Το τρίτο κουδούνι αντηχεί. Μπροστά μου ανοίγεται το σπίτι του Τζορτζ και της Μάρθα, αυτού του μοιραίου ζευγαριού που μετράει χρόνια γάμου. Το γραφείο του Τζορτζ με τα ανάκατα χαρτιά· ποτέ άλλωστε δεν κατάφερε να γίνει διευθυντής του Τμήματος Ιστορίας του Πανεπιστημίου, προς τεράστια απογοήτευση της συζύγου του και του πρύτανη πατέρα της. Πιο πέρα το σαλόνι τους και, φυσικά, πάντα εκεί στη βιβλιοθήκη και το μικρό τους μπαρ, καθώς αυτό το βράδυ το μπέρμπον, το τζιν και το κονιάκ θα κυλήσουν άφθονα.

Η Μάρθα και ο Τζορτζ μπαίνουν στο σπίτι. Το γέλιο της αντηχεί. «Τι αχούρι!» φωνάζει. Είναι ήδη πολύ αργά. Αλλά η Μάρθα θέλει κι αυτό το βράδυ να καλύψει το κενό της. Ετσι, έχει καλέσει στο σπίτι ένα νεαρό ζευγάρι που γνώρισε στο πάρτι του πρύτανη μπαμπά: έναν νεαρό αριβίστα καθηγητή Βιολογίας και τη μάλλον αφελή σύζυγό του.

Επάνω στη σκηνή ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης ως Τζορτζ, η Εφη Μουρίκη ως Μάρθα, ο Σπύρος Σταμούλης ως Νικ και η Ελεάνα Στραβοδήμου ως Χάνι. Δεν υποδύονται απλώς τους ήρωες του Αλμπι στο εμβληματικό «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»· τους ενσαρκώνουν.

Βυθίζονται στο σύμπαν τους που παραπαίει ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση, σε ένα υποκριτικό κέντημα με κλωστές βιτριολικού χιούμορ, που αποκαλύπτει ακόμη πιο ισχυρά την απελπισμένη ανάγκη της Μάρθα και του Τζορτζ για επικοινωνία. Απόψε οι εκατέρωθεν προσβολές και το παιχνίδι των αποκαλύψεων θα πέφτουν αλύπητα και οι συνεκτικές ψευδαισθήσεις που τους κρατούν ακόμη μαζί θα κουρελιαστούν.

Ναι, ο Τζορτζ θα τολμήσει την πιο οδυνηρή εγχείρηση χωρίς αναισθητικό: να διαλύσει την ψευδαίσθηση. Μάρτυρες του αλληλοσπαραγμού ο Νικ και η Χάνι, με τον Σπύρο Σταμούλη να αποτυπώνει σε κάθε ματιά του την αδηφάγα φιλοδοξία του χαρακτήρα του και την Ελεάνα Στραβοδήμου να ξεδιπλώνει την εύθραυστη αθωότητα και την ανομολόγητη απελπισία της Χάνι.

Μια συγκλονιστική Εφη Μουρίκη, με μουτζουρωμένα μάτια, γέρνει κουρασμένη το κεφάλι της στον ώμο του καταλυτικού Βλαδίμηρου Κυριακίδη, καθώς εκείνος της ψιθυρίζει τραγουδιστά: «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» – τη φράση που ο Αλμπι είδε γραμμένη στον καθρέφτη ενός σαλούν της Νέας Υόρκης και τη δανείστηκε (σε ένα προφανές λογοπαίγνιο με το γνωστό τραγούδι «Who’s Αfraid of the Βig Βad Wolf?») για να ονοματίσει ένα από τα πιο συγκλονιστικά έργα του παγκόσμιου ρεπερτορίου.

Υστερα τα φώτα της σκηνής σβήνουν και τα φώτα της πλατείας ανάβουν· η πρόβα στο Θέατρο Ζίνα έχει τελειώσει. Σε λίγες ημέρες, την προσεχή Πέμπτη, 9 Οκτωβρίου, έχουν πρεμιέρα. Ο Σωτήρης Τσαφούλιας ανεβαίνει στη σκηνή και φιλάει την Εφη κι ύστερα τον «Βλαντ» του, όπως αποκαλεί τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη.

Η συνεργασία 11 χρόνια μετά

«Ο Βλαδίμηρος είναι ο λόγος που σκηνοθέτησα» μου λέει ο Σωτήρης Τσαφούλιας. «Είχα γράψει το πρώτο μου κείμενο, το σενάριο του “Κοινού παρονομαστή”. Το πήγα στον Βλαδίμηρο, χωρίς να τον γνωρίζω. Είχα πει ότι εάν μου πει ο Βλαδίμηρος πως δεν τον ενδιαφέρει, θα το βάλω στην άκρη. Συναντηθήκαμε και του άρεσε. Είπαμε “πάμε να το κάνουμε”, αλλά μετά ψάχναμε σκηνοθέτη. Πήρε κάποια τηλέφωνα ο Βλαδίμηρος, αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν. Μου λέει: “Να σε ρωτήσω κάτι· όταν το έγραφες δεν το έβλεπες; Γιατί δεν το σκηνοθετείς;”. “Μα, θα με δεχτούν ως σκηνοθέτη;” του απάντησα. “Μπες μπροστά και θα σε δεχτούν· κι άμα χρειάζεσαι κάτι, εδώ είμαι” είπε. Ετσι κάναμε μαζί το 2014 την πρώτη μου ταινία, τον “Κοινό παρονομαστή”. Θυμάμαι ακόμη τη μέρα που μου ζήτησε να φύγει νωρίτερα από το γύρισμα. “Κάνω μια σειρά” μου είπε. “Δεν ξέρω αν θα έχει επιτυχία. `Μην αρχίζεις τη μουρμούρα’ νομίζω τη λένε”. Ε, είχε τελικά άδικο. Γιατί έκανα 11 ολόκληρα χρόνια να τον ξαναπετύχω. Επρεπε να τελειώσει η “Μουρμούρα” για να δουλέψουμε ξανά μαζί».

Credits: Κοσμάς Κουμιανός

Γιατί όμως για την πρώτη τους θεατρική συνεργασία επέλεξαν το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»; «Γιατί είναι ένα από τα πιο ωραία έργα του παγκόσμιου θεάτρου» απαντά η Εφη Μουρίκη. «Ενα έργο που ήταν επανάσταση όταν ανέβηκε το 1962 και συνεχίζει να αφορά όλες τις εποχές. Αυτό συμβαίνει με τα διαχρονικά έργα. Είναι πάντα πολύ μπροστά από την εποχή τους. Γιατί μιλάνε για μεγάλες αλήθειες της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτά τα κείμενα καθρεπτίζουν την κωμικοτραγικότητα των ηρώων τους. Γιατί η ανθρώπινη ύπαρξη είναι στην ουσία της κωμικοτραγική. Ζούμε με τη γνώση του θανάτου…».

«Νομίζω ότι αυτά τα έργα υπάρχουν μέσα μας έτσι κι αλλιώς, θέλουμε δεν θέλουμε, και δοθείσης της ευκαιρίας τα ανεβάζουμε ξανά, καθώς επιθυμούμε να τα συστήνουμε πάλι στο κοινό» συμπληρώνει ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης. «Αυτό πράξαμε με τον “Θάνατο του εμποράκου” του Αρθουρ Μίλερ τα δύο τελευταία χρόνια. Στο Θέατρο Ζίνα πρεσβεύουμε εδώ και χρόνια το μαζικό θέατρο. Μαζικό θέατρο σημαίνει ότι μαζί με το διανοούμενο θεατρόφιλο κοινό έρχεται και πιο λαϊκό κοινό. Είναι μεγάλη χαρά για εμένα να συστήνω σε ανθρώπους που μπορεί να μην ήξεραν τίποτα για τον Αλμπι ένα μεγάλο έργο. Ναι, πιστεύω στο μαζικό θέατρο».

Οσο για τον Σωτήρη Τσαφούλια; «Ηθελα πολύ να δουλέψω με την Εφη και τον Βλαδίμηρο» ομολογεί. «Ηταν δική τους πρόταση το έργο. Οταν μου το είπαν χλώμιασα. Εδώ έγκειται η διαφορά του ωραίου από το υπέροχο. Το ωραίο είναι ένα ωραίο σχήμα, ένα όμορφο τοπίο. Το υπέροχο, όμως, είναι η ανώτερη μορφή του ωραίου που εμπεριέχει και τον κίνδυνο του θανάτου: ένας κεραυνός, μια καταιγίδα. Οταν με πλησιάζει ένα πρότζεκτ που εμπεριέχει και το ενδεχόμενο της “καταστροφής μου”, πέφτω με τα μούτρα. Πρόκειται για το πρώτο κλασικό έργο που σκηνοθετώ στο θέατρο. Εχω μαζί μου τέσσερις εξαιρετικούς ερμηνευτές. Οπότε είναι μεγάλη πρόκληση: να μπεις στο πνεύμα του έργου, αλλά και να κάνεις τον Βλαδίμηρο και την Εφη, αυτούς τους δύο τόσο έμπειρους ηθοποιούς, να σε εμπιστευθούν, να βγουν από το comfort zone τους».

Τζορτζ και Μάρθα

Η Εφη Μουρίκη παραδίδει μια συγκλονιστική Μάρθα. Θορυβώδη αλλά και εσωτερική, ερωτική και απελπισμένη, μια Μάρθα που ποδοπατά τον άνδρα της και την ίδια στιγμή τσακίζεται. «Είναι η Μάρθα ένα τέρας;» τη ρωτώ. «Οχι, δεν είναι» απαντά. «Και η ίδια το κραυγάζει ότι δεν είναι. “Μπορεί να φωνάζω ή να είμαι χυδαία, αλλά δεν είμαι τέρας” λέει. Η Μάρθα έχει μια έντονη αρσενική πλευρά και τις γυναίκες που συμπεριφέρονται σαν άνδρες δεν τις δεχόμαστε εύκολα. Γιατί ακόμη και αν μας ενοχλεί η προσωπικότητα μιας γυναίκας, εάν είναι λίγο τσαχπίνα, εάν καμώνεται λίγο την αθώα, τη δεχόμαστε πιο εύκολα. Αυτό το κατάλαβε πρώτος ο Ιψεν με την Εντα Γκάμπλερ, η οποία, όπως και η Μάρθα, είναι κόρη ενός πατέρα που τη μεγάλωσε σαν άνδρα σε μια κοινωνία που δεν θα της επέτρεπε ποτέ να συμπεριφέρεται έτσι. Η Εντα Γκάμπλερ αυτοκτόνησε. Η Μάρθα κατέφυγε στο αλκοόλ».

Ο Τζορτζ του Βλαδίμηρου Κυριακίδη είναι βιτριολικός και ταυτόχρονα βαθιά πληγωμένος. «Πώς προσέγγισα τον Τζορτζ; Ξεκίνησα με μια ψυχιατρική προσέγγιση, καταγράφοντας, με το δικό μου μυαλό, τις παθήσεις αυτών των δύο ηρώων. Γιατί ζουν με ψευδαισθήσεις. Δεν είναι καθαρόαιμες ψευδαισθήσεις, αλλά μια κατασκευή μυαλού που έχουν κάνει για να μπορούν να υπάρχουν. Παίζουν ένα παιχνίδι που όταν τελειώσει και γυρίσουν στον ρεαλισμό θα αντιμετωπίσουν μια πραγματικότητα πολύ δύσκολη» αναφέρει.

Για τον ίδιο το ζήτημα της αναλγησίας στην επικοινωνία των ζευγαριών είναι κεντρικό. «Μα αποτελεί σύμπτωμα της σύγχρονης μαζικής κουλτούρας» τονίζει. «Εάν βάλεις στην άκρη το βιτριολικό χιούμορ, η Μάρθα και ο Τζορτζ κατακεραυνώνουν ο ένας τον άλλον. Οσο αλκοόλ κι αν πιουν, το κενό τους παραμένει. Και γι’ αυτό είναι χρήσιμο για τα ζευγάρια να δουν αυτό το έργο. Θα καταλάβουν πολλά. Ξεκίνησα λοιπόν, όπως σας είπα, από μία “ψυχιατρική ανάλυση” και μετά την έκανα πέρα. Ηθελα να πάω κόντρα σε αυτή την ανάγκη της κοινωνίας να εξετάζει τα πάντα ψυχιατρικά: κόουτς, ψυχαναλυτές, ψυχιάτρους. Αποφάσισα να αντιμετωπίσω τον πρωταγωνιστή με πιο φιλοσοφική-κοινωνική προσέγγιση. Ο Τζορτζ είναι σύνθετος. Πέρα από το χιούμορ του και την ειρωνεία του, κραυγάζει την ανάγκη του, και η ανάγκη του είναι η Μάρθα. Προσπαθεί απεγνωσμένα να τη φέρει κοντά του. Αλλά δεν μπορεί. Εκείνη έχει περάσει στον κόσμο της φαντασίας της».

Credits: Κοσμάς Κουμιανός

Η Εφη Μουρίκη τον παρατηρεί με ενδιαφέρον. «Λέμε ότι ο Αλμπι ανήκει στο θέατρο του παραλόγου. Βέβαια, ο Μπομπ Γουίλσον, που τον γνώριζε καλά, τον κατηγόρησε ότι ενώ το έργο του ανήκει όντως σε αυτό το είδος, ο ίδιος ήθελε να ανεβαίνει ρεαλιστικά, σχεδόν νατουραλιστικά. Αυτό συμβαίνει και στη δική μας παράσταση, στη σκηνοθεσία του Σωτήρη: από τη μία υπάρχει ο ρεαλισμός, από την άλλη η ποίηση. Και αυτό το στοιχείο το έχω λατρέψει».

Ο Σωτήρης Τσαφούλιας χαμογελάει: «Εάν ψάχναμε έναν σύγχρονο τίτλο για το έργο, αυτός θα ήταν “Placebo”. To ερώτημα “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;” ουσιαστικά σημαίνει “Ποιος φοβάται να ζήσει χωρίς ψευδαισθήσεις;”. Αυτοί οι άνθρωποι αγαπιούνται τόσο, που για να είναι μαζί καταφεύγουν στις ψευδαισθήσεις και στο τέλος παίρνουν τη γενναία απόφαση να τις γκρεμίσουν… Αυτό είναι ποιητικό και ηρωικό ταυτόχρονα».

Ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης τούς κοιτά με παιχνιδιάρικο βλέμμα. «Ωραία όλα αυτά, αλλά το θέμα είναι πώς τα μετατρέπεις σε πράξη επάνω στη σκηνή; Εκεί είναι το στοίχημα. Να οργανώσεις σκέψη, λόγο, σώμα για να φτάσεις στο πεπραγμένο εκεί επάνω, που είναι οδυνηρό και βάλσαμο μαζί για τον ηθοποιό».

Ο Σωτήρης Τσαφούλιας τον ακούει προσεκτικά και συμπληρώνει: «Εχουμε την τύχη να έχουμε παραγωγούς μας την οικογένεια Τάγαρη. Ο Μάρκος, για να μιλήσω για τον πατέρα, είναι ένας άνθρωπος απίστευτης λαϊκής σοφίας. Οταν ήρθε σε μια ανάγνωση και μας άκουσε να μιλάμε για όλα αυτά, είπε: “Εγώ το μόνο που θέλω είναι να δω όλα όσα τώρα λέτε εκεί πάνω. Να τα καταλάβω χωρίς πολλά-πολλά. Μπορείτε;”. Αυτός ο συνεργάτης μάς βοηθάει να μη χάνουμε το κέντρο μας. Στόχος δεν είναι να κάνουμε το έργο οι πέντε μας, αλλά να κάνουμε το κοινό να ενδιαφερθεί. Να καταλάβουμε όλοι ότι δεν είμαστε μόνοι. Οτι τον ίδιο πόνο και το ίδιο κενό το έχουν ζήσει κι άλλοι. Στη ζωή δεν είναι το βάρος ενός φορτίου που συνθλίβει τον άνθρωπο· είναι ο τρόπος που το κουβαλά. Αυτό θέλει να δείξει η σκηνοθεσία μου».

«Ποιος φοβάται να ζήσει μια ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις;»

Το ερώτημα βέβαια παραμένει: «Ποιος φοβάται να ζήσει μια ζωή χωρίς ψευδαισθήσεις;». «Μιλάτε σε ηθοποιούς» απαντά ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης. «Εμείς παίρνουμε τη σκηνική ψευδαίσθηση και τη μεταφέρουμε στο κοινό. Δεν ξέρω πού κάνουμε τον διαχωρισμό. Εγώ δεν τη φοβάμαι την ψευδαίσθηση». Η Εφη Μουρίκη διαφωνεί. «Μου αρέσει το όνειρο, η ποίηση, αλλά όχι η ψευδαίσθηση. Δεν τη θέλω στη ζωή μου».

Ο Σωτήρης Τσαφούλιας είναι πάλι σκεπτικός: «Εχετε γνωρίσει σοβαρό καλλιτέχνη χωρίς να διακρίνετε ότι διακατέχεται από μια θλίψη; Εάν ζούσε με ψευδαισθήσεις θα ήταν μόνο χαρούμενος. Η τέχνη χρησιμοποιεί το ψέμα για να πει μια μεγάλη αλήθεια. Και δράττομαι της ευκαιρίας να μιλήσω για ένα λάθος που κάνουν συχνά οι δημοσιογράφοι. Λένε: “Ο δράστης έπαιζε θέατρο, σκηνοθέτησε τον τόπο του εγκλήματος”. Το θέατρο δεν εξαπατά κανέναν. Μην μπερδεύουμε την υποκριτική με την υποκρισία. Τους καλλιτέχνες δεν τους εκτιμάμε έτσι κι αλλιώς αρκετά. Φαίνεται παντού από τον δημόσιο λόγο. Γίνεται κάτι και θα πουν “ο δημοφιλής influencer”, “η κόρη γνωστού επιχειρηματία”… Ομως ο Μαζωνάκης θα είναι στα μανταλάκια με ονοματεπώνυμο, όπως ο γιος του Μάλαμα ή ο Κυριακίδης ή ο Τσαφούλιας. Ζούμε σε επικίνδυνους καιρούς. Κάθε ημέρα χάνεται και μια ελευθερία».

«Νομίζω η πιο πολύτιμη ελευθερία που χάνεται είναι η δημιουργία. Μπορεί η ΑΙ να παράγει τέχνη; Μα είναι δυνατόν;» συμπληρώνει η Εφη Μουρίκη. «Μα πάντα στην τέχνη κυνηγάμε το ανθρώπινο λάθος. Εάν έρθει μια ΑΙ και οργανώσει την παράσταση με ΑΙ ηθοποιούς και σκηνοθέτες, είναι βέβαιο ότι θα πλήξουμε» προσθέτει ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης.

Για τον Σωτήρη Τσαφούλια λοιπόν το πρόβλημα έγκειται στην αναζήτηση της τελειότητας. «Ο άνθρωπος είναι ημιτελές πλάσμα. Οπου υπάρχει τελειότητα, δεν υπάρχει ανθρωπιά. Πάει και τελείωσε: ό,τι δεν μπορεί να ερωτευτεί και δεν μπορεί να πεθάνει, δεν μπορεί να παράξει τέχνη».

Λίγο πριν κλείσουμε τη συνέντευξη, τους ρωτώ για τη μεγαλύτερη ψευδαίσθηση που κουβαλάμε ως λαός. Ο Σωτήρης Τσαφούλιας παίρνει τον λόγο: «Η αυστηρότητα ενός λαού που, ενώ απέχει πολύ από την τελειότητα, δεν χωράει στο μυαλό του ότι άνοιξε μια λακκούβα στον δρόμο, ενώ οι δρόμοι είναι γεμάτοι λακκούβες. Η ψευδαίσθηση ότι έχουμε πετάξει από πάνω μας 1.000 χρόνια Βυζαντίου – για εμένα ειρήσθω εν παρόδω ήταν η καταστροφή του ελληνισμού – και συνδεόμαστε απευθείας με τους αρχαίους, ενώ δεν έχουμε ιδέα τι έχουν πει. Παράλληλα, όποιος διαβάζει αρχαία ελληνικά κείμενα ή αγαπά τους αρχαίους θεωρείται περίεργος. Δώσαμε στους φασίστες τα σύμβολα, τις σημαίες, τον Ηράκλειτο. Είμαστε η χώρα που δεν τη νοιάζει η ουσία. Τη νοιάζει η επίφαση: να δείχνει ότι ξέρει ενώ δεν γνωρίζει. Αυτή τη στιγμή ασχολούμαστε με το θέμα Μαζωνάκη, ενώ υπάρχει υπουργός της κυβέρνησης που βγαίνει και λέει ότι δεν αναγνωρίζει το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, όταν το έχει αναγνωρίσει η χώρα του. Γιατί; Γιατί έτσι γουστάρει».

Η Εφη Μουρίκη στέκεται στο έλλειμμα παιδείας: «Από αυτό πάσχουμε, για αυτό συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν. Θέλω όμως να πω κάτι θετικό. Σήμερα μιλούσα με μια κοπέλα. Είναι 22 ετών. Της αρέσει η ροκ και η κλασική μουσική, διαβάζει Ντοστογέφσκι και άλλους μεγάλους συγγραφείς. Και ήταν μια όαση αυτό το γλυκύτατο πλάσμα που μου είπε ότι χρησιμοποιεί το κινητό της μόνο για να την εξυπηρετεί. Ποιος την έφερε κοντά σε όλα αυτά; Ενας δάσκαλός της. Τον οποίο ευγνωμονεί όπως ακριβώς ευγνωμονούσε ο Καμί τον δικό του Δάσκαλο».

Ζούμε σε δύσκολα χρόνια, συμφωνεί και ο Βλαδίμηρος Κυριακίδης: «Βιώνουμε την παγκοσμιοποίηση, την αμερικανοποίηση δηλαδή, την κατάρρευση του καπιταλισμού. Μέσα σε αυτή τη μαυρίλα, όμως, το θέατρο ανθεί. Είναι η διαφυγή μας. Σκέφτομαι ότι όταν το 1949 ανέβηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα από τον Κάρολο Κουν “Ο θάνατος του εμποράκου”, μπορεί να μην είχαμε σαφή εικόνα των υπαινικτικών κοινωνικών καταγγελιών που προσπαθούσε να καταδείξει, σήμερα όμως είναι ξεκάθαρο τι πρεσβεύει. Ετσι και στο “Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ” του Αλμπι το κοινό θα δει αλήθειες οδυνηρές και όμορφες μαζί. Θα καταλάβει πως το έργο πραγματεύεται τη ζωή πολλών ανθρώπων. Το θεατρικό αυτό έχει τρεις πράξεις. Ο Αλμπι είπε πως η τέταρτη γράφεται όταν τα ζευγάρια των θεατών φύγουν και πάνε σπίτι τους. Στην ερώτηση πώς θα βρει η αυγή τη Μάρθα και τον Τζορτζ, την απάντηση τη δίνει ο καθένας μόνος του».

INFO

«Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ»: Θέατρο Ζίνα (Λεωφ. Αλεξάνδρας 74, Αθήνα), Τετάρτη έως Κυριακή.

Πρεµιέρα Πέµπτη 9 Οκτωβρίου.