Εχουν γραφτεί πάρα πολλά για την τέχνη της και για τη ζωή της, διθυραμβικά και αποθεωτικά αλλά και αυθαίρετα, ανακριβή, ακόμα και προσβλητικά για τη μνήμη της. Θα γραφτούν και άλλα με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή της που συμπληρώνονται τον ερχόμενο Δεκέμβριο. Θα γίνουν και πολλές εκδηλώσεις στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό στο πλαίσιο της ανακήρυξης του 2023 ως Eπετειακού Ετους Μαρίας Κάλλας από την UNESCO.

Είναι βεβαίως απαραίτητο να μην ξεχνάμε ανθρώπους όπως εκείνη, που με την προσφορά τους σφράγισαν τη διαδρομή της ανθρωπότητας – γιατί αυτό έκανε και η Κάλλας με την τέχνη της. Την ίδια στιγμή άνθρωποι όπως εκείνη δεν έχουν ανάγκη από επετείους για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Θα υπάρχουν πάντα χάρη στην ανεκτίμητη κληρονομιά τους.

Ομως, όσο θαυμασμό και αν προκαλεί μετά τον θάνατό της η Κάλλας ως καλλιτέχνιδα – το πριν είναι ένα άλλο κεφάλαιο, με πολλές δυσκολίες, πολλές αμφισβητήσεις, πολλές πίκρες και πολύ αγώνα -, η Μαρία, ο άνθρωπος πίσω από την ντίβα, εξακολουθεί να είναι εικόνα θολή. Επειδή την έχουν λερώσει με ανεπιβεβαίωτες φήμες, ψευτιές και φθηνά κουτσομπολιά ακόμα και βιογράφοι που διεκδίκησαν τον χαρακτηρισμό του έγκυρου. Ευτυχώς στην περίπτωσή της, όπως το ταλέντο της λάμπει όλο και με πιο δυνατή λάμψη σε πείσμα εκείνων που κάποτε την είχαν βρει ανεπαρκή, έτσι και η αλήθεια του χαρακτήρα και της προσωπικότητάς της αποκαλύπτεται εύκολα αν ξεφυλλίσεις την αλληλογραφία της και αν ανατρέξεις στις μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν μαζί της. Εκείνων που όχι απλώς χειροκρότησαν την Κάλλας αλλά μοιράστηκαν την καθημερινότητα της απλής, καταδεκτικής, χαριτωμένης Μαρίας. Αυτή τη συγκινητική Μαρία επιχειρούμε να επανασυστήσουμε σήμερα στους θαυμαστές της Κάλλας μέσα από αξιοσημείωτα ντοκουμέντα. Ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν οι αδημοσίευτες μαρτυρίες που έβγαλε από το αρχείο της και μας πρόσφερε με μεγάλη γενναιοδωρία η Βίκυ Ανθοπούλου, ανιψιά της διεθνούς φήμης πιανίστριας Βάσως Δεβετζή, που υπήρξε επιστήθια φίλη τής υψιφώνου κατά τα δέκα τελευταία χρόνια της ζωής της.

«Από τον Οκτώβριο του 1981 που εγκαταστάθηκα στο Παρίσι για σπουδές, είχα την τύχη να γνωρίσω την Μπρούνα Λούπολι και τον Φερούτσο Μετσάντρι», θυμάται η Βίκυ Ανθοπούλου, «τους δύο πιστούς ανθρώπους της Μαρίας Κάλλας, την αληθινή της οικογένεια, όπως τους αποκαλούσε η ίδια, και να συνδεθώ από τότε για πολλά χρόνια μαζί τους. Ερχονταν συχνά στο σπίτι της θείας μου, της Βάσως Δεβετζή, με την οποία διατήρησαν στενή επαφή μέχρι και τον δικό της αιφνίδιο θάνατο τον Νοέμβριο του 1987. Στις περισσότερες από τις ιδιωτικές αυτές συναντήσεις, και στα τρισάγια που έκαναν στην εκκλησία του Αγίου Στεφάνου, ήμουν παρούσα. Μου έδιναν τη χαρά να με δέχονται με εμπιστοσύνη, να απαντούν στις ερωτήσεις μου, αργότερα μάλιστα να μου υπαγορεύουν τις αναμνήσεις τους, με την προοπτική κάποτε να διασωθούν στη μνήμη».

Μερικές από αυτές τις σελίδες (όπως τη μαρτυρία της Μπ. Λούπολι) μοιράζεται σήμερα μαζί μας η Β. Ανθοπούλου. Η οποία εκτός από τον θησαυρό των νεανικών αναμνήσεών της μας κάνει ένα ακόμα δώρο: Πρόκειται για αδημοσίευτα μέχρι τώρα αποσπάσματα από τις πρόσφατες τηλεφωνικές συνομιλίες της με τον 88χρονο σήμερα Φερούτσο, ο οποίος είναι πια ο μόνος που απομένει από τους πολύ έμπιστους και αγαπημένους ανθρώπους της Μαρίας Κάλλας. Ας δούμε λοιπόν τι έλεγαν τα δικά της πρόσωπα αλλά και τι αποκαλύπτουν οι επιστολές της ίδιας της Κάλλας σε φίλους και συνεργάτες – τα αποσπάσματα που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από το βιβλίο του Τομ Βολφ «Μαρία Κάλλας – Γράμματα και αναμνήσεις» (στα ελληνικά από εκδ. Πατάκη), ο οποίος έχει επίσης σκηνοθετήσει το εξαιρετικά ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ «Maria by Callas» («Η Μαρία Κάλλας εξομολογείται», 2017).

Η Κάλλας και ο Μετσάντρι στους δρόμους του Παρισιού, το 1969.

Φερούτσο Μετσάντρι, ο μπάτλερ

«Είχα την τύχη να ζήσω και να δουλέψω κοντά στη Μαρία Κάλλας τα 20 τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής της. Και ο Θεός θέλησε να σβήσει μέσα στα χέρια μου μια μέρα, τόσο νέα και τόσο όμορφη ακόμα… Από τότε κι όσο περνούν τα χρόνια, τη σκέπτομαι διαρκώς, κάθε μέρα περισσότερο. Κάθομαι και της μιλώ στο μικρό σαλονάκι όπου έχω τις φωτογραφίες της. Μου λείπει. (…) Ενιωθα πάντα μεγάλο σεβασμό για κείνην. Οταν με κοίταζε με κείνα τα πελώρια μαύρα μάτια της, όλο φλόγα, έλαμπε ο κόσμος. Μου φερόταν σαν τον μικρό της αδερφό, με συμβούλευε για το καθετί, ιδίως να έχω πάντα σεβασμό για όλους. Είχε κι η ίδια μεγάλο σεβασμό για κάθε άνθρωπο, όσο ταπεινός κι αν ήταν. Φερόταν το ίδιο σε πλούσιους και φτωχούς. Εμένα και την Μπρούνα, καθώς και όλους όσοι δούλευαν κατά καιρούς κοντά της, την Ελενα, την Κονσουέλο, μας σύστηνε πάντα με το μικρό μας όνομα. Ποτέ δεν είπε «ο σοφέρ μου». Πάντα ο Φερούτσο ΜΟΥ. Και ήξερε να επιβάλλει και στο περιβάλλον της τον σεβασμό απέναντί μας. Της άρεσε πολύ η εργατικότητα. Χαιρόταν να βλέπει τον άνθρωπο να δημιουργεί. Και θαύμαζε καθετί που γινόταν με μεράκι. «Τι ωραία στρωμένο τραπέζι! Τι ωραία στολισμένα τα βάζα!». Ηξερε να εκτιμά τον κόπο και τη φροντίδα των άλλων και πάντα να λέει τον καλό τον λόγο, γιατί κι εκείνη ήταν τόσο ολοκληρωτικά δοσμένη στη δουλειά της, που γινόταν για χάρη της σχολαστική και τελειομανής. Είχε τον έρωτα του όμορφου και του καλού. Ηθελε τα πάντα πάνω της και γύρω της να είναι καθαρά και αρμονικά. Οταν γύριζε στο σπίτι, ήταν όλο χαρά που επιτέλους θα έβρισκε τον χώρο της, το βασίλειό της. Εκεί ένιωθε ασφαλής. Κι εμείς νιώθαμε τυχεροί που την είχαμε. Γιατί ήταν μια αληθινή κυρία. Δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ καλύτερη κυρά!

(…)

Ζήσαμε μαζί τα ωραιότερα χρόνια. Εκτός από τη δουλειά της, στον ελεύθερο χρόνο της δεν ήθελε να σκέφτεται. Ηθελε να γεμίζει τις μπαταρίες της μέσα στην ησυχία κι εμάς κοντά της, γύρω της, να νιώθει στο περιβάλλον της ασφάλεια κι εμπιστοσύνη. Πολλές φορές, μου έπιανε την κουβέντα και μου διηγείτο ιστορίες από τα παιδικά και νεανικά της χρόνια. «Οι νέοι σήμερα τα βρίσκουν όλα έτοιμα και τα θεωρούν δεδομένα» έλεγε. «Δεν ξέρουν τι θα πει ζωή…». Τα τελευταία χρόνια, μετά τη διεθνή περιοδεία της με τον Ντι Στέφανο, μου επαναλάμβανε πικρά: «Να προσέχεις τους ανθρώπους. Να μη δίνεσαι. Μάθαινε από τα δικά μου παθήματα. Οσο εσύ ανοίγεις την καρδιά σου τόσο παραμονεύει πίσω από την πλάτη σου το μαχαίρι!». Είχε φερθεί συχνά απερίσκεπτα στη ζωή της, γιατί η ταχύτητα με την οποία ζούσε δεν της επέτρεπε να προφυλάξει τον εαυτό της. Η ορμητική της φύση και η ευπιστία της την είχαν πολλές φορές παρασύρει. Οταν το συνειδητοποιούσε ήταν πολύ αργά. Το κακό είχε γίνει… Δεν ήταν διανοούμενη για να αναλύει. Χωρίς δεύτερη σκέψη, βιαζόταν να τα ζήσει και να τα χορτάσει όλα, λες και ήξερε πως η ζωή της θα ήταν σύντομη και τα νιάτα της θα διαρκούσαν πολύ λίγο. Αντιλαμβανόταν τα λάθη της εκ των υστέρων, όταν ερχόταν η στιγμή που υπέφερε γι’ αυτά. Κοντά της τελείωσα το μεγάλο σχολείο της ζωής. Την ένιωθα σα μεγάλη μου αδερφή. Τόσα είχα μοιραστεί μαζί της, που τα τελευταία χρόνια μού έλεγε: «Γιατί δε γράφεις τη ζωή μου; Εσύ την ξέρεις καλύτερα απ’ όλους. Αρχισε, κι εγώ θα σε βοηθήσω».

Μπορεί στη δουλειά της να ήταν αυστηρή, γιατί ήταν πρώτα-πρώτα απαιτητική με τον εαυτό της. Αλλά στην καθημερινότητά της ήταν μια ευγενική κυρία και συγχρόνως ένα ατίθασο, σκανδαλιάρικο κοριτσόπουλο. Γι’ αυτό και η ζωή μαζί της είχε μεν περιπέτειες, αλλά ήταν και πολύ ευχάριστη. Ηξερε να εκτιμά τους ανθρώπους και να είναι ευγνώμων. Πάντα προσπαθούσε να ανταποδίδει το καλό και να μην αδικεί. Αγαπούσε χωρίς υστεροβουλία κι ήταν καλοπροαίρετη. Γι αυτό και υπέφερε, υπέφερε πολύ».

Η ντίβα με τη δασκάλα της, την ισπανίδα υψίφωνο Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, έπειτα από εμφάνιση στη Βαρκελώνη το 1959 (σε δεύτερο πλάνο ο Φραντσέσκ Μασό του Grand Teatre de Liceu).

Ελβίρα ντε Ιντάλγκο, η δασκάλα

Το 1934 η διάσημη ισπανίδα σοπράνο, που είχε αγαπηθεί πολύ και από το ελληνικό κοινό, δέχθηκε τη θέση καθηγήτριας μονωδίας και μελοδραματικής στο Ωδείο Αθηνών. Το 1939 στην τάξη της γράφτηκε η Μαρία Καλογεροπούλου. Η Ντε Ιντάλγκο έδωσε μάχη για τη δεχθούν. Η ελλιπής εκείνη την εποχή θεωρητική κατάρτισή της, η άχαρη εμφάνισή της και ο απότομος και συνεσταλμένος τρόπος της Μαρίας δεν άρεσαν στην επιτροπή του Ωδείου, που ήταν έτοιμη να την απορρίψει. Ομως η Ντε Ιντάλγκο είχε διαγνώσει από την πρώτη στιγμή το τεράστιο ταλέντο («Καλλιτεχνική προσωπικότητα σαν ένα φουσκωμένο ποτάμι. Αυτή την εντύπωση θυμάμαι ότι μου έκανε από την πρώτη φορά που τη συνάντησα») και ανέλαβε τη Μαρία χωρίς να της πάρει ποτέ χρήματα – όπως είχε κάνει και με άλλους ταλαντούχους μαθητές. Ανάμεσα στη δασκάλα και στη μαθήτρια αναπτύχθηκε βαθιά σχέση εκτίμησης και αγάπης, με την Ντε Ιντάλγκο να παραμένει πάντα στο πλευρό της, αντικαθιστώντας με τον δικό της τρόπο τη μητέρα που η Μαρία δεν βρήκε στο πρόσωπο της βιολογικής μητέρας της. Και με τη Μαρία να δηλώνει με κάθε ευκαιρία πως της όφειλε τα πάντα: «Επαναλαμβάνω με συγκίνηση, αφοσίωση κι ευγνωμοσύνη ότι σε αυτή την επιφανή ισπανίδα καλλιτέχνιδα οφείλω όλη μου την προπαρασκευή και τη διαμόρφωση ως ηθοποιού και μουσικού. Αυτή η εκλεκτή γυναίκα, η οποία εκτός από την πολύτιμη διδασκαλία της μου έδωσε κι όλη την καρδιά της, υπήρξε μάρτυρας της ζωής μου στην Αθήνα, τόσο της καλλιτεχνικής όσο και της οικογενειακής. Θα μπορούσε να πει για εμένα περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον, γιατί μαζί της είχα τη μεγαλύτερη επαφή και οικειότητα».

Λεωνίδας Λαντζούνης, ο νονός

Πρόκειται για τον οικογενειακό φίλο που τη 2α Δεκεμβρίου 1923 πήγε τη μητέρα της Κάλλας, Λίτσα, στο Flower Hospital του Μανχάταν για να γεννήσει, ο οποίος λόγω της επαγγελματικής ιδιότητάς του (ήταν γιατρός) πήρε άδεια να παραστεί στον τοκετό και στη συνέχεια βάφτισε τη Μαρία. Είναι, την ίδια στιγμή, ο άνθρωπος που της έδωσε τα απαραίτητα χρήματα για να πάει στην Ιταλία και να ξεκινήσει τη διεθνή σταδιοδρομία της. Μαζί του θα αναπτύξει στενό δεσμό για όλη τη ζωή της. Το 1950 του γράφει: «Αγαπητέ Λίο, είναι αλήθεια πως η ζωή μου και η ζωή σου μοιάζουν πολύ. Εσύ έχεις παντρευτεί μια αρκετά νεότερή σου γυναίκα, εγώ έναν αρκετά μεγαλύτερό μου άνδρα. Και των δυο μας ο γάμος είναι ευτυχισμένος. Και οι δυο μας έχουμε γίνει διάσημοι, εσύ ως γιατρός και εγώ ως σοπράνο. Και οι δυο μας έχουμε δουλέψει σκληρά. Την επιτυχία μας και την ευτυχία μας την κερδίσαμε με πολύ κόπο. Ετσι δεν είναι; (…) Αγάπα με και πίστευε σε εμένα σε παρακαλώ. Μοιάζουμε τόσο πολύ. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ, όπως δεν θα ξεχάσω ποτέ και πόση κατανόηση μου έχεις δείξει». Πολλά χρόνια μετά, το 1977, του γράφει από το Παρίσι: «Σε νιώθω οικογένειά μου. Είναι παράξενο, αλλά τελικά οι δεσμοί του αίματος δεν είναι και τόσο ισχυροί. Η οικογένειά μου δεν μου επιφύλαξε ποτέ τίποτε άλλο από δυστυχία. Αντίθετα εσύ ήσουν πάντα πηγή χαράς και ευτυχίας».

Πιερ Πάολο Παζολίνι, ο σκηνοθέτης

Οι φωτογραφίες από τις κοινές διακοπές τους δείχνουν δύο ανθρώπους χαρούμενους, που απολαμβάνουν ο ένας την παρέα του άλλου. Φαίνεται πως από τους σπουδαίους σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκε (μεταξύ των οποίων ο Λουκίνο Βισκόντι και ο Φράνκο Τζεφιρέλι) η Κάλλας την πιο στενή φιλική σχέση την ανέπτυξε με τον Πιερ Πάολο Παζολίνι. Μάλιστα κάποια «κίτρινα» δημοσιεύματα του Τύπου τούς ήθελαν να έχουν και ερωτική σχέση. «Το σίγουρο είναι πως δεν πλήττουμε ποτέ όταν είμαστε μαζί» του έγραφε κάποια στιγμή η Μαρία και συνέχιζε με χιούμορ: «Εχω πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να σου γράψω. Προφανώς δεν περιμένεις αριστουργήματα από εμένα. Δεν είμαι, δα, και ο Παζολίνι! Σε φιλώ πολύ πολύ, η Μαρία σου». «Σήμερα συνέλαβα μια στιγμή από τη λάμψη σου» της έγραφε εκείνος την περίοδο που γύριζαν μαζί την κινηματογραφική «Μήδεια» (1969): «Ισως ήθελες να μου τη δώσεις όλη. Δεν γίνεται, όμως. Κάθε μέρα και από μια αναλαμπή, και στο τέλος θα είναι εκεί όλο το φως, άθικτο».

Πριγκίπισσα Γκρέις του Μονακό, η θαυμάστρια

Ηταν η μοναδική διασημότητα που παρέστη στην κηδεία της Κάλλας στο Παρίσι, και αυτό δείχνει πολλά για τη σχέση που είχαν αναπτύξει και για την αγάπη που της είχε. Η στενή αυτή σχέση φαίνεται και στην αλληλογραφία τους, όπου η Κάλλας με συγκινητική ειλικρίνεια αποκαλύπτεται σε όλη την ευθραυστότητά της. Σε επιστολή τού 1973, γραμμένη στο Μόναχο, διαβάζουμε: «Αγαπητή Γκρέις, διάβασα το ευγενικό σου γράμμα και για άλλη μια φορά διαπίστωσα πόσο καλή φίλη είσαι. Τα πράγματα εδώ πήγαν πολύ καλά. Οι Γερμανοί με αγαπάνε και έδειξαν κατανόηση για τις μικρές μου αδυναμίες. Γνωρίζουν ασφαλώς πως δεν είμαι αυτή που ήμουν πριν από δέκα ή δεκαπέντε χρόνια, όμως έχω καταφέρει όλα αυτά τα χρόνια να σταθεροποιήσω τη φωνή μου. Κατά τη διάρκεια αυτής της παρατεταμένης τουρνέ θα αποκτώ όλο και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και θα βελτιώνομαι. (…) Πριν φύγω για τη Μαδρίτη θα σου τηλεφωνήσω. (…) Ολη μου την αγάπη σε όλους σας. Να σε έχει ο Θεός καλά, γιατί είσαι πράγματι αξιαγάπητη. Τρυφερά δική σου, Μαρία».

Στιγμιότυπο από τη συνέντευξη Τύπου για το περίφημο Γκαλά στην Όπερα των Παρισίων, το 1958.

Τζουλιέτα Σιμιονάτο, η συνάδελφος

Γεννημένη στο Φόρλι στις 12 Μαΐου 1910, η μεσόφωνος Τζουλιέτα Σιμιονάτο είχε μια εντυπωσιακή καριέρα που διήρκεσε από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 έως και το 1966, οπότε αποσύρθηκε από τη σκηνή. Μέσα σε αυτά τα χρόνια τραγούδησε πάρα πολλές φορές στο πλευρό της Μαρίας Κάλλας για να γίνει όχι απλώς μια πολύτιμη συνάδελφος αλλά και μια έμπιστη και αγαπημένη φίλη (όπως εξάλλου και ο βαθύφωνος Νικόλας Ζαχαρίου που συνεργάστηκε πολλάκις και με τις δύο καλλιτέχνιδες). Σε επιστολή που της στέλνει η ελληνίδα υψίφωνος το 1967 με αφορμή και τον γάμο της Σιμιονάτο με τον καθηγητή Τσέζαρε Φρουγκόνι, της γράφει: «Αγαπητή Τζούλια, σε σκέφτομαι εδώ και καιρό και θα ήθελα τόσο πολύ να βρίσκομαι κοντά σου. Να μοιραστώ μαζί σου την ευτυχία σου, που τόσο την αξίζεις επιτέλους. Ελπίζω να πηγαίνουν όλα καλά για εσένα και για τον σύζυγό σου. Χαίρομαι πολύ όταν σκέφτομαι πως είσαι ευτυχισμένη. Ησουν τόσο αγαπητή συνάδελφος και φίλη μου. Πού βρίσκεστε; Τι κάνετε; Εγώ είμαι στο Παρίσι. Ξεκίνησα να μελετώ ξανά. Είναι πολύ δύσκολο. Ομως, αν το θέλει ο Θεός, θα ανακάμψω ψυχικά και σωματικά. Μακάρι να ήσουν κοντά μου. Εχω τόσο ανάγκη μια φίλη. (…) Γράψε μου τα νέα σου. Και να με αγαπάς όπως πάντα».

Βάσω Δεβετζή, η επιστήθια φίλη

Η διεθνώς αναγνωρισμένη πιανίστρια συνδέθηκε με μια δυνατή φιλία με τη Μαρία Κάλλας, όταν εκείνη εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και μέχρι τον ξαφνικό χαμό της το 1977. Η Μαρία βρήκε στο πρόσωπο της Δεβετζή έναν άνθρωπο τρυφερό, ανοιχτόκαρδο και ανιδιοτελή, στον οποίο μπορούσε να έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Ελληνίδες, αγωνίστριες μακριά από τον τόπο τους, οι δύο γυναίκες είχαν πολλά κοινά, μιλούσαν την ίδια γλώσσα. Οταν η Μαρία ήθελε να μελετήσει μόνη της, τη Δεβετζή φώναζε, ακόμα και αργά τη νύχτα, μέχρι λίγο πριν από τον θάνατό της. Η Δεβετζή ήταν που μεσολάβησε το 1970 στην περίφημη υπουργό Πολιτισμού της ΕΣΣΔ Εκατερίνα Φούρτσεβα για τη μετάκληση της Κάλλας στην τότε Σοβιετική Ενωση ως μέλος της επιτροπής του Διεθνούς Διαγωνισμού Τσαϊκόφσκι. Ετυχε, μάλιστα, οι δύο καλλιτέχνιδες να εμφανιστούν και στην ίδια συναυλία, όταν κάποτε το 1974, ο τενόρος Τζουζέπε ντι Στέφανο ακύρωσε τη συμμετοχή του στη Βοστώνη και η Κάλλας αναζήτησε έναν άλλο, αντάξιο καλλιτέχνη για να συμπληρώσει το πρόγραμμα. Μετά τον θάνατο της Κάλλας, η Δεβετζή πήρε την πρωτοβουλία να δημιουργήσει το Διεθνές Ιδρυμα Μαρία Κάλλας σε συνεργασία με τον κοινό τους φίλο Χρήστο Λαμπράκη και άλλες προσωπικότητες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Λίγο αργότερα, τα μεγάλα συμφέροντα στράφηκαν εναντίον της και φρόντισαν να διαδώσουν εις βάρος της ανυπόστατες συκοφαντίες. Ακόμη και ότι ήταν προσβολή να σκορπίσει τις στάχτες της Κάλλας στο Αιγαίο (παρουσία των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων), γεγονός το οποίο στην ουσία αποτελούσε ύψιστη τιμή και επιθυμία της ίδιας της Κάλλας. Ομως, η πορεία της στη ζωή και στην τέχνη και το αποτύπωμα που άφησε πίσω της η Βάσω Δεβετζή, όπως και οι μαρτυρίες εκείνων που τη γνώριζαν και ευεργετήθηκαν από εκείνη, επιβεβαιώνουν τη γενναιοδωρία και την ανιδιοτέλειά της και εύκολα τους διαψεύδουν.

Με την οικονόμο της, Μπρούνα Λούπολι, και τον ατζέντη της, Σάντορ Γκορλίνσκι, κατά την άφιξή της στο Αμβούργο το 1959.

Μπρούνα Λούπολι, η οικονόμος

(Η πορεία της Μαρίας Κάλλας προς τον θάνατο όπως την έχει περιγράψει στη Βίκυ Ανθοπούλου η έμπιστη γυναίκα που βρισκόταν στο πλευρό της από το 1957 μέχρι την τελευταία της πνοή)

«Λίγες μέρες πριν από το μοιραίο τέλος, καθόταν στην πολυθρονίτσα της στο μπάνιο κι εγώ τακτοποιούσα. Κάποια στιγμή μού λέει: «Ακου τι περίεργο όνειρο είδα χθες. Ενα ανοιχτό φέρετρο, κι εγώ στεκόμουν από πάνω και το κοιτούσα». Ανατρίχιασα. Σταμάτησα τις δουλειές και κάθισα κοντά της. «Μη δίνετε σημασία», της είπα, «θα μακρύνει η ζωή σας». «Μπα», μου απάντησε ήρεμα, «δεν είχε σχέση με μένα, εγώ ήμουν ζωντανή». Δεν το αναφέραμε ξανά. Τότε θυμήθηκα ότι κι εγώ είχα ξυπνήσει, λίγες μέρες πριν, από έναν εφιάλτη. Είχα δει το σπίτι άνω κάτω και μια γυναίκα με ξανθά μαλλιά να περιφέρεται. Της το είχα πει. «Ααα, η ξανθιά γυναίκα είναι η Προδοσία» μου είχε απαντήσει. Την παραμονή του θανάτου της είχε έναν ωραίο ήλιο στο Παρίσι. Μου είπε: «Θα καθίσω εδώ στο σκαλάκι κοντά στο παράθυρο. Ελα κι εσύ». Πήρα τη βούρτσα κι άρχισα να της χτενίζω τα μαλλιά. Ξαφνικά, έτσι όπως ήταν λουσμένη μες στο φως με τα ωραιότατα μαλλιά της χυμένα στους ώμους, μια ολόκληρη τούφα μού έμεινε στα χέρια. Μου φάνηκε περίεργο. Της το είπα. Δεν έδωσε σημασία. Εκείνο το πρωί ξυπνήσαμε όπως πάντα νωρίς με τον Φερούτσο και πήγαμε στην κουζίνα να πιούμε τον καφέ μας. Καθώς η κυρία είχε ραντεβού στο κομμωτήριο (το μεσημέρι περίμενε στο σπίτι τον ιμπρεσάριο Γκορλίνσκι), είπα στον Φερούτσο: «Κατέβα σιγά-σιγά να ετοιμάσεις το αυτοκίνητο». Πήγα να την ξυπνήσω, αλλά είδα ότι κοιμόταν βαθιά. Οταν ανέβηκε, του είπα: «Ας την αφήσουμε λίγο ακόμα να ξεκουραστεί. Δεν θα κοιμήθηκε καλά το βράδυ». Μετά από καμιά ώρα, μας χτύπησε το κουδούνι, όπως κάθε φορά όταν ξυπνούσε. Μπήκα στο δωμάτιο, την καλημέρισα και μισάνοιξα τις κουρτίνες. Εκείνη σηκώθηκε αργά-αργά για να πάει στο μπάνιο, που επικοινωνούσε με το υπνοδωμάτιό της. Της έφερα την αλληλογραφία με τις εφημερίδες. «Εχουμε τίποτα;» με ρώτησε. Υπήρχε μεταξύ άλλων μια πρόσκληση από την κυρία Μαρτσέλο του Dior για την επίδειξη γουναρικών. Πήγα στην κουζίνα να ειδοποιήσω τον Φερούτσο για τον καφέ. Της άρεσε ο καπουτσίνο με κρέμα κι ένα σύννεφο σοκολάτας. Κάθε πρωί είχαμε την ίδια σκηνή: Με το που άκουγε το κουδούνι, ο Φερούτσο άρχιζε να ετοιμάζει το πρωινό, αλλά καθώς εκείνη όλο έπιανε την κουβέντα ή αργούσε στο μπάνιο, ο καφές κρύωνε και ο Φερούτσο αναγκαζόταν να τον ξαναφτιάχνει δυο και τρεις φορές… Πάντα παραπονιόταν γι’ αυτό, εμείς τον πειράζαμε και γελούσαμε κι οι τρεις. Της έλεγε: «Μαντάμ, πληρώνετε για τον καφέ περισσότερο απ’ ό,τι για οτιδήποτε άλλο μέσα σε αυτό το σπίτι. Βαρέθηκα να τον ετοιμάζω, να κρυώνει και στο τέλος να τον πίνει ο νεροχύτης. Αποφασίστε πότε θα τον πιείτε και τότε με φωνάζετε…».  Ξαναμπήκα στο δωμάτιο να πάρω από το κομοδίνο το χαμομήλι που είχε πιει το βράδυ. Καθώς έφτανα πάλι στην κουζίνα, την ακούω να με φωνάζει «Bruna, mi sento male, sono caduta» («Μπρούνα, νιώθω άσχημα, έπεσα»). Γυρνάω γρήγορα πίσω και τη βρίσκω καθισμένη στο πάτωμα μπροστά από το καναπεδάκι δίπλα στην πόρτα του μπάνιου. Δεν άκουσα θόρυβο. Θα πρέπει να είχε γλιστρήσει. Εσκυψα. Ηταν κάτασπρη. «Πονάω πολύ» μου ξαναείπε κι έπιασε το στήθος της. Αρπαξα ένα μαξιλάρι και της το έβαλα στην πλάτη. «Ho male, ho tanto male»… Θορυβήθηκα. Την άφησα για λίγο ώσπου να πάω να τηλεφωνήσω στον γιατρό και φώναξα τον Φερούτσο να μείνει κοντά της». Λίγα λεπτά αργότερα, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, η Μαρία Κάλλας θα έσβηνε για πάντα. Μέσα σε ένα σκηνικό ίδιο με το σκηνικό που έχει στήσει για την «Τραβιάτα» τους ο αγαπημένος της Βισκόντι. Με την πιστή «Ανίνα» κοντά της, τον γιατρό ανίσχυρο στην πόρτα, τις μουσικές του κόσμου έξω από το παράθυρό της.