Οταν ρωτώ τον Δημήτρη Μαυρίκιο τι κάνει, πώς είναι, μου απαντά ότι είναι καλά και με ευχαριστεί, όχι τυπικά, αλλά με την πηγαία ευγένεια που τον διακρίνει. «Ας τοποθετήσουμε όμως αυτό το “καλά” σε ρεαλιστικό πλαίσιο, δεδομένων των 77 χρόνων και μιας υγείας που σε δύο δεκαετίες έχει φάει χοντρές κατραπακιές» προσθέτει αμέσως μετά.

«Ομως τα 20 αυτά χρόνια εργάζομαι μανιωδώς και θα συνεχίσω στο μέλλον, όσο και αν είναι αυτό. Με την πανδημία σταμάτησα να σκηνοθετώ. Ηταν ρίσκο για την υγεία μου. Αλλά συγγράφω, μεταφράζω, συμμετέχω σε πανεπιστημιακές δραστηριότητες. Οταν βουτάς στην τρίτη ηλικία, οι προβληματισμοί δεν αποφεύγονται» συνεχίζει μιλώντας στο ΒΗΜΑgazino ο σημαντικός σκηνοθέτης και μεταφραστής. Πολυσχιδής θεατράνθρωπος, δύο λέξεις ακριβοδίκαιες, οι οποίες στην περίπτωσή του όχι μόνο δένονται αρμονικά, αλλά εκπληρώνονται σε υψηλότατο επίπεδο.

Και συμπληρώνει ο Δημήτρης Μαυρίκιος: «Το πέρασμα στην τρίτη ηλικία θυμίζει κάπως την εφηβεία. Μπαίνεις σε μια διαφορετική πραγματικότητα νιώθοντας την αυτογνωσία να σε εγκαταλείπει, επειδή δεν είσαι πια αυτός που γνώριζες επί δεκαετίες».

Από την άλλη μεριά, του επισημαίνω, κι ο κόσμος γύρω σου δεν μπορεί να είναι πια ο ίδιος. «Οσο για συλλογικούς προβληματισμούς, δεν θα αποφύγω μια κοινοτοπία των ημερών. Ενώ ενθουσιάζομαι με την Τεχνητή Νοημοσύνη, με την οποία κάνω απολαυστικές συζητήσεις, προβληματίζομαι με την πιθανότητα αρνητικής χρήσης της. Η ανθρωπότητα μπήκε στην τρίτη περίοδο της ύπαρξής της: η εποχή των σπηλαίων, η εποχή των πολιτισμών, η εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης… Από το “υπό” και το “επί”, περνάμε στο “υπέρ”…» σχολιάζει εύστοχα και τότε αρχίζει μια αναπάντεχη, σπάνια κουβέντα.

Τώρα που πλέον δεν σκηνοθετείτε, πώς περιγράφετε τη σχέση σας με το θέατρο; Εχει να κάνει αποκλειστικά με τη μνήμη, με φωτεινές και σκιερές γωνιές; Αν στη μια άκρη, προς τα πίσω, είναι η νοσταλγία, τότε στην άλλη – στο παρόν, στο μέλλον – τι είναι;

«Πολλές φωτεινές γωνιές· λιγότερες σκιερές. Ευτυχώς! Η νοσταλγία ανακαλεί την πρώτη ατάκα της πρώτης σκηνής της πρώτης παράστασης που σκηνοθέτησα. Επρεπε να τη γράψω εγώ. 1987, ΚΘΒΕ, “Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα”. Στην έναρξη ο Πιραντέλο θέλει αυτοσχεδιασμούς χωρίς να δίνει κείμενο· ζητάει μάλιστα να διαβάζεται φωναχτά μια είδηση που αφορά τους ηθοποιούς.

Γράφω το εξής: “Ακουσον, άκουσον! Μέσω του υπολογιστή ο δημιουργός του μέλλοντος θα δίνει ζωή σε πλάσματα της φαντασίας χωρίς τη διαμεσολάβηση ηθοποιών! Καταργούμεθα, κύριοι, καταργούμεθα!”.

Τότε ακουγόταν εξωφρενικό καθώς το διάβαζε η αλησμόνητη Μιράντα Οικονομίδου. Πολλοί ενοχλήθηκαν από την “αυθαιρεσία” μου. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα η Τεχνητή Νοημοσύνη δημιουργεί αυτόνομα πλάσματα μυθοπλασίας στην οθόνη. Στη σκηνή όχι ακόμα… Τα όσα βλέπουμε σήμερα είναι συχνά πρωτόλεια. Ομως, παρά τη βεβαιότητα ότι κανένα ChatGPT δεν θα μπορέσει ποτέ να δημιουργήσει μια Μέριλ Στριπ, τα δεδομένα κλονίζουν τον κινηματογράφο».

Το θέατρο; Πώς μπορεί να επηρεαστεί;

«Και στο θέατρο έρχονται ανατροπές. Μακαρίζω τους αυριανούς σκηνοθέτες. Στη θέση τους θα συνέχιζα να συνεργάζομαι με τους καλύτερους ηθοποιούς, θέτοντας στην υπηρεσία τους την Τεχνητή Νοημοσύνη, όπως έκανα πριν από αρκετές δεκαετίες εισάγοντας τον κινηματογράφο στη σκηνική δράση. Ξεσηκώθηκαν θύελλες τότε.

Σήμερα δεν σας κρύβω ότι, με τόσες παραστάσεις που περιέχουν προβολές, νιώθω δικαιωμένος όταν μου αναγνωρίζεται αυτή η πρωτοπορία. Στη μία άκρη, τότε, ο νέος οραματιζόταν μελλοντικά θαύματα. Στην άλλη άκρη, τώρα, το παράπονο που το μέλλον έφτασε κι ο νέος δεν είναι πια εδώ να γευτεί τα θαύματα. Ας είμαι ρεαλιστής…».

Με την κυκλοφορία της μετάφρασης της σοφόκλειας «Ηλέκτρας» (μετά την «Ανδρομάχη» του Ρακίνα και την «Κόλαση» του Δάντη), αναρωτιέμαι ποιος είναι ο στόχος σας εδώ, να εδραιωθεί (και με εκδόσεις πια, με διαδοχικά βιβλία) μια άλλης τάξεως παρουσία, δική σας, στην καλλιτεχνική και πνευματική δημοσιότητα;  Στα «γράμματα» ίσως; Αν δούμε αυτή την περίοδο ως μια ακόμα «φάση» στη διαδρομή σας, πώς θα την κωδικοποιούσατε;

«Νομίζω ότι υπήρξα ανέκαθεν “των γραμμάτων”· τώρα απλώς δημοσιεύω αλλοτινές μεταφράσεις μου. Το θεατρικό “star system” τοποθετούσε τον μεταφραστή στη σκιά του σκηνοθέτη. Από την άλλη, το λογοτεχνικό κατεστημένο, όπως και των κριτικών, σπανίως αναγνώριζε την αξία μεταφράσεων μη “εξειδικευμένου” λογοτέχνη. Φαίνεται ότι εκ προοιμίου κάποιοι άνθρωποι του θεάτρου δεν θα έπρεπε να είναι και λογοτέχνες…

Πού είσαι, δάσκαλε, Μίνω Βολανάκη; Πού είσαι, Γιώργο Σεβαστίκογλου, κι εσύ δάσκαλέ μου στη Σορβόννη; Πού είσαι, Μάγια Λυμπεροπούλου; Με εξαίρεση την “Κόλαση”, που αντιμετωπίστηκε ως αυτόνομη μετάφραση (παρότι εκπονήθηκε εν όψει παράστασης που ματαιώθηκε), έχω σκηνοθετήσει όλες τις μεταφράσεις μου, όπως την “Ηλέκτρα” και την “Ανδρομάχη”, που αναφέρατε, ή το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” που ετοιμάζω τώρα παράλληλα με τη “Φρεναπάτη” του Κορνέιγ».

Εμμετρες μεταφράσεις αυτές…

«Παρότι, όπως είπα, νιώθω δικαίωση που αναγνωρίζεται στον σκηνοθέτη η πρωτοπορία της ζεύξης θεάτρου και κινηματογράφου, για τον λογοτέχνη ούτε κουβέντα, που μετέφρασε κι ανέβασε έργο σε έμμετρο λόγο, κόντρα στα θέσφατα ενός ακόμα αδυσώπητου τότε μοντερνισμού, πολέμιου της έμμετρης ποίησης. Το “Ρωμαίος και Ιουλιέτα” εκπονήθηκε το 1988, σε πείσμα φίλων, και λιγότερο φίλων, που έπεσαν να με φάνε.

Παρά το δούλεμα, δεν ένιωθα “παλιομοδίτης”, όπως με έλεγαν, αλλά απλώς αρνητής της άμουσης απόδοσης ενός μουσικού κειμένου. Διαπιστώνω συχνά μια γενικευμένη εντύπωση ότι ο έμμετρος λόγος επανεισήχθη στο θέατρο στα τέλη της δεκαετίας του ’90 από έγκυρους ποιητές. Και όμως, το 1989 έχει ήδη ανέβει στο Εθνικό Θέατρο έμμετρη μετάφραση, και δη ομοιοκατάληκτη, εκεί όπου το ζητά ο Σαίξπηρ, ο οποίος, όπως ο Σοφοκλής, ο Κορνέιγ, ο Ρακίνας, μεγαλούργησε τόσο ως δραματουργός όσο και ως “μουσικός του λόγου”.

Γιατί να μεταφράζεις μόνο τον δραματουργό αγνοώντας τη μουσική διάσταση του λόγου του; Πώς θα νιώθαμε απέναντι σε πεζές μεταφράσεις έργων του Χορτάτση, του Κορνάρου, της δημοτικής μας ποίησης;».

Η μεταφραστική σας ιδιότητα, κατά το παρελθόν, δεν υπήρξε αυτόνομη. Εννοώ, μεταφράζατε έργα, κάνατε τη δραματουργία, σκηνοθετούσατε. Ο ορίζοντας της μεταφραστικής εργασίας ήταν πιο σύνθετος. Ποια είναι τα προτερήματα και ποια τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας πολυμέρειας;

«Το σκηνοθετικό κόνσεπτ δεν επηρέαζε καθόλου τις αρχικές μεταφράσεις, οι οποίες δημοσιεύονται τώρα. Αυτό συνέβαινε μετά, στις διασκευές. Μείζον πλεονέκτημα της “πολυμέρειας”, όπως σωστά το διατυπώνετε, ήταν ένα τελικό αποτέλεσμα πιο αντιπροσωπευτικό του συνολικού οράματος από όσο αν έκανα μόνο τη σκηνοθεσία. Μειονέκτημα;

Ο τουλάχιστον διπλάσιος χρόνος συνολικής δουλειάς. Ειδικά με τις έμμετρες μεταφράσεις. Εκεί χρόνος και ενέργεια ήταν πολλαπλάσια… Ενας ακόμα λόγος που δεν έκανα δύο ή τρεις παραστάσεις κάθε χρόνο. Αλλο πλεονέκτημα, όταν ο σκηνοθέτης μεταφράζει, είναι ότι έχει “θητεύσει” δίπλα στον συγγραφέα.

Εχοντας πασχίσει να λύσει τον γρίφο μιας εκούσιας αμφισημίας του Σαίξπηρ ή του Ουίλιαμς, να αποδώσει μια περίτεχνη ποιητική διατύπωση του Σοφοκλή ή του Ρακίνα, να βρει ισορροπία σε διανοητικές ακροβασίες του Πιραντέλο, είναι πιο έτοιμος να διδάξει τους ηθοποιούς».

Σε ποιον βαθμό οι μεταφράσεις σας – και οι σκηνοθεσίες σας, συνεπώς – σχετίζονται με βιώματα ή με κάποιες ταυτίσεις που εκπηγάζουν από το ίδιο το υλικό; Θέλω να πω, ασχοληθήκατε ποτέ με κάτι (που δεν σας ενδιέφερε τόσο) επειδή απλώς βλέπατε ότι θα μπορούσατε να το χειριστείτε καλά ή εξαιρετικά; Τι υπήρχε πίσω από την ιδιαιτερότητα αυτής της τριμερούς και σε βάθος ενασχόλησης με συγκεκριμένα κείμενα;

«Ναι, καταπιανόμουν με έργα κοντινά σε βιώματά μου και αυτό με έκανε να νιώθω πιο ειλικρινής. Ας αναφέρω ένα παράδειγμα. Eνα από τα μυστικά του “Γυάλινου κόσμου” ήταν ότι ταύτιζα την Αμάντα με τη μητέρα μου, μέσα από το ιδιόλεκτο της οποίας ήταν μεταφρασμένος και διδαγμένος ο κατά πολλούς εντελέστερος ρόλος του Ουίλιαμς, χωρίς απόκλιση από τα λεγόμενα της ηρωίδας του, που δεν είναι άλλη από τη δική του μητέρα, την Εντουίνα Ουίλιαμς, όπως δηλώνει ο ίδιος στο έργο.

Οσο μετέφραζα, δημιουργούσα συνθήκες ανάλογες της εκάστοτε σκηνής και, χωρίς να το αντιληφθεί η μητέρα μου, κατέγραφα τις αντιδράσεις της. Οταν σκηνοθετούσα τη Ράνια Οικονομίδου, οι επιτονισμοί, οι παύσεις, οι κινήσεις, όλα υπαγορεύονταν – όχι πάντα συνειδητά – από την ταύτιση με τη μάνα μου.

Ενιωθα μια ανάγκη μετάγγισης της ενέργειάς της στο θεατρικό πλάσμα που δημιουργούσε η τέχνη της Ράνιας Οικονομίδου, πιστεύοντας ότι έτσι θα γινόταν ακόμα πιο αληθινό μέσα από βιώματά μου άγνωστα στον θεατή. Επτασφράγιστο το μυστικό μου. Ομως κάποιος θα το ξεκλείδωνε…».

Και ποιος ήταν αυτός;

«Οταν πια η συγκλονιστική Αμάντα της Ράνιας είχε αυτονομηθεί κι εγώ ο ίδιος είχα ξεχάσει τις καταβολές του ολοκληρωμένου θεατρικού πλάσματος που θαύμαζα στη σκηνή, συνέβη κάτι αναπάντεχο. Στο διάλειμμα μιας παράστασης, ο αδελφός μου, που είχε έρθει για λίγο από την Ιταλία, με ρώτησε σχεδόν με τρόμο: “Πώς το έκανες αυτό;”. Δεν κατάλαβα. “Ποιο;” είπα. Με ένα νεύμα συνενοχής, ο Πέτρος μού έδειξε τη μάνα μας, που έπινε κάτι στο μπαρ. “Μα είναι ολόιδιες” ψιθύρισε αναστατωμένος…».

Τη μετάφραση, όπως εσείς την υπηρετείτε, τη θεωρείτε συν-δημιουργία; Ρωτώ διότι αυτή η συζήτηση είναι έντονη. Υπάρχει εσχάτως μια τάση εξομοίωσης, θα έλεγα, δημιουργού και μεταφραστή (σαν να έχουμε πάει πλέον σε ένα άλλο άκρο από το παλαιότερο, όπου ο μεταφραστής, και εξαιρετικός ακόμα, περνούσε δυστυχώς απαρατήρητος και αδικαίωτος). Η μετάφραση, νομίζω, είναι μια έντεχνη πειθαρχία και άσκηση ευαισθησίας. Οχι συν-δημιουργία, ακριβώς. Αυτά όμως τα λέω εγώ που δεν μεταφράζω. Εσείς πώς το βλέπετε;

«Θα αναφερθώ στο ιδεατό. Καμιά εξομοίωση. Η μετάφραση δεν είναι ούτε σκλαβιά ούτε σύμπραξη. Μαγεμένη από το πνεύμα ενός έργου, αλλά όχι υπόδουλη στο γράμμα του, είναι δημιουργία του λογοτέχνη μιας άλλης γλώσσας, “ερωτευμένου” με το πρωτότυπο. Αρκεί να θυμηθούμε τον Λόρκα, όπως μας τον παρέδωσαν ο Ελύτης και ο Γκάτσος. Δεν υποτάχθηκαν στον μεγάλο Ανδαλουσιανό ούτε συντάχθηκαν, συνεταιρίστηκαν ή συγκρούστηκαν μαζί του.

Και βέβαια δεν τον υποδύθηκαν. Τον αγκάλιασαν. Και δημιούργησαν ξανά… Εκεί βρίσκεται το μεγαλείο. Να ακούς το ποίημα και να μη νιώθεις ότι είναι μετάφρασμα. Είναι ένα νέο, αυτόνομο πλάσμα, από το σπέρμα ενός “πατέρα”, ναι, αλλά όχι κλώνος του αλλόγλωσσος. Βγήκε από τη μήτρα μιας “μάνας”, εν προκειμένω του μεταφραστή. Με έρωτα. Και ο αληθινός έρωτας είναι εξ ορισμού πιστός».

Εικάζω πως συμφωνούμε, κύριε Μαυρίκιε, ότι δεν είναι όλο το θέατρο και λογοτεχνία απαραιτήτως. Ας σταθούμε όμως στη θεατρική λογοτεχνία. Στην έννοια της πιστότητας ποιο περιεχόμενο αποδίδετε; Και, για να δανειστώ κάτι από μια έμμεση συζήτηση ποιητών για τη μετάφραση – ένας σημαντικός ποιητής είχε πει ότι ποίηση είναι αυτό που χάνεται στη μετάφραση, o Ρόμπερτ Φροστ, και ένας άλλος, νομπελίστας, ότι ποίηση είναι αυτό που κερδίζεται στη μετάφραση, o Γιόζεφ Μπρόντσκι –, τι θα λέγατε ότι χάνεται και τι κερδίζεται, αντιστοίχως, στη μετάφραση της θεατρικής λογοτεχνίας, είτε της αρχαίας είτε της νεότερης;

«Συμφωνούμε στο ότι δεν είναι όλο το θέατρο λογοτεχνία. Για τον Φροστ θα συνταχθώ με τον Νάσο Βαγενά, στο έργο του οποίου υποκλίνομαι. Μας λέει ότι η διαπίστωση του Φροστ ισχύει για πλήθος μεταφράσεων, αλλά είναι ένας ρητορικός ορισμός.

Πιστεύω ακράδαντα ότι η μετάφραση οφείλει να δημιουργεί ποίηση. Πολλά χάνονται, πολλά κερδίζονται. Θα πω κάτι που αφορά λιγότερο την ικανότητα του μεταφραστή και περισσότερο τις δυνατότητες της ίδιας της γλώσσας του μεταφράσματος. Ενίοτε μπορεί να είναι πιο εύστοχη από την πρωτότυπη. Ο Πιραντέλο θα ζήλευε την ελληνική γλώσσα όταν αναρωτιόταν αν είμαστε “πρόσωπα” ή “προσωπεία”. Οι ιταλικές λέξεις “volto” και “maschera” αναδεικνύουν λιγότερο την τραγική υποψία. Πιο ύπουλα σε ξεγελάει ένα “πρόσωπο” κρυμμένο πίσω από ένα “προσωπείο” από ένα “volto” πίσω από μια “maschera”. Η ελληνική γλώσσα σε καθιστά πιο πιραντελικό από… τον Πιραντέλο.

Και γιατί να μη ζηλέψει τα ελληνικά ο Ρακίνας, όταν στέφει τον Αστυάνακτα “άνακτα” της Τροίας αντί να τον στέψει απλώς “βασιλιά”; Ή ο Σαμ Σέπαρντ στην αδυσώπητη, μες στο slang, σύγκρουση ανάμεσα σε δύο αδέλφια, δύο “bros” που καταντάνε “colleagues”; Στα ελληνικά θα έλεγαν: “Α, ρε αδερφάκι, τώρα γίναμε και συναδερφάκια”.Εδώ δικαιώνεται ο Μπρόντσκι. Βέβαια, η γλώσσα του μεταφράσματος συχνά ορθώνει βουνά.

Το διαπιστώνουμε σε αρκετούς τίτλους. “Εξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα”: λανθασμένη, παραπλανητική μετάφραση τίτλου. “Γυάλινος κόσμος”: απλοϊκή και ελλιπής. Προδίδουν, ευτελίζουν τους πρωτότυπους τίτλους. Αλλά έτσι καταξιώθηκαν στη γλώσσα μας, η οποία δυσκολεύεται να βρει καλύτερες λύσεις. Βέβαια, στην “Κόλαση” χαίρεσαι τον “τόπο κολασμού” περισσότερο από τον “κάτω κόσμο” του πρωτοτύπου».

Ηθελα ανέκαθεν να το θίξουμε αυτό. Εχει να κάνει με τη θυελλώδη σχέση σας με τα ελληνικά (όχι τις άλλες γλώσσες που γνωρίζετε). Πώς ήταν αυτή η σχέση, μια ιστορία «κατάκτησης» της γλώσσας ή «εγκατάστασης» στη γλώσσα;

«Οπως το είπατε! Θα το υιοθετήσω: “Εγκατάσταση” στη γλώσσα! Αυτό συνέβη δύο φορές, στα 9 και στα 26 μου χρόνια. Τραυματικά! Από την κοσμοπολίτικη Αίγυπτο και το γαλλικό σχολείο, ένας άγριος πόλεμος που έζησα παιδί με έφερε ξαφνικά στην Καρδίτσα του 1957. Από τον πόλεμο στον… πετροπόλεμο. Αδυσώπητο το μπούλινγκ, “ουστ, γαλόπουλο, γκλου, γκλου γκλου…”. Με ποιο δικαίωμα είχα “εγκατασταθεί” στην 4η Δημοτικού, χωρίς να ξέρω να γράφω ελληνικά;

Το πλήρωσα ακριβά ως “γαλόπουλο”… Νεαρός πάλι, με τη Μεταπολίτευση, θέλησα να εγκατασταθώ στην Ελλάδα αφήνοντας τη Ρώμη των σπουδών μου και το Παρίσι, όπου ζούσαν από το 1967 λόγω χούντας οι γονείς μου. Οταν από τα 18 μέχρι τα 26 μιλάς και δημιουργείς σε άλλες γλώσσες, η μητρική εγκαταλείπει τον εγκέφαλο και τρυπώνει στην καρδιά. Ετσι έγραψα στα ιταλικά τα κείμενα της πρώτης μου ελληνικής ταινίας, “Polemónta”. Χρειάστηκε να προσληφθεί μεταφράστρια. Ντράπηκα…».

Μακροπρόθεσμα, ωστόσο…

«Μακροπρόθεσμα λέω ότι τα κατάφερα· όμως η “εγκατάσταση” δεν συνεπάγεται ιδιοκτησία· πάντα νιώθω ενοικιαστής, με έναν ισόβιο φόβο να εκδιωχθώ. Ευτυχώς που τα τελευταία χρόνια φιλοξενούμαι στο θαυμαστό γλωσσικό μέγαρο της καλής μου φίλης Αθηνάς Ευθυμίου, που επιμελείται με γνώση και στοργή τα κείμενά μου. Χωρίς εκείνη θα δείλιαζα να τα εκδώσω.

Ο φόβος της “ελληνικούρας” πάντα με κατατρέχει… Οσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο επίπονα συγκρούονται οι γλώσσες στο κεφάλι μου. Στην ηλικία όπου ο άνθρωπος δεν είναι πια ταχύγλωσσος, συμβαίνει μια ξένη λέξη να πιάσει πραξικοπηματικά τον χώρο της ελληνικής και να κλείσει τα σύνορα».

Δηλαδή;

«Προχθές έψαχνα τη λέξη που αποδίδει στο σύνολό τους τα στολίδια μιας γυναίκας. Σφηνώθηκε στο μυαλό μου το γαλλικό “bijoux”. Προσπαθούσα να το διώξω αναζητώντας την ελληνική λέξη. Στάθηκε αδύνατο. Ηττημένος έδωσα στο λεξικό το “bijoux”, για να εμφανιστεί ξαφνικά υπέρλαμπρη η λέξη “κοσμήματα”.

Μόνο που δεν έκλαιγα για την ανεπάρκειά μου, για τη χαρά της επανάκτησης, αλλά κυρίως για την ομορφιά της μητρικής μου γλώσσας. Αφηνα τα “bijoux”, παράγωγο κελτικής λέξης που σήμαινε “δάχτυλο”, για να βρεθώ με τα “κοσμήματα” στον… κόσμο ολόκληρο της ύπαρξής μας, στο “στολίδι του σύμπαντος”».

Εχετε μπει ποτέ στη διαδικασία να γράψετε κάτι, ένα βιβλίο πιο προσωπικό για την πορεία σας; Να κάνετε, ας πούμε, έναν απολογισμό;

«Εκτός από τις μεταφράσεις, έχω στα σκαριά ένα αρκετά αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα βασισμένο σε ένα σενάριο του 1994, το “Ραλέιλε”, κάποια δοκίμια περί ακροάματος, αλλά και κείμενα με μνήμες από την πορεία που αναφέρατε. Ομως, κύριε Μπέκο, μήπως χρειάζεται ο χρόνος άλλης τόσης “πορείας”, για να γραφτούν όλα αυτά, ειδικά που το αυχενικό σε κόβει στις 4 από τις 16 ώρες που δούλευες κάποτε; Αχ!».

ΙΝFO

Οι μεταφράσεις του Δημήτρη Μαυρίκιου κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Ευρασία.