Την Κυριακή, 23 Μαρτίου 1919, σε μια αίθουσα του Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου στην πλατεία Σαν Σεπόλκρο του Μιλάνου, μια ολιγάριθμη, ετερόκλητη ομάδα συγκεντρώθηκε προκειμένου να ακούσει έναν 36χρονο πρώην σοσιαλιστή ηγέτη να μιλά για το μέλλον της Ιταλίας. Μεταξύ των περίπου 300 ατόμων που αποτελούσαν το ακροατήριο συγκαταλέγονταν αριστεροί συνδικαλιστές, δεξιοί εθνικιστές, βετεράνοι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, μερικοί φουτουριστές υπό τον ποιητή Τομάζο Μαρινέτι και εννέα (κατ’ άλλους, έξι) γυναίκες, με πιο γνωστή ανάμεσά τους τη φεμινίστρια Ρεγκίνα Τερούτσι.

Ο Ντούτσε στο μπαλκόνι

Ο ομιλητής καταφέρθηκε με φανατισμό εναντίον σοσιαλιστών και κομμουνιστών, διακήρυξε το δικαίωμα και το καθήκον στην αναμόρφωση της ιταλικής κοινωνίας «αν καταστεί αναπόφευκτο, με επαναστατικά μέσα», ανακήρυξε «ηλίθιους» όσους τον περιέγραφαν ως αντιδραστικό και προκήρυξε τη συγκρότηση μιας οργάνωσης με το όνομα «Ιταλικές Δέσμες Μάχης» – «Fasci Italiani di Combattimento».

Σε μια Ιταλία τραυματισμένη από τον Μεγάλο Πόλεμο, ανικανοποίητη από την ειρήνη, κλυδωνιζόμενη από βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση, παρόμοιες συναθροίσεις, πολύ πιο πολυπληθείς και ταραχώδεις, αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Την επόμενη ημέρα η «Corriere della Sera» αφιέρωσε στο γεγονός μόλις 23 γραμμές στην τρίτη σελίδα της.

Η ιδρυτική πράξη του φασισμού πέρασε στα ψιλά γράμματα. Και όμως, τρία χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο του 1922, ο ρήτορας της πλατείας Σαν Σεπόλκρο, ο Μπενίτο Μουσολίνι, έπειτα από μια εκστρατεία ωμής βίας, διαρκών απειλών και πολιτικών μηχανορραφιών, θα διοριζόταν πρωθυπουργός.

Οι ρίζες του φασιστικού φαινομένου βρίσκονται στα ρήγματα που ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος προξένησε στην ιταλική κοινωνία. Πολιτικά, η φιλελεύθερη Ιταλία που προέκυψε από το Risorgimento, την «παλιγγενεσία» της περιόδου 1859-1870, διευθυνόταν από τον Βορρά. Πολιτισμικά, παρέμενε ταλαντευόμενη μεταξύ αντιθετικών προτύπων και κληρονομιών. Η Ρώμη ήταν η έδρα της αυτοκρατορίας της Εκκλησίας. Το Μιλάνο το κέντρο του εμπορίου. Η Φλωρεντία η πόλη των τεχνών. Το Τορίνο ο εκπρόσωπος του εκσυγχρονισμού και της βιομηχανίας. Η Νάπολι η πρωτεύουσα του Nότου και πιο πυκνοκατοικημένη μητρόπολη της χώρας. Ρεαλιστική όταν διατυπώθηκε, η παρατήρηση του διορατικού πολιτικού της εποχής της ενοποίησης Μάσιμο ντ’ Ατζέλιο «φτιάξαμε την Ιταλία, τώρα πρέπει να φτιάξουμε και Ιταλούς» θα έπαιρνε διαφορετικό νόημα, καθώς στις επαρχιακές ταυτότητες θα προστίθεντο οι αυξανόμενες ταξικές διαιρέσεις.

Αν οι δειλές μεταρρυθμίσεις του 19ου αιώνα διαμόρφωσαν στα τέλη του ένα κλίμα «ματαιωμένης επανάστασης», η συμμαχία του 1882 με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία υπήρξε αντιδημοφιλής – και αλυσιτελής, μια και απέκλειε τη διεκδίκηση των αλύτρωτων περιοχών του Νότιου Τιρόλο και της Τεργέστης. Η έλευση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το καλοκαίρι του 1914 έφερε αντιμέτωπη την παραδοσιακή πολιτική ελίτ των ουδετερόφιλων με μια συμπαράταξη «παρεμβατιστών» ποικίλων αποχρώσεων που θεωρούσαν τη συμμετοχή της χώρας στη σύγκρουση στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας) ως προϋπόθεση είτε εθνικής ολοκλήρωσης είτε κοινωνικής επανάστασης. Οπως επισημαίνει ο Ρίτσαρντ Τζέιμς Μπόσγουορθ στο βιβλίο του με τίτλο «Mussolini’s Italy. Life Under the Fascist Dictatorship, 1915-1945» (εκδ. Penguin), με την επικράτηση των παρεμβατιστών τον Μάιο του 1915 η μικρότερη από τις Μεγάλες Δυνάμεις ήταν και «η μόνη που πορευόταν προς τη μάχη χωρίς μια «ιερή ένωση»» μεταξύ πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.

Ως αποτέλεσμα, το βάρος των 600.000 νεκρών σε ένα μέτωπο κατά της Αυστροουγγαρίας όπου δεν κερδήθηκαν ποτέ περισσότερα από 50 χιλιόμετρα εδάφους και πιο πολύ και από την τελική νίκη σημαδεύθηκε από τη συντριπτική ήττα του Καπορέτο το 1917 υπήρξε πολλαπλάσιο. Με το κράτος χρεωμένο, την ηγεσία πεπαλαιωμένη, την κοινωνία σε αναβρασμό, η Ιταλία βρέθηκε σε έναν κυκεώνα ακυβερνησίας όπου το «biennio rosso» («κόκκινη διετία») του 1919-1920 διαδέχθηκε το «biennio nero» («μαύρη διετία») του 1921-1922.

Από τους σοσιαλιστές στους μελανοχίτωνες

Το ότι από το μεταπολεμικό χάος θα επωφελείτο ο Μπενίτο Μουσολίνι δεν ήταν προκαθορισμένο. Σοσιαλιστής γιος σοσιαλιστή, διευθυντής της επίσημης εφημερίδας του κόμματος «Avanti!» μόλις στα 29 του χρόνια, πομπώδης ρήτορας, συγγραφέας μυθιστορημάτων και πολιτικών βιογραφιών, διαγράφηκε όταν από το φθινόπωρο του 1914 τάχθηκε κατά της ουδετερότητας. Εκλεκτικιστής, τακτικιστής και κυνικός, μετακινήθηκε μεταξύ 1915 και 1919 από την Αριστερά στη ριζοσπαστική Δεξιά, όπου με τη δική του επιρροή ένα νεφέλωμα προσώπων και ιδεών θα καταστάλαζε στο φαινόμενο του φασισμού.

Με την έννοια της «ένωσης» ο όρος ήταν ήδη διαδεδομένος: βουλευτές ιατροί είχαν σχηματίσει ένα «Fascio Medico Parlamentare» το 1906. Η χροιά του όμως γινόταν όλο και περισσότερο αντιδραστική. Τα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου ταυτίστηκε με ένα κίνημα αντισοσιαλιστικό, αντιφεμινιστικό, υπερεθνικιστικό, υπέρμαχο του αυταρχικού κράτους, της λατρείας του αρχηγού («Duce») και της οργανωμένης βίας.

Δεν ήταν στοιχεία που επινόησε ο Μουσολίνι, τα περισσότερα από αυτά τα προσεταιρίστηκε στη διαδρομή. Για παράδειγμα, όπως σημειώνει ο Μπόσγουορθ, τελετουργίες, πορείες, ύμνοι, πολεμικές κραυγές προέρχονταν από το ρεπερτόριο του ακροδεξιού λογοτέχνη ακτιβιστή Γκαμπριέλε ντ’ Ανούντσιο, ο οποίος από τον Σεπτέμβριο του 1919 ως τον Δεκέμβριο του 1920 είχε καταλάβει με ένα σώμα εθελοντών εθνικιστών το διαμφισβητούμενο λιμάνι του Φιούμε (σημερινή Ριέκα) στις ακτές της Δαλματίας. Μπροστά του ο Μουσολίνι υστερούσε ακόμη δραματικά σε δημοτικότητα.

Το στιγμιότυπο που παραθέτει ο αμερικανός ιστορικός Στάνλεϊ Πέιν στο βιβλίο του «Η Ιστορία του Φασισμού» (εκδ. Φιλίστωρ) είναι χαρακτηριστικό: μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1919 στις οποίες απέτυχε παταγωδώς, «οι σοσιαλιστές του Μιλάνου παρέλασαν μπροστά από το διαμέρισμα του Μουσολίνι μεταφέροντας ένα φέρετρο με τ’ όνομά του». Τους φασίστες δεν θα έφερνε στον προθάλαμο της εξουσίας ο κοινοβουλευτισμός, αλλά η απροκάλυπτη βία.

Προκειμένου να κατευναστεί η κοινωνική αναταραχή του «biennio rosso», ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’ προσέτρεξε τον Μάιο του 1920 στον 78χρονο πολύπειρο κεντρώο Τζιοβάνι Τζιολίτι. Επαγγελματίας του trasformismo, πρακτικής ενός εύπλαστου μεσαίου χώρου που απέκλειε τα άκρα, ο Τζιολίτι φιλοδοξούσε να επαναφέρει σταδιακά την ομαλότητα. Τις διεκδικήσεις της Αριστεράς, όμως, διαδεχόταν η μαζική δράση της εξτρεμιστικής Δεξιάς. Ο φόνος ενός δεξιού δημοτικού συμβούλου στην Μπολόνια τον Νοέμβριο του 1920 αποτέλεσε τον καταλύτη της ήδη διαφαινόμενης διόγκωσης των «μελανοχιτώνων», φασιστικών παραστρατιωτικών πολιτοφυλακών με ορμητήριο αρχικά τη Βόρεια Ιταλία. Γνωστοί ως «squadristi», επιδόθηκαν υπό την καθοδήγηση περιφερειακών ηγεμόνων όπως οι Ρομπέρτο Φαρινάτσι στην Κρεμόνα, Ιταλο Μπάλμπο στη Φεράρα, Ντίνο Γκράντι στην Μπολόνια σε ένα όργιο ξυλοδαρμών, εμπρησμών, βασανισμών και εκτελέσεων: μόνο κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου 1921 η «Corriere della Sera» υπολογίζει ότι δολοφονήθηκαν 195 σοσιαλιστές και κομμουνιστές, ενώ τραυματίστηκαν 774.

Για λόγους τρομοκράτησης του ευρύτερου πληθυσμού, οι επιδρομές οργανώνονταν στο φως της ημέρας, με συντριπτική αριθμητική υπεροχή και πλήρη περιφρόνηση νόμων και αρχών: «Manganello, manganello, che rischiari ogni cervello», «με στειλιάρι, με στειλιάρι θα στρωθεί κάθε κεφάλι» έλεγε ένα δημοφιλές άσμα των squadristi. Στις περισσότερες περιπτώσεις Αστυνομία και κρατικοί φορείς έδειχναν ανοχή, καθώς, σε αντίθεση με την κόκκινη βία, δεν ένιωθαν να απειλούνται από τη μαύρη. Αλλωστε, με την ίδια τύφλωση που δέκα χρόνια αργότερα οι γερμανικές συντηρητικές ελίτ θα υπέθαλπαν τον Χίτλερ θεωρώντας ότι μπορούν να τον ελέγξουν, ο Τζιολίτι είχε συμπεριλάβει τους φασίστες σε ένα «εθνικό μπλοκ» στις εκλογές της 15ης Μαΐου 1921. Εκλεγμένος βουλευτής μαζί με άλλους 34 ομοϊδεάτες του, ο Μουσολίνι μπορούσε πλέον να θέσει υπό τον άμεσο έλεγχό του ολόκληρη τη χαλαρή φασιστική συνομοσπονδία: στο συνέδριο του Σεπτεμβρίου του 1921 οι Fasci Italiani di Combattimento μετατράπηκαν στο Εθνικό Φασιστικό Κόμμα.

Η πτώση της Ρώμης

Ο κατά τον Μπόσγουορθ «αυθόρμητος ολοκληρωτισμός» των squadristi τώρα θα υπαγόταν σε κεντρικό σχεδιασμό. Την άνοιξη του 1922 το κόμμα αριθμούσε 220.000 μέλη (εκ των οποίων 39,7% εργάτες και αγρότες, αν και το 80% των ηγετικών στελεχών ήταν μεσοαστοί) και οι τοπικοί υπαρχηγοί του Μουσολίνι προέβαιναν στον ανοικτό σφετερισμό της επαρχιακής εξουσίας. Ο βρετανός ιστορικός Τζον Φουτ στο πρόσφατο βιβλίο του «Blood and Power. The Rise and Fall of Italian Fascism» (εκδ. Bloomsbury) περιγράφει πώς ο Ρομπέρτο Φαρινάτσι εισέβαλε τον Μάρτιο του 1922 στο επαρχιακό συμβούλιο της Κρεμόνα ισχυριζόμενος ότι βρισκόταν σε δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα: οι εκλογείς ήταν πλέον «όλοι φασίστες». Οταν ρωτήθηκε ποιος εξέλεξε τον ίδιο, απάντησε: «Εγώ εξέλεξα τον εαυτό μου». Εκτοτε, το όργανο δεν ξανασυνεδρίασε.

Με παρόμοιο τρόπο ανατράπηκαν συνολικά 281 συμβούλια. Χιλιάδες squadristi υπό τον Ιταλο Μπάλμπο έλαβαν μέρος στα τέλη Ιουλίου στην «πορεία προς τη Ραβένα»: κάτω από το παραπλανητικό όνομα κρυβόταν η ουσιαστική κατάληψη της πόλης και το βίαιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τους πολιτικούς αντιπάλους τους. Τον Οκτώβριο, έπειτα και από μια ανάλογη «πορεία προς το Μπολζάνο», ο Μουσολίνι κήρυττε ενώπιον 40.000 μελανοχιτώνων στη Νάπολι ότι «ο φασισμός πρέπει να γίνει το κράτος. (…) Ή θα μας δώσουν την κυβέρνηση ή θα επιπέσουμε στη Ρώμη και θα την πάρουμε μόνοι μας». Η περιβόητη «πορεία προς τη Ρώμη», ωστόσο, εξελίχθηκε σε θεατρικό εγχείρημα πολιτικού χαρακτήρα.

Οι φασίστες προγραμμάτισαν μια επίδειξη δύναμης με τη συγκέντρωση στην πρωτεύουσα 25.000 squadristi οπλισμένων με manganelli, από τις 27 Οκτωβρίου, όμως, άρχισαν να καταλαμβάνουν αστυνομικά τμήματα, κοινοτικά κέντρα και οπλοστάσια στη Βόρεια Ιταλία. Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου ο πρωθυπουργός Λουίτζι Φάκτα ζήτησε από τον Βίκτωρα Εμμανουήλ την κήρυξη στρατιωτικού νόμου. Ο σπιθαμιαίος βασιλιάς, ο οποίος ήθελε με κάθε τρόπο να αποφύγει μια πιθανή αναζωογόνηση της Αριστεράς και επιπλέον φοβόταν μήπως ανατραπεί από τον δυναμικότερο (και ψηλότερο) εξάδελφό του, δούκα της Αόστα, αρνήθηκε. Μια απόπειρα σχηματισμού κυβέρνησης από τον συντηρητικό φιλελεύθερο Αντόνιο Σαλάντρα (που δήλωνε «επίτιμος φασίστας») με τη συμπερίληψη του ΕΦΚ κατέρρευσε το πρωί της 29ης Οκτωβρίου.

Ηδη από την προηγούμενη ημέρα οι squadristi συγκεντρώνονταν στις παρυφές της πόλης – όχι όμως και ο Μουσολίνι, ο οποίος παρέμενε στο Μιλάνο ποντάροντας στην επιτυχία του εκβιασμού του. Στις 8.30 το βράδυ της 29ης Οκτωβρίου επιβιβάστηκε στο νυχτερινό τρένο για τη Ρώμη: ο Βίκτωρ Εμμανουήλ τον είχε προσκαλέσει να τεθεί εκείνος επικεφαλής κυβέρνησης συνασπισμού. Ταξιδεύοντας ξεκούραστα σε κλινάμαξα, έφτασε στις 10.55′ και έσπευσε να συναντήσει τον βασιλιά ντυμένος με μάλλον πρωτότυπη περιβολή: το μαύρο πουκάμισο των μελανοχιτώνων σε συνδυασμό με γραβάτα και καπέλο μπόουλερ. Στις 12.15′ επέστρεψε στο ξενοδοχείο του, από όπου απευθύνθηκε στα πλήθη: «Φασίστες! Πολίτες! Το φασιστικό κίνημα επικράτησε παντού. Ηρθα στη Ρώμη για να δώσω στο έθνος μια κυβέρνηση. (…) Ζήτω ο βασιλιάς! Ζήτω η Ιταλία!».

Το οπερετικό αυτό πραξικόπημα, που ολοκληρώθηκε με την είσοδο των squadristi στην πόλη και 13 δολοφονίες, παρέδωσε την εξουσία στον Μπενίτο Μουσολίνι για τρία χρόνια ημικοινοβουλευτισμού. Θα ακολουθούσαν δύο δεκαετίες δικτατορίας, ολοκληρωτισμού, προσωπολατρίας, διώξεων, καταστολής, ασυδοσίας, διαφθοράς, που θα κατέληγαν στη συμμαχία με τη ναζιστική Γερμανία, την καταστροφή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εκτέλεση του ίδιου του Ντούτσε.

Ο πολιτικός γρίφος της Μελόνι

Αν και η δημοκρατική μεταπολεμική Ιταλία θεμελιώθηκε στον αντιφασισμό, παρατηρεί ο Στάνλεϊ Πέιν, ο φασισμός άφησε ένα μόνιμο πολιτισμικό υπόλειμμα. Πριν από 20 χρόνια, το 2002, ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Λα Σαπιέντσα της Ρώμης Εμίλιο Τζεντίλε είχε επιστήσει την προσοχή στην «αποφασιστοποίηση». Ο Τζεντίλε αναφερόταν σε μια τάση της ιστοριογραφίας που υποβάθμιζε το φασιστικό καθεστώς και την υποστήριξή του από τις μάζες σε «ένα είδος θεατρινίστικης φάρσας». Αυτή όμως η αναδρομική επιείκεια αντανακλάται και στη λείανση των αιχμών του φαινομένου πέρα από τον ακαδημαϊκό χώρο, στην ευρύτερη ιταλική κοινωνία των αρχών του 21ου αιώνα. Συνέχειες, μεταμφιέσεις, μεταλλάξεις, φασισμός μετά τον φασισμό υπήρξαν στη μεταπολεμική Ιταλία. To Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα, λίκνο της σημερινής πρωθυπουργού εν αναμονή Τζόρτζια Μελόνι, υπήρξε ο διάδοχος του ΕΦΚ ήδη από το 1946. Περιθωριακό πολιτικά, αντιμεταναστευτικό, ακραία εθνικιστικό, συνδεδεμένο με ποικίλες ακροδεξιές και νεοφασιστικές ομάδες, το κόμμα επεδίωκε την αναβάπτισή του στη δημοκρατική κολυμβήθρα του Σιλωάμ, κάτι που παραλίγο να πετύχει το 1960, όταν έσπευσε να στηρίξει τη χριστιανοδημοκρατική κυβέρνηση του Φερνάντο Ταμπρόνι προτού κύμα διαδηλώσεων και απεργιών ακυρώσει τη συμφωνία και το οδηγήσει ξανά στη γωνία. Θα παρέμενε εκεί ως τη δεκαετία του ’90, όταν ο Τζιανφράνκο Φίνι άλλαξε επιδέξια το όνομα του κόμματος σε «Εθνική Συμμαχία» και κατέστησε τον μεταφασισμό εκλογικό πυλώνα των κυβερνήσεων του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Με τη συγχώνευσή της στον μπερλουσκονικό «Λαό της Ελευθερίας» το 2009 η φασιστογενής Δεξιά «αποφασιστοποιήθηκε». Και την επόμενη εβδομάδα, 100 χρόνια μετά την «πορεία προς τη Ρώμη», η Ιταλία ετοιμάζεται να υποδεχθεί την πρώτη μεταπολεμική κυβέρνηση που δεν θα καταδικάζει ρητά την κληρονομιά του Μπενίτο Μουσολίνι.