Σε πείσμα των νόμων της φύσης που θέλουν ακόμα και τα αστέρια να πεθαίνουν, υπάρχουν ορισμένα αστέρια που λάμπουν για πάντα. Και που θα φωτίζουν αιώνια τις ζωές των ανθρώπων, δείχνοντάς τους τον δρόμο προς έναν κόσμο δημιουργίας, προσφοράς, έμπνευσης και ομορφιάς. Ενα από τα πιο λαμπρά ανάμεσά τους είναι το αστέρι του Ρούντολφ Νουρέγεφ. Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο ταταρικής καταγωγής ρώσος χορευτής και χορογράφος παραμένει κορυφαίος των κορυφαίων, μαζί με τον Νιζίνσκι και την Πάβλοβα, στο πάνθεον των ομότεχνών του. Χορευτική ιδιοφυΐα και ταλέντο που σχεδόν υπερέβη τα ανθρώπινα όρια, καλλιτέχνης που με την παρουσία του και με το έργο του επηρέασε όσο λίγοι την τέχνη του χορού, συγκινεί και εντυπωσιάζει με τις μαγνητοσκοπημένες εμφανίσεις του και με τις χορογραφίες του που ακόμα παρουσιάζονται στις μεγάλες σκηνές, εμπνέει καλλιτέχνες και κοινό, λατρεύεται ως θεός από τις νέες γενιές των χορευτών που ακολουθούν τα βήματά του ατενίζοντας με δέος το μεγαλείο του αλλά και ελπίζοντας (γιατί όχι;) να γίνουν οι επόμενοι Νουρέγεφ. Αυτοί είναι μερικοί από τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του, μιας ζωής γεμάτης περιπέτειες, αγώνες και επιτυχίες.

Πρόβα για το μπαλέτο του Ιγκόρ Στραβίνσκι «Απόλλων μουσηγέτης», στο Παρίσι το 1974.
(Photo by AFP)

17 ή 18 Μαρτίου 1938

Ερχεται στη ζωή ο μοναχογιός και τέταρτο παιδί του Χαμίτ Νουρέγεφ και της Φαρίντα Αλιούλοβνα-Νουρέγεβνα. Ο απρόβλεπτος τοκετός έγινε σε ένα βαγόνι του Υπερσιβηρικού Σιδηροδρόμου, κάπου κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη, καθώς η μητέρα ταξίδευε μαζί με τις κόρες της προς το Βλαδιβοστόκ για να συναντήσει τον ενταγμένο στον Κόκκινο Στρατό άνδρα της. Και ο Χαμίτ και η Φαρίντα κατάγονταν από μουσουλμανικές ταταρικές οικογένειες.

Τα παιδικά χρόνια

Τελικά η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην πόλη Ούφα της Σοβιετικής Δημοκρατίας του Μπασκορτοστάν (Μπασκιρία), όπου ζούσε σε εξαιρετικά δυσχερείς συνθήκες. Κατοικούσε σε ένα ξύλινο ετοιμόρροπο σπίτι και διατρεφόταν σχεδόν αποκλειστικά με πατάτες. Ο Νουρέγεφ πολλά χρόνια μετά, και ενώ είχε γίνει διάσημος, θυμόταν πως Τα παιδιά στο σχολείο τον κορόιδευαν επειδή δεν είχε παπούτσια, ούτε παλτό, παρά αναγκαζόταν να φορά το κοριτσίστικο πανωφόρι µίας από τις αδελφές του για να µην πεθάνει από το κρύο. Η μητέρα έδινε αγώνα για την επιβίωση των παιδιών της. Ο πατέρας έλειπε συχνά λόγω της στρατιωτικής θητείας του, γεγονός που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις δύσκολες σχέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα σε εκείνον και στον μοναχογιό του.

Με τον Σταύρο Νιάρχο στο Ηρώδειο, τον Σεπτέμβριο του 1981.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς 1945

Για να γιορτάσουν το πέρασμα στον νέο χρόνο, η μαμά Φαρίντα εξασφάλισε ένα εισιτήριο και κατάφερε να βάλει λαθραία όλα τα παιδιά της στην Οπερα της πόλης όπου παιζόταν το πατριωτικό μπαλέτο «Τα τραγούδια των γερανών». Η σολίστ του συγκροτήματος και πρωταγωνίστρια της βραδιάς, πρίμα μπαλαρίνα Ζαϊτούνα Νεζρεντίνοβα, μάγεψε τον μικρό Ρούντολφ, ο οποίος από την ώρα που την είδε στη σκηνή αποφάσισε πως θα γινόταν χορευτής.

Οι αντιδράσεις του πατέρα

Το νέο αγόρι άρχισε να χορεύει παραδοσιακούς χορούς στο σχολείο του αλλά και να συνεργάζεται με ερασιτεχνικές ομάδες χορού όποτε αυτές χρειάζονταν ένα παιδί για κάποια χορογραφία τους. Ξεκίνησε μαθήματα χορού με δύο καθηγήτριες που αμέσως διέγνωσαν το μεγάλο ταλέντο του. Ο πατέρας του τού απαγόρευσε να συνεχίσει, θεωρώντας πως το κλασικό μπαλέτο δεν είναι ανδρική δουλειά. Η μητέρα του όμως συνέχισε κρυφά να τον συνοδεύει στα μαθήματα και στις παραστάσεις του. Στα 15 του χρόνια ο Ρούντολφ Νουρέγεφ άρχισε να κερδίζει λίγα χρήματα, γεγονός που του επέτρεψε να συνεχίσει την εκπαίδευσή του.

Ένα ακόμα εντυπωσιακό άλμα από τον σταρ του μπαλέτου, αυτή τη φορά στη σκηνή της Όπερας των Παρισίων, το 1974.(Photo by Jean-Pierre Couderc / Jean-Pierre Couderc / Roger-Viollet via AFP)

Οι πρώτες ευκαιρίες

Σε περιοδεία στη Μόσχα του μπαλέτου με το οποίο συνεργαζόταν, ο Ρούντολφ αντικατέστησε έναν χορευτή χωρίς να έχει διδαχθεί το σόλο του, χορεύοντάς το από μνήμης και εντυπωσιάζοντας. Ακολούθως, αν και τραυματισμένος, έδωσε οντισιόν για τα Μπαλέτα Μπαλσόι και πέρασε. Ομως, χρησιμοποιώντας τα λίγα χρήματα που είχε, έβγαλε ένα εισιτήριο με το τρένο για το Λένινγκραντ ακολουθώντας τη συμβουλή των καθηγητριών του που του έλεγαν πως έπρεπε να σπουδάσει στη φημισμένη σχολή χορού της πόλης. Εκανε οντισιόν και τον δέχτηκαν. «Ή θα γίνεις ένας λαμπρός χορευτής ή μια τεράστια αποτυχία – με πιο πιθανή την εκδοχή της αποτυχίας» του είπε ένα από τα μέλη της κριτικής επιτροπής. Ο Νουρέγεφ δούλεψε σκληρά για να τον διαψεύσει. Ο δάσκαλος χορού Αλεξάντερ Πούσκιν τον ξεχώρισε, του δίδαξε τα μυστικά της τέχνης του και τον στήριξε με κάθε τρόπο, ακόμα και φιλοξενώντας τον στο σπίτι του. Λέγεται μάλιστα πως η σύζυγος του καθηγητή του ήταν ο πρώτος μεγάλος (και παράνομος) έρωτας του νεαρού χορευτή.

Προκλητικός και καβγατζής

Στα επόμενα χρόνια η εξέλιξη του Νουρέγεφ ήταν τόσο λαμπρή που του πρότειναν να υπογράψει συμβόλαια και από τα Μπαλέτα Κίροφ και από τα Μπαλέτα Μπαλσόι. Επέλεξε τα Κίροφ. Επειτα από έναν σοβαρό τραυματισμό του ο γιατρός που τον εξέτασε αποφάνθηκε πως δεν θα χόρευε ποτέ ξανά. Εκείνος συνέχισε να χορεύει και να κερδίζει όλο και περισσότερη δημοφιλία στο ρωσικό κοινό διαψεύδοντάς τον. Γνωστός όμως άρχισε να γίνεται και για τον εκρηκτικό και συχνά τραχύ έως και αγενή χαρακτήρα του. Οι καβγάδες του με τους καθηγητές, τους χορογράφους και τους συναδέλφους του ήταν σχεδόν καθημερινοί. Τους προκαλούσαν κυρίως η ισχυρογνωμοσύνη του και η επιμονή του να έχει την τελευταία λέξη και να κάνει πάντα εκείνο που ο ίδιος θεωρούσε σωστό. Υπάρχει κανείς που να θεωρεί πως το ένστικτό του τον οδήγησε λάθος;

Με τη Μαργκό Φοντέιν.

1961: Απόδραση στη Δύση

Σε μια περιοδεία στο Παρίσι ο Ρούντολφ Νουρέγεφ γίνεται ο πονοκέφαλος των αστυνομικών και των πρακτόρων που συνόδευαν το μπαλέτο, όταν αγνοώντας τις υποδείξεις αρχίζει να βγαίνει έξω τα βράδια, να διασκεδάζει και να συναναστρέφεται τους Γάλλους. Ενώ οι υπόλοιποι συνάδελφοί του θα συνέχιζαν τις παραστάσεις στο Λονδίνο, οι ανώτεροί του του ζήτησαν τότε να επιστρέψει στη Μόσχα με πρόφαση την απαραίτητη (όπως είπαν) συμμετοχή του σε ένα γκαλά. Κατάλαβε πως αν έπεφτε στην παγίδα και επέστρεφε, δεν θα τον άφηναν ποτέ ξανά να βγει από τα σύνορα. Αποφάσισε να ζητήσει πολιτικό άσυλο στη Δύση. Οι Σοβιετικοί τον χαρακτήρισαν προδότη.

Ερικ Μπρουν: Ο σύντροφος της ζωής του

Ο καλλιτέχνης ξεκίνησε μακριά από τον έλεγχο και τους περιορισμούς του κομμουνισμού μια νέα καριέρα χορεύοντας αρχικά με το Grand Ballet du Marquis de Cuevas. Εκείνη την εποχή γνώρισε από κοντά τον Ερικ Μπρουν, έναν δανό χορευτή και χορογράφο τον οποίο θαύμαζε ήδη. Οι δύο άνδρες αγαπήθηκαν με πάθος, ανέπτυξαν μια θυελλώδη σχέση με καβγάδες, χωρισμούς και νέα ξεκινήματα και έμειναν μαζί μέχρι τον θάνατο του Μπρουν, σε ηλικία 57 ετών, τον Απρίλιο του 1986.

Μάργκο Φοντέιν: Η παρτενέρ της ζωής του

Οταν η διάσημη πρίμα μπαλαρίνα Μάργκο Φοντέιν αποφάσισε να καλέσει τον νεαρό Νουρέγεφ ως γκεστ, έναν ακόμα γκεστ, στο ετήσιο φιλανθρωπικό γκαλά της στο Λονδίνο, δεν μπορούσε να γνωρίζει πως με αυτή την πρόσκληση θα άλλαζε το μέλλον της αλλά και θα επηρέαζε έντονα το μέλλον του κλασικού μπαλέτου. Εκείνος απάντησε θετικά, με μία προϋπόθεση: Θα χόρευε μαζί της το «Spectre de la Rose». Η Φοντέιν αρνήθηκε όχι μόνο επειδή ήταν δεσμευμένη να χορέψει με άλλον χορευτή, αλλά και επειδή θεωρούσε πως δεν ταίριαζε επί σκηνής με τον ανερχόμενο αυθάδη, νάρκισσο και εγωκεντρικό Ρώσο. Ο Νουρέγεφ ζήτησε τότε να φτιάξουν ένα σόλο ειδικά για αυτόν. Η αποστολή ανατέθηκε στον σερ Φρέντερικ Αστον. Ο διάσημος χορογράφος δεν το έκανε με κέφι, ήταν μάλλον ενοχλημένος που του «επιβλήθηκε» η συνεργασία με έναν σχετικά άγνωστο καλλιτέχνη. Η σχέση τους έγινε ακόμα πιο δύσκολη όταν ο Νουρέγεφ τού ζήτησε να χορογραφήσει το «Poème Tragique Op. 34» του Σκριάμπιν και όχι τη μουσική που είχε επιλέξει ο ίδιος. Παρά τις παρασκηνιακές εντάσεις, η εμφάνιση του χορευτή ήταν θρίαμβος. Τόσο μεγάλος που το Βασιλικό Μπαλέτο του Λονδίνου τού έκανε συμβόλαιο και τον κάλεσε να χορέψει μαζί με τη Φοντέιν τη «Ζιζέλ». Εκείνη ήταν 42 ετών, εκείνος ήταν 23. Οι πρόβες δεν ήταν εύκολες, καθώς ο Νουρέγεφ άρχισε για άλλη μία φορά να έχει τις αντιρρήσεις του και να προσπαθεί να επιβάλει τις απόψεις του. Συγκρούστηκε ακόμα και με την παρτενέρ του, που επιστράτευσε όλη την υπομονή της για να φτάσει ως την πρεμιέρα. Η οποία πρεμιέρα, την 21η Φεβρουαρίου 1962, ήταν θρίαμβος. Το νέο αγαπημένο καλλιτεχνικό ζεύγος του κοινού είχε δημιουργηθεί. Εκείνος με τα νιάτα του και με τη δημιουργική παρουσία του έδωσε νέα ώθηση στη φθίνουσα (λόγω ηλικίας) καριέρα της, εκείνη φώτισε ακόμα περισσότερο και με τη δική της λάμψη το ήδη λαμπρό αστέρι του.

Τα χρόνια των θριάμβων

Οι επιτυχίες άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Ζιζέλ», «Λίμνη των κύκνων», «Συλφίδες», «Μπαγιαντέρα», «Ωραία κοιμωμένη», «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Μαργαρίτα και Αρμάνδος», «Ραϊμόντα», «Paradise Lost»… Ο Νουρέγεφ χόρευε με τη Φοντέιν (και με άλλες μεγάλες μπαλαρίνες) και παράλληλα, θέλοντας να δώσει τη δική του εκδοχή πάνω στα αριστουργήματα του διεθνούς ρεπερτορίου, χορογραφούσε παραστάσεις όπως και ο φημισμένος «Καρυοθραύστης» του Βασιλικού Μπαλέτου της Σουηδίας. Εμφανίστηκε και στον κινηματογράφο, στις ταινίες «Valentino» (1977), όπου ερμήνευσε τον Ροντόλφο Βαλεντίνο, και «Exposed» (1983) με συμπρωταγωνιστές τη Ναστάζια Κίνσκι και τον Χάρβεϊ Καϊτέλ. Μεταξύ άλλων δημιούργησε το «Nureyev and Friends» διά του οποίου παρουσίαζε προγράμματα χορού σε όλον τον κόσμο. Το 1983 έγινε διευθυντής του Μπαλέτου της Οπερας των Παρισίων, δίνοντας στο ιστορικό συγκρότημα νέα λάμψη. Δοκίμασε να σταδιοδρομήσει ακόμα και ως διευθυντής ορχήστρας, επιβεβαιώνοντας και από αυτό το πόστο πως τα ταλέντα του δεν είχαν όρια. Αλλά και πως η ανάγκη του για δημιουργία ήταν απεριόριστη.

Το πρόωρο τέλος

Ομως, είχε ήδη διαγνωστεί ως οροθετικός από το 1984 και μέρα με τη μέρα η υγεία του επιδεινωνόταν. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ήταν πολύ σκληρά, με τον υπερήφανο, ωραιοπαθή και υπερφιλόδοξο άνδρα να βλέπει σταδιακά την εικόνα του να θολώνει και τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Στις 8 Οκτωβρίου 1992 παρουσίασε την τελευταία λαμπρή χορογραφία του πάνω στην «Μπαγιαντέρα», σε μουσική Λούντβιχ Μίνκους, στην Οπερα των Παρισίων. Ηταν ο τελευταίος θρίαμβος, αλλά και μια παραγωγή την οποία ολοκλήρωσε με μεγάλη προσπάθεια, με μεγάλο πόνο και χάρη στη συγκινητική συμπαράσταση των συνεργατών και φίλων του. Συνέχισε να κάνει σχέδια για το μέλλον και να προσπαθεί να εργάζεται, αν και οι ημέρες του ήταν πια μετρημένες. Στις 6 Ιανουαρίου 1993 άφησε την τελευταία του πνοή στο Παρίσι. Ηταν σχεδόν 55 ετών. Βρίσκεται θαμμένος στο ρωσικό νεκροταφείο της Sainte-Geneviève-des-bois κοντά στο Παρίσι. Τον τάφο του καλύπτει ένα εντυπωσιακό πολύχρωμο χαλί-ψηφιδωτό, έργο του σκηνογράφου και συνεργάτη του Ετσιο Φριτζέριο, εμπνευσμένο από τα ανατολίτικα κιλίμια που τόσο πολύ του άρεσαν.