Τι είναι το πιο δύσκολο στην Αθήνα αυτή τη στιγμή; Να βρεις δύο εισιτήρια για μία από τις καλές θεατρικές παραστάσεις που υπάρχουν! Δεν εννοώ Παρασκευή ή Σάββατο, που υποτίθεται πως βγαίνει όλος ο κόσμος, αλλά οποιαδήποτε ημέρα. Στις μουσικές σκηνές δεν υπάρχει το παραμικρό πρόβλημα: παρά την προσπάθεια των επιχειρηματιών να τις μετατρέψουν και αυτές σε θέατρα (με έκδοση εισιτηρίων ηλεκτρονικά, με θέσεις αριθμημένες κ.τ.λ.), ακόμα κι αν πας τελευταία στιγμή, κάπου θα σε βάλουν. Για να βρεις τραπέζι σε μπουζούκια πρόβλημα έπαψε να υπάρχει με το τέλος των γιορτών: έχουν περάσει και οι καιροί που οι χοροί των λογιών-λογιών συλλόγων διαδέχονταν ο ένας τον άλλον, οπότε πλέον σε περιμένουν με ανοιχτές αγκάλες – άλλωστε, τα πιο πολλά λειτουργούν ένα διήμερο. Στα θέατρα, όμως, αν και αυτά είναι ανοιχτά τέσσερις ή και πέντε ημέρες την εβδομάδα, καταγράφεται το αδιαχώρητο. Πιθανότατα όχι παντού, πλην όμως στα περισσότερα. Και δεν είναι θέμα ρεπερτορίου: παντού έχει κόσμο – και σε κωμωδίες και σε δράματα και σε παραστάσεις που βασίζονται σε κλασικά κείμενα και στα «πειραματικά» και στο Μέγαρο Μουσικής και στην υπέροχη Λυρική μας. Αν βγει η φήμη ότι η παράσταση είναι καλή, γίνεται χαμός! Οπου κι αν βρίσκεται το θέατρο, το κοινό των θεατρόφιλων τρέχει. Και είναι ένα κοινό που συνεχώς μεγαλώνει.

Αποκτήσαμε ξαφνικά τόσο σπουδαίες παραστάσεις ώστε ο κόσμος τρέχει σε αυτές πληρώνοντας μάλιστα και εισιτήρια ακριβούτσικα; Μολονότι χαίρομαι για την επιτυχία των ελληνικών θεάτρων, δεν θα το έλεγα. Αρκετές από τις παραστάσεις που σκίζουν είναι απλώς αξιοπρεπείς – βέβαια, δεν το λες και λίγο. Η επιτυχία, ωστόσο, δεν έχει να κάνει τόσο με το ρεπερτόριο – νομίζω πως έχει άλλες εξηγήσεις. Η πιο απλή έχει να κάνει με την τηλεόραση, στην οποία μετά από χρόνια επέστρεψαν τα σίριαλ – και μάλιστα τα καθημερινά, τα ακριβά και τα μεγάλα. Μπορεί όλοι να μιλούν για «πλατφόρμες» και να ρωτούν αν υπάρχει τίποτα καλό στο Netflix, πλην όμως η τηλεόρασή μας ακόμα δημιουργεί πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνιστές τραβούν κόσμο στο θέατρο – αν μάλιστα έχει και η ζωή τους κατιτίς το θεατρικό, ακόμα καλύτερα! Ο κόσμος έχει μια ακόρεστη όρεξη να τσεκάρει τις ερμηνευτικές ικανότητες όσων παρακολουθεί στην τηλεόραση ή απλώς να τους δει από κοντά – το κάνει και με τον Στέφανο Τσιτσιπά ή με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο, όταν έρχονται να αγωνιστούν στην Ελλάδα, είναι ανθρώπινο. Ενας επιπλέον λόγος είναι ότι στην πανδημία το θέατρο έλειψε: το παλιό του κοινό δεν έμεινε ποτέ ευχαριστημένο από τις online μεταδόσεις παραστάσεων που χωρίς κόσμο ήταν αφόρητα κρύες. Οταν οι πόρτες των θεάτρων ξανάνοιξαν, όλοι έτρεξαν να γεμίσουν τις αίθουσες στο όνομα μιας παλιάς αγάπης – αυτές είναι που αντέχουν και πιο πολύ. Κι έτσι το πράγμα ξανάγινε μόδα και στην Ελλάδα ό,τι γίνεται μόδα κρατάει πολύ. Τα θέατρα ζουν μεγαλεία κι ας μην είναι καθόλου φθηνή διασκέδαση: ένα ζευγάρι χρειάζεται κοντά πενήντα ευρώ χωρίς να προσθέσουμε στη βραδιά ποτό ή φαγητό αμέσως μετά το τέλος της παράστασης.

Ακούω όλο και πιο πολύ ότι, αντίθετα από τα θέατρα, τα σινεμά μας υποφέρουν, παρόλο που ως διασκέδαση παραμένουν πιο φθηνή. Τις τελευταίες εβδομάδες, όταν οι ταινίες που παίζονται στα σινεμά ξεπερνούν όλες μαζί το φράγμα των 90.000 εισιτηρίων, όσοι αγωνιούν για το αν θα υπάρχουν κινηματογραφικές αίθουσες ξεφυσούν από ανακούφιση: στην πραγματικότητα, το νούμερο είναι μικρό. Κι εδώ η εξήγηση έχει να κάνει με την πανδημία: οι κάποτε εκκλήσεις να μείνουμε σπίτι συνοδεύθηκαν από την ανάγκη μένοντας μέσα να οργανωθούμε. Κάπως έτσι ένας κόσμος ανακάλυψε την «οικιακή διασκέδαση», δηλαδή το να καις το μυαλό σου παρακολουθώντας του κόσμου τα απίθανα στο Netflix – και όχι μόνο. Το τι είδες κλεισμένος στο σπίτι δεν περιγράφεται: σίριαλ με Κορεάτες που πυροβολούν ο ένας τον άλλον, εγγλέζες γιαγιάδες να λύνουν αστυνομικά αινίγματα, ριάλιτι με υποψήφιες νύφες και ξαναμμένους γαμπρούς και φυσικά ταινίες τόσο πολλές που ούτε τις θυμάσαι καν. Το αποτέλεσμα όλου αυτού του τηλεοπτικού συρφετού εικόνων είναι ότι έχεις πια στο μυαλό σου τη βεβαιότητα πως αν τέτοιες θες, υπάρχουν σπίτι σου. Και ότι δεν χρειάζεται να τις αναζητείς σε σκοτεινές αίθουσες.

Και μετά υπάρχει και κάτι άλλο: στις μεγάλες τους δόξες τα σινεμά πούλησαν λίγο την ψυχή τους στην κατανάλωση, πράγμα που το θέατρο δεν έκανε ποτέ. Οχι, δεν αναφέρομαι στην εμπορικότητα των ταινιών (σήμερα αυτή είναι άλλωστε που λείπει), αλλά αναφέρομαι στην ίδια τη στέγαση των σινεμά σε εμπορικά κέντρα ή τη μετατροπή τους σε παράδεισους κατανάλωσης. Για χρόνια σε ένα από τα αγαπημένα μου πολυσινεμά μπορούσες να φας, να πιεις, να παίξεις μπόουλινγκ, να αγοράσεις μπιχλιμπίδια, να κάνεις τόσο πολλά που το να δεις μια ταινία σού έμοιαζε το λιγότερο σημαντικό – όχι τυχαία, αυτός ο διασκεδαστικός παιδότοπος για ενηλίκους σήμερα έκλεισε. Στις μεγάλες δόξες των sold out οι κινηματογραφικές αίθουσες έγιναν απλά παρακλάδια φαστφουντάδικων και νόμιζες πως αποτελούν συμπλήρωμα σε μπουτίκ και πιτσαρίες – σιγά-σιγά η προτεραιότητα χάθηκε, δηλαδή δεν ήξερες αν βρέθηκες στους πολυχώρους της κατανάλωσης για να δεις μια ταινία ή για να αγοράσεις πουλόβερ. Η ιερότητα του σινεμά έσβησε, η κινηματογραφοφιλία άφησε τη θέση της στη διασκέδαση, αλλά διασκέδαση μπορεί να είναι πολλά πράγματα. Ετσι, ενώ τα σινεμά γέμιζαν, στην πραγματικότητα άδειαζαν. Θέλω να πω πως όλοι αυτοί που βοηθούσαν τα μπλοκμπάστερ να κάνουν και στη χώρα μας πάταγο δεν ήταν συνειδητοί λάτρεις της έβδομης τέχνης, αλλά κόσμος που διασκέδαζε τα Σαββατοκύριακα – και τώρα το κάνει, απλώς τις άλλες ημέρες βλέπει ταινίες στο σπίτι.

Κάπως έτσι φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Το σινεμά «ελάφρυνε», οι ταινίες που βλέπαμε δεν δημιουργούσαν πια προβληματισμούς, αλλά ήταν ένα ωραίο περιτύλιγμα του μπέργκερ – σημαντικές όσο το ποπ κορν και το αναψυκτικό που τις συνόδευε. Ενώ την ίδια στιγμή το θέατρό μας σοβαρευόταν – ήταν μια έξοδος πολυτελείας, μια ωραία βραδιά. Η ιστορία απέδειξε πως έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από ωραίες βραδιές παρά από νύχτες διασκέδασης. Και αν βρίσκαμε και κανένα εισιτήριο να δούμε κανένα εργάκι, όλα θα ήταν καλύτερα…