένα περισσότερο στην πολιτική αλλά και στη σωματική παρακμή.

Ο στόχος επιτυγχάνεται, όμως το βλέμμα και η προσοχή όλων είναι στραμμένη στην επόμενη ημέρα. Μετά τον Γέλτσιν ποιος; Ο ολιγάρχης της ιστορίας έχει μια πολύ σαφή και στέρεη θέση. Τη «δουλειά» πρέπει να αναλάβει κάποιος που δεν θα φέρνει αντιρρήσεις, που θα είναι εύκολος στη χειραγώγηση, που θα υπακούει, θα εκτελεί και θα έχει μια ηγετική έξωθεν καλή μαρτυρία. Ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς Πούτιν, ένας άνθρωπος σάρκα από τη σάρκα της σοβιετικής γραφειοκρατίας και αλλοτινό υψηλόβαθμο στέλεχος της FSB, προβάλλει ως η ιδανική λύση.

«Δεν είναι πυρηνικός επιστήμονας, αλλά θα κάνει τη δουλειά» ακούγεται να λέει ο ολιγάρχης που τον επέλεξε ως εκλεκτό προς τον Μπαράνοφ, ο οποίος με τη σειρά αναλαμβάνει χρέη spin doctor. Πράγματι, τον Αύγουστο του 1999 ο Πούτιν διορίζεται πρωθυπουργός της χώρας και λίγους μήνες αργότερα διαδέχεται τον Γέλτσιν στο ύπατο αξίωμα της χώρας. Τον Μάιο του 2000 εκλέγεται για πρώτη φορά πρόεδρος και έκτοτε παραμένει «άχαστος» – ναι, δηλαδή σχεδόν δικτάτορας.

Photo Shutterstock

Θα υπέθετε κανείς πως θα είχε αρχίσει να παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια ανίας και βαρεμάρας κάποιος που διαφεντεύει τις τύχες 143 εκατ. συμπολιτών του για ένα τέταρτο του αιώνα. Οχι όμως ο 72χρονος σήμερα Βλαντίμιρ Πούτιν, ο οποίος στην ταινία δείχνει τα δόντια του σε πολιτικούς εχθρούς αλλά και φίλους με το που πατά το πόδι του στο Κρεμλίνο.

Σύμφωνα με την ιστορία του Ντα Εμπολι, ο ολιγάρχης που ενορχήστρωσε και καθοδήγησε την άνοδό του στην εξουσία διώχνεται αρχικά από το Κρεμλίνο και κατόπιν από τη χώρα – πρόκειται για έναν κάποτε ισχυρά διαπλεκόμενο παράγοντα που στην αληθινή ζωή πέθανε εξόριστος και απαξιωμένος στη Μεγάλη Βρετανία.

Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον Μπαράνοφ, από τον οποίο ο Πούτιν μαθαίνει να συμπεριφέρεται και να δρα ως ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού. Τα έργα και οι ημέρες του μαρτυρούν πως υπήρξε επιμελής και αφοσιωμένος μαθητής.

Ο Βλάντισλαβ Σουρκόφ, τον οποίο στο φιλμ του Ασαγιάς παρακολουθούμε ως Βαντίμ Μπαράνοφ, υπήρξε στην πραγματικότητα όχι μόνο στυλοβάτης αλλά θεμελιωτής και διαμορφωτής του «πουτινισμού».

Κάποιοι του αποδίδουν τον χαρακτηρισμό του «σύγχρονου Ρασπούτιν». Εμεινε σε ανώτατες θέσεις δίπλα στον πρόεδρο – έφτασε μάλιστα μέχρι το αξίωμα του αναπληρωτή πρωθυπουργού – έως το 2020, όταν και αποφάσισε να αποσυρθεί με δική του πρωτοβουλία, όπως έγραψε στην επιστολή παραίτησής του. Το ζήτημα είναι ποιος τον πίστεψε για την «αυθόρμητη» και «εθελοντική» τοποθέτησή του στα αζήτητα.

«Η ταινία αφορά σε μεγάλο βαθμό το πώς επινοήθηκε η σύγχρονη πολιτική. Μέρος αυτού του κακού προέκυψε από την άνοδο της δύναμης του Βλαντίμιρ Πούτιν στη Ρωσία» είπε ο Ασαγιάς στη συνέντευξη Τύπου της Βενετίας.

«Φτιάξαμε μια ταινία για το τι έχει γίνει η πολιτική και για την τρομακτική και επικίνδυνη κατάσταση στην οποία όλοι νιώθουμε ότι βρισκόμαστε. Αυτό ισχύει για πολλούς αυταρχικούς ηγέτες». Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι, ίσως περισσότερο και από την ίδια τη θεματική της ταινίας, η οποία παρακολουθεί κομβικές στιγμές του Πούτιν στην εξουσία (βλ. βύθιση του υποβρυχίου Κουρσκ, πόλεμος στην Τσετσενία, προσάρτηση της Κριμαίας) και καταγράφει τη γιγάντωση του μίσους του προς την Ουκρανία και τον λαό της, απασχόλησε η απόφαση του 52χρονου Τζουντ Λο να μπει στα παπούτσια του ρώσου προέδρου και να τον αποδώσει παραπάνω από πειστικά.

Photo AFP-Visualhellas

Κανείς βέβαια δεν θα μπορούσε να αμφιβάλλει για την υποκριτική δεινότητα ενός ηθοποιού που έχει ερμηνεύσει μια ευρεία γκάμα οριακών ρόλων στην καριέρα του: από τον πάπα στο «The Young Pope» του Σορεντίνο μέχρι τον Ερρίκο Η’ στην ταινία «Firebrand». «Συζητήσαμε με τον Ολιβιέ (Ασαγιάς) και καταλήξαμε ότι δεν έπρεπε να κάνω απλά μια ερμηνεία του Πούτιν. Συμφώνησε και εκείνος ότι δεν υπήρχε λόγος να μεταμφιεστώ χρησιμοποιώντας μια μάσκα προσθετικών.

Δουλέψαμε με μια καταπληκτική ομάδα μακιγιάζ και μαλλιών, έχοντας ως αναφορά εκείνη την πρώτη περίοδο του Πούτιν. Προσπαθήσαμε να βρούμε στοιχεία οικεία ανάμεσα σε εμένα και σε εκείνον. Είναι πάντως πραγματικά απίστευτο τι μπορεί να κάνει μια υπέροχη περούκα» σημείωσε χαριτολογώντας ο Λο. Εκτός όμως από την εικόνα, είχε δυο λόγια να πει και για την ουσία της ιστορίας. Νηφάλια και μετρημένα.

«Ενιωθα σιγουριά, στα χέρια του Ολιβιέ και του σεναρίου, ότι αυτή η ιστορία θα ειπωθεί με ευφυΐα, λεπτότητα και προσοχή. Δεν αναζητούσαμε την πρόκληση απλώς για χάρη της πρόκλησης. Είναι ένας χαρακτήρας μέσα σε μια πολύ ευρύτερη ιστορία. Δεν προσπαθούσαμε να ορίσουμε τίποτα για κανέναν».

Οσο για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε; Το μεγαλύτερο ζήτημα, όπως είπε, ήταν τα ελάχιστα που μπορεί να καταλάβει κανείς για τον Πούτιν από τον τρόπο που κινείται και συμπεριφέρεται δημόσια.

Πάντως, ο βρετανός ηθοποιός παρακολούθησε αμέτρητες ώρες ειδησεογραφικών αποσπασμάτων των αρχών της νέας χιλιετίας με πρωταγωνιστή τον Πούτιν και αποκάλυψε πως μοιράζεται ένα κοινό χόμπι με τον ρώσο πρόεδρο. Το τζούντο. Μάθε τέχνη…